Μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ ἀοιδίμου ἐλευθερωτοῦ τῆς Ἑλλάδος, Ἀρχιστρατήγου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 181 ἐτῶν, ἀπό τήν κοίμησή του, ἐτελέσθη τήν Κυριακή 4.2.2024, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, εἶπε, μεταξύ τῶν ἂλλων:
«…Νά σοῦ ζητήσωμε συγγνώμη, μεγάλε Ἀρχιστράτηγε, γιατί μᾶς παρέδωσες μιά Πατρίδα ἐλεύθερη καί μεῖς τήν καταντήσαμε καί πάλι σκλάβα στά πάθη μας καί στούς ἐμπόρους τῶν Ἐθνῶν.
● Μᾶς ἂφησες κληρονομιά μεγάλη καί μεῖς τήν σπαταλήσαμε καί γίναμε, «τῶν εὐρωπαίων περίγελως καί τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι» (Παλαμᾶς).
● Μᾶς ἒδωσες ἓνα τόπο ποτισμένο μέ αἷμα καί θυσίες ἡρώων καί ἁγίων καί μεῖς ἀσεβήσαμε στά κόκκαλά τους.
● Μᾶς ἒδωσες ἱστορία γραμμένη μέ τό αἷμα καί τό πύρωμα τῆς καρδιᾶς σου καί μεῖς τήν παραχαράξαμε. «Ἡ Πολιτεία λωλάθηκε κι ἀπόπαιδα τά κάνει, τό νοῦ, τόν λόγο, τήν καρδιά, τόν ψάλτη, τόν προφήτη». (Παλαμᾶς).
●Ἐδίδαξες τά παιδιά μας ὃτι μονιασμένοι πετύχαμε τήν ἐλευθερία μας καί μεῖς τούς εἲπαμε ὃτι δέν εἶναι ἀλήθεια.
● Ἐσύ πίστευες στό Θεό καί ἢξερες τήν δύναμη τῆς πίστεως καί μεῖς εἲπαμε, ὃτι ἢσουν τρελός μαζί μέ τούς συμπολεμιστές σου.
● Στά λόγια σου: «Εἲπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ὓστερα ὑπέρ πατρίδος», ἀντιτάξαμε τήν ἀπιστία καί τήν πατριδοκαπηλία.
● Ἀπό τόν ἀνδριάντα σου, πού ἒστησε κάποια στιγμή ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἑλλήνων, ἀφαιρέσαμε, χτυπώντας τό μάρμαρο, τό ἐπίγραμμα: «Ἒφιππος χώρει γενναίε Στρατηγέ, ἀνά τούς αἰώνας διδάσκων τούς λαούς, πῶς οἱ δοῦλοι γίνονται ἐλεύθεροι». « Κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι στή λάσπη τό πετάξαμε» (Παλαμᾶς).
● Ἂφησες ἀπογόνους παλληκάρια καί τώρα οἱ Κυβερνῶντες νομοθετοῦν «τόν γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων.
●Χάθηκε ἡ ἀνδρεία, ἡ ντομπροσύνη, ἡ λεβεντιά, ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ συνοχή τῆς οἰκογένειας. Διαλύθηκε ἡ παιδεία, ρημώσανε τά κάστρα πού ἐλευθέρωσες καί οἱ βάρβαροι ξαναστήσανε τρόπαια στούς τόπους πού πολέμησες.
● Τό ξέρομε… Σέ βλέπομε… Κρύβεις τό πρόσωπό σου, μέ τά ροζιασμένα χέρια σου, ἀπό ντροπή γιά τούς τωρινούς Ἓλληνες.
● Ποτίζουν τή γῆ τά καυτά δάκρυά σου. Ραγιάδες ἒχεις μάνα γῆ, σκυφτούς γιά τό χαράτσι, κούφιοι κι ὀκνοί καταφρονοῦν τή θεία τροχιά σου γλῶσσα». Παλαμᾶς).
Καί ἡ φωνή σου τρεμαμένη, ἀκούγεται, ἀλλ’ ὃμως βροντερή, ἐλεγκτική, ὡς μάχαιρα στίς καρδιές ὃλων μας: « Ποιός σᾶς ἐβάσκανε βρέ Ἓλληνες, καί καταντήσατε ἒτσι τήν Ἑλλάδα; Γι’ αὐτό ἀγωνιστήκαμε ἐμεῖς τετρακόσια τόσα χρόνια; Γι’ αὐτό κρεμάστηκαν οἱ προγονοί μας, γι’ αὐτό δέν φάγαμε ζεστό ψωμί καί γλυκό κρασί δέν ἢπιαμε; «Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ Ρωμηός καί δασκαλοκρατιέται; (Παλαμᾶς)
●Σέ ἀκοῦμε νά τραγουδᾶς, ἀοίδιμε Κολοκοτρώνη μέ πόνο γιά τήν νερατζούλα, τήν κάποτε ὂμορφη πατρίδα μας.
«Νερατζούλα φουντωμένη, ποὖ ναι τ’ ἂνθια σου, ποὖ’ ναι ἡ πρώτη σου ὀμορφάδα, ποὖ’ ν τά κάλλη σου.
Φύσηξε βοριᾶς κι ἀγέρας καί τά τίναξε.
Σέ παρακαλῶ βοριᾶ μου, φύσα ταπεινά,
γιά νἀράξουν τά καράβια τά Σπετσιώτικα,
πού ‘χουν μέσα παλληκάρια Ἑλληνόπουλα».
Ὃμως λεβεντόψυχε, Ἑλληνόψυχε Κολοκοτρώνη, ἒρχεται τό φῶς καί ἡ ἀνάσταση.
«Γιά κράτησε τό δρόμο σου
Καί κοίτα παρά πέρα,
Πάντα εἶναι ὀρθός κι ἀσάλευτος ὁ λειτουργός.
Τό χέρι τ’ ἀργοσαλεύει ρυθμικά βλογώντας
Μήν ξεχάνεις.
Γύρω μου (σου) ἀτάραχα, ἡ ἐλιά, τό φῶς, τό καλοκαίρι…(Παλαμᾶς).