Μπορεί ο νέος προϋπολογισμός να ξεκίνησε «με το δεξί» και περίπου 200 εκατ. από το υπερπλεόνασμα του 1 δισ. ευρώ να μπαίνει κατευθείαν στο «ταμείο» του 2024, όμως μόνο με ροδοπέταλα δεν είναι στρωμένος ο δρόμος για παροχές και υπερπλεονάσματα τη φετινή χρονιά.
Τα νεότερα στοιχεία με βάση τα οποία το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ξεκινά να συντάσσει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2025-2028 το οποίο θα αποστείλει στις Βρυξέλλες την άνοιξη, δείχνουν ανατροπή και πιέσεις για μεγαλύτερες δαπάνες από αυτές που είχε προϋπολογίσει για φέτος το οικονομικό επιτελείο,. «Με το καλημέρα» καταγράφεται ανάγκη να αυξηθεί το ανώτατο όριο δαπανών της χρονιάς κατά 140 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με όσα προέβλεπε όταν ψηφίστηκε πριν δύο μήνες ο τρέχων προϋπολογισμός, κυρίως για επιχορηγήσεις προς κρατικούς φορείς και οργανισμούς.
Για το 2025 και τα επόμενα χρόνια, καταβάλλεται προσπάθεια για συγκράτηση ή και μείωση, κυρίως στις δαπάνες για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, δείχνοντας έτσι ότι παρά τις αυξήσεις ύψους μισού δισ. το χρόνο που έδωσε φέτος η κυβέρνηση, θα διατηρηθεί απαρέγκλιτα ο κανόνας που περιορίζει τις προσλήψεις (σχέση 1:1 ως προς τις αποχωρήσεις υπαλλήλων) για να εξασφαλίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και στα επόμενα 4 τουλάχιστον χρόνια.
Συνολικά μάλιστα οι δημόσιες δαπάνες που θα κινήσουν την αγορά και την οικονομία, μαζί με ΕΣΠΑ και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 13,5 δισ. ευρώ το 2025 και τα 15 δισ. το 2026, από 12,1 δισ. ευρώ εφέτος. Από το 2027 και μετά όμως «ξεφουσκώνουν» απότομα και περιορίζονται ξανά στα 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, εξέλιξη που δείχνει την ανάγκη να αποκομίσει μόνιμα οφέλη η ελληνική οικονομία, από τις επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα συντελεστούν στην προσεχή τριετία.