Ἀρχιµ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν,Δρος Θεολογίας
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο καὶ ὄχι ἄτοµο. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέση τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας γιὰ τὴν ὑπόσταση «ἄνθρωπος».
Ἄτοµο εἶναι µία βιολογική, γενεαλογικὴ µονάδα. Ἡ ἀτοµικότητα εἶναι ἰδεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ἔννοια. Ἡ προσωπικότητα, ὅµως, εἶναι πνευµατικὴ καὶ θεολογική. Τὸ ἄτοµο ζητεῖ τὴν ὁλοκλήρωσή του στὴν ὑποκειµενικότητα, στὶς ἀτοµικὲς ἐπιθυµίες καὶ στὴν σχέση του µὲ τὸν ἑαυτό του. Φρονεῖ ἀγαθά, ὄχι γιὰ τὸν πλησίον, ἀλλὰ πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τοιουτοτρόπως ἀποκτᾶ τὴν αὐθαιρεσία, τὸ µῖσος κατὰ τοῦ συνανθρώπου, τὴν µοναξιὰ καὶ ἀπὸ τὸν ναρκισσισµὸ (=αὐτοερωτισµός, ΘΗΕ 9, 317) φθάνουµε στὴν ἀντικοινωνικότητα. Καταλήγουµε, θὰ λέγαµε, ὡς χριστιανοὶ στὴν κόλαση. Διότι αὐτὸ εἶναι κόλαση: τὸ µῖσος. Καὶ ἐνῶ σήµερα οἱ πάντες εἶναι στραµµένοι στὴν ἔξαρση τῶν ἀτοµικῶν ἐλευθεριῶν καὶ δικαιωµάτων, ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος ζῆ καὶ πεθαίνει τόσο ἀπελπιστικὰ µόνος. Καὶ τοῦτο διότι ἀτοµισµὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐγωκεντρισµός. Εἶναι τὸ κλείσιµο στὸ «ἐγώ», στὸ «ἄτοµο». Καὶ αὐτὸ τὸ κλείσιµο ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση καὶ στὸν θάνατο.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅµως, δηµιουργήθηκε «πρόσωπο». Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάσθηκε νὰ ἔχῃ σχέση µὲ τὸν Θεό. Δὲν «γίνεται» ἁπλῶς, ὅπως τὰ ἄλλα δηµιουργήµατα –«εἶπε καὶ ἐγενήθησαν» (Ψαλµ. 32, 9)– ἀλλὰ δηµιουργεῖται «κατ᾽ εἰκόνα […] καὶ καθ᾽ ὁµοίωσιν» Θεοῦ (Γεν. 1, 26) καὶ καθίσταται ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὡς πρόσωπο, εἶναι καθολικὸς – οἰκουµενικός.
Ὁ πραγµατικὸς Χριστιανὸς ζῆ παραδειγµατιζόµενος ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Τριαδικὴ κοινωνία ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία Πρόσωπα, ἑνωµένα σὲ µία οὐσία. Τὸ κάθε Πρόσωπο ὑπάρχει σὲ κοινωνία µὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα. Κατὰ παρόµοιο τρόπο, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς ξεχωριστὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο, δικαιώνεται καὶ ὁλοκληρώνεται µέσα στὴν ἀµοιβαιότητα, στὴν καθολικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ ὄχι µέσα στὴν ὑποκειµενικότητα. Ἄρα δὲν ἠµπορεῖ νὰ ἔχῃ λόγο ὑπάρξεως ὡς ὀντότητα καὶ νὰ εἶναι πρόσωπο, ἐὰν δὲν ἔχῃ οὐσιαστικὴ κοινωνία µὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Ἔτσι ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ γνώση ἀποκτοῦνται µέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ στὴν θέα τῶν κτισµάτων. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ποὺ καίει τὸν πιστὸ Χριστιανό, εἶναι ἀπόδειξη ὅτι εἶναι πρόσωπο καὶ ὄχι ἄτοµο. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι ὁ καθηµερινὸς σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως τῆς πνευµατικῆς: Νὰ ὑψωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἀτοµισµὸ στὴν προσωπικὴ ζωή, ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὸ µῖσος στὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν µοναξιὰ στὴν κοινωνία. Ὁ «ἄλλος», ὁ «πλησίον» δὲν εἶναι ἡ κόλαση ἢ ἡ ἀλλοτρίωσή µου, ἀλλὰ ἡ χαρά µου, ὁ ἑαυτός µου, ὁ Θεός µου. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», µᾶς λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἀπολλώ.
Ἡ µεγαλύτερη ὀµορφιὰ στὸν κόσµο εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ µου, τοῦ πλησίον. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτοµικότητος τὴν γευόµαστε ἐντὸς τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάµου ἢ τοῦ µοναχισµοῦ. Ὁ µοναχὸς ἰδιαίτερα δὲν ζῆ ἀντικοινωνικά –ὅπως ἰσχυρίζονται µερικοὶ ἀνίδεοι– ἀλλὰ πραγµατοποιεῖ µὲ τὴν ζωή του τὴν ἀπόλυτη προσωπικὴ κοινωνία. Ὁ µοναχὸς ἀπαρνεῖται κάθε πραγµατικότητα ποὺ δὲν εἶναι ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀναφορὰ καὶ ἀφιέρωση σὲ Αὐτὸν καὶ δι᾽ Αὐτοῦ νὰ ὁδηγηθῇ στὸν συνάνθρωπο. Στὸν Θεὸ βρίσκουµε τὰ πάντα, ἄρα καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει καθολικότης καὶ κοινωνία. Ὑπάρχει µεµερισµένη ἀνθρωπότης καὶ διάσπαση, διότι ἐπικρατεῖ ὁ ἀτοµισµὸς καὶ ὁ ἐγωκεντρισµός. Τὰ δύο αὐτὰ κακὰ ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπροσωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου καταλύονται καὶ µεταβάλλονται σὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη καὶ κοινωνικὴ ἑνότητα µόνον µέσα στὴν προσωπικὴ Ἐκκλησιαστικὴ σχέση µὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.