Δύο κοινά διατροφικά μοτίβα, που περιλαμβάνουν υψηλή κατανάλωση σοκολάτας και γλυκών μπορεί να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και θανάτου στη μέση ηλικία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMC Medicine.
Για να εξετάσουν τις επιδράσεις της διατροφής στον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και θνησιμότητας, οι συγγραφείς ανέλυσαν δεδομένα 116.806 ενηλίκων από την Αγγλία, τη Σκωτία και την Ουαλία, με ηλικία από 37 έως 73 ετών και μέση ηλικία τα 56 έτη. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν το φαγητό που κατανάλωσαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 24 ωρών και στη συνέχεια οι ερευνητές αναγνώρισαν τα θρεπτικά συστατικά τις ομάδες τροφίμων που είχαν καταναλώσει οι συμμετέχοντες και υπολόγισαν τα περιστατικά καρδιαγγειακών παθήσεων και θνησιμότητας, μέσω αρχείων εισαγωγής στο νοσοκομείο και θανάτων μέχρι το 2017 και το 2020 αντίστοιχα.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσοι ακολουθούσαν την πρώτη διατροφή ήταν πιο πιθανό να είναι άνδρες, νέοι, με οικονομικά προβλήματα, καπνιστές, λιγότερο δραστήριοι σωματικά, παχύσαρκοι ή υπερτασικοί σε σύγκριση με όσους η διατροφή τους δεν είχε υψηλή περιεκτικότητα στα τρόφιμα που ανήκουν στη δίαιτα αυτή. Στην ομάδα της πρώτης διατροφής, τα άτομα που ήταν νεότερα των 60 ετών ή υπέρβαρα ή παχύσαρκα είχαν υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων από εκείνα που ήταν μεγαλύτερα των 60 ετών ή είχαν φυσιολογικό βάρος.
Από την άλλη πλευρά, οι συμμετέχοντες που ακολουθούσαν τον δεύτερο τύπο διατροφής, βρέθηκε πως είχαν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και θνησιμότητας, παρόλο που έτειναν να είναι σωματικά δραστήριοι και ήταν λιγότερο πιθανό να καπνίζουν ή να πάσχουν από παχυσαρκία, υπέρταση, διαβήτη ή υψηλή χοληστερόλη, σε σύγκριση με όσους δεν ακολουθούσαν αυτή τη διατροφή. Γυναίκες, άτομα νεότερα των 60 ετών ή πάσχοντες συγκεκριμένα από παχυσαρκία είχαν υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, αν κατανάλωναν διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε τρόφιμα της δεύτερης δίαιτας.
Οι συγγραφείς προειδοποιούν ότι η παρατηρητική φύση της μελέτης δεν επιτρέπει συμπεράσματα για κάποια αιτιώδη σχέση ανάμεσα στη διατροφή, τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τη θνησιμότητα. Επιπλέον, καθώς τα διατροφικά δεδομένα λήφθηκαν από ατομικές αξιολογήσεις του 24ωρου και όχι από μια συνεχιζόμενη χρονική περίοδο, μπορεί να μην αντιπροσωπευτικά της διατροφής των συμμετεχόντων επί μακρόν. Οι μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να διερευνήσουν τους πιθανούς λόγους για τους συσχετισμούς ανάμεσα στις διατροφές που εξετάστηκαν σε αυτή τη μελέτη και τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τη θνησιμότητα.
«Η έρευνά μας υποδεικνύει ότι η χαμηλότερη κατανάλωση σοκολάτας, ειδών ζαχαροπλαστικής, βουτύρου, ψωμιού χαμηλού σε φυτικές ίνες, ροφημάτων με σακχαρούχα γλυκαντικά, τυποποιημένων χυμών φρούτων, επιτραπέζιας ζάχαρης και συντηρητικών θα μπορούσε να σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων ή θανάτου κατά τη μέση ηλικία. Τα συμπεράσματά μας βρίσκουν συνάφεια και με προηγούμενη μελέτη που υποδείκνυε ότι η κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν λιγότερα σάκχαρα και θερμίδες μπορεί να σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία μιας διατροφικής συμβουλευτικής με βάση τα τρόφιμα που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να ακολουθούν μια πιο υγιεινή διατροφή και να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων», καταλήγει η Carmen Piernas, συγγραφέας της μελέτης.