«Εύθραυστη ανάπτυξη, υψηλά χρέη» είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει η S&P Global Ratings τις προοπτικές των ευρωπαϊκών οικονομιών για το 2024. Ωστόσο, από την ανάλυση του οίκου αξιολόγησης φαίνεται ξεκάθαρα ότι στην Ευρώπη διαμορφώνονται και πάλι δύο διαφορετικές ταχύτητες, αν και οι ρόλοι έχουν πλέον αντιστραφεί. Οι μικρές χώρες είναι οι μοναδικές που βελτιώνουν την πιστοληπτική τους ικανότητα, λόγω της σκληρής δουλειάς που έκαναν τα τελευταία χρόνια, την ώρα που οι αναλυτές δηλώνουν ότι θα περιμένουν να δουν εάν οι μεγάλες χώρες θα λάβουν περισσότερα μέτρα για τη δημοσιονομική προσαρμογή μέσα στο 2024.
Ενώ η Ευρώπη αναμένεται να αποφύγει μια τεχνική ύφεση το 2023 και το 2024, λόγω της ανθεκτικότητας του τομέα των υπηρεσιών, εντούτοις η τάση της ανάπτυξης είναι η χαμηλότερη ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, σημειώνει η S&P. Η παραγωγικότητα είναι στάσιμη, ενώ οι οικονομίες που στηρίζονται στη βιομηχανία χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους σε βασικούς τομείς, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, των τάσεων του δημογραφικού και όχι μόνο. Ο οίκος περιμένει ανάπτυξη μόλις 0,6% το 2023 και 0,8% το 2024 στην Ευρωζώνη, έναντι 2,4% και 1,5% αντίστοιχα στις ΗΠΑ.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναγνωρίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη είναι μισοτελειωμένα projects. Τα εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση της εργασίας, των αγαθών και των υπηρεσιών επιμένουν, ενώ η τραπεζική ένωση είναι υπό διαμόρφωση. Και αυτό, παρά την επανάσταση του προγράμματος NextGenerationEU, που αποτελεί ουσιαστικά έναν υπερεθνικό δημοσιονομικό μηχανισμό σταθερότητας.
Αρκετές μικρές χώρες έχουν δείξει, μέσω της καλής ανάπτυξης και των συνετών δημοσιονομικών πολιτικών τους, ότι οι οικονομίες της Ευρωζώνης μπορούν να επιτύχουν αύξηση του ΑΕΠ με υψηλές δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις, μειώνοντας παράλληλα το χρέος ως προς το ΑΕΠ, τονίζει η S&P.
Από την άλλη, ένα από τα βασικά πράγματα που θα παρακολουθεί είναι το εάν οι μεγάλες χώρες θα αναλάβουν δράση για να στηρίξουν τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Για το σύνολο του 2023, οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης στην Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν υψηλότερες από τα προ-πανδημίας επίπεδα, κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Πρωτογενή ελλείμματα αναμένονται έως το 2025 σε αρκετές χώρες υψηλών χρεών, συμπεριλαμβανομένου του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ενώ και άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες (π.χ. Ιαπωνία, ΗΠΑ) παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα, εντούτοις αυτές ωφελούνται από δομικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν έχουν οι ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. η Ιαπωνία έχει υψηλό ρυθμό αποταμιεύσεων και οι ΗΠΑ το πρώτο νόμισμα συναλλαγματικών αποθεματικών). Συνεπώς, η S&P μιλά για τις προκλήσεις που παραμένουν στο χρηματοοικονομικό οικοδόμημα της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα την απουσία ενός πανευρωπαϊκού ασφαλούς ομολόγου, στα πρότυπα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Την ίδια στιγμή, οι χρόνιες δημοσιονομικές ανισορροπίες είναι και αποτέλεσμα της αδύναμης ανάπτυξης, που αντανακλά την περιορισμένη πολιτική βούληση για εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων, τονίζεται.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ωστόσο, η S&P επισημαίνει ότι η Ισλανδία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα αναβαθμίστηκαν μέσα στο 2023, με την τελευταία να ανακτά αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας για πρώτη φορά από το 2010. Και αυτό γιατί όπως και το 2022, οι μικρότερες οικονομίες με υψηλότερη ανάπτυξη, μεγαλύτερους τομείς υπηρεσιών και πιο αυστηρή στάση στις ενεργειακές επιδοτήσεις, έκαναν μεγαλύτερη πρόοδο στην προσπάθειά τους να θέσουν το χρέος σε πτωτική τροχιά. Η S&P αναφέρεται στο πρωτογενές πλεόνασμα του 1,1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, όπως και άλλων μικρών χωρών, επισημαίνοντας ότι η επιτυχία αυτή αντανακλά τη σκληρή δουλειά που έγινε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα στο παρελθόν από τις χώρες των μνημονίων. Τα προγράμματα αυτά, σε συνδυασμό με τον ισχυρό τουρισμό, απέδωσαν καρπούς, τονίζεται.
Ο οίκος δηλώνει ότι θα μπορούσε να αναβαθμίσει περαιτέρω την αξιολόγηση της Ελλάδας εάν ο δείκτης του χρέους υποχωρήσει σε επίπεδα που ευθυγραμμίζονται με χώρες ανάλογης αξιολόγησης. Αυτό εκτιμάται ότι θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων για μία παρατεταμένη περίοδο και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με την πλήρη αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.