Τα χρόνια πέρασαν και τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε. Στο μεταξύ ο κ. Γκιόρουρ, ο οποίος πλέον είναι συνταξιούχος, στη γείτονα χώρα είναι κάτι παραπάνω από σελέμπριτι, καθώς είχε προβλέψει με ακρίβεια τον φονικό σεισμό του 2023 στο Καχραμανμαράς, μερικές ημέρες νωρίτερα. Τώρα, όλοι τον ακούν. Πολύ δε περισσότερο τους συναδέλφους του από όλο τον κόσμο -μαζί και από την Ελλάδα, φυσικά-, οι οποίοι συμφωνούν ότι η ώρα έχει φτάσει. Η Κωνσταντινούπολη είναι στο «και πέντε» για έναν μεγάλο σεισμό.
Αλλωστε και εκείνη η μελέτη του, που είχε δημοσιευτεί μετά τον σεισμό της Νικομήδειας το 1999, έλεγε ότι ο επόμενος τεράστιος σεισμός θα γίνει μέσα σε διάστημα 30 ετών, κλιμακώνοντας τις πιθανότητες και μεγαλώνοντας το αναμενόμενο μέγεθός του κάθε χρονιά που πέρναγε. Η 30ετία αυτή βαίνει προς το τέλος της. Η ενέργεια που συσσωρεύεται, συμφωνούν τώρα οι σεισμολόγοι και γεωλόγοι, κάποια στιγμή σίγουρα θα εκλυθεί.
Στην Τουρκία, οι Αρχές βρίσκονται σε συναγερμό. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο σεισμό της περασμένης Δευτέρας, μεγέθους 4,9 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ, ο οποίος ερμηνεύεται από τους επιστήμονες ως προάγγελος ενός μεγάλου γεγονότος, οργανώνονται και ετοιμάζονται γι’ αυτό. Το να προετοιμάσει κανείς βέβαια μια πόλη με πληθυσμό 20 εκατομμυρίων κατοίκων κάθε άλλο παρά εύκολο είναι…
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τα τεκταινόμενα στη γείτονα. Τι θα γίνει με τον «comsu» (ο γείτονας στα τουρκικά); Και πόσο πιθανό είναι, εάν συμβεί αυτό που περιμένει η σεισμολογική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη, να εκδηλωθεί το φαινόμενο που αποκαλείται «σεισμικό ντόμινο»;
Το ρήγμα της βόρειας Ανατολίας, όπως έχει εξηγήσει ο επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Τοχόκου της Ιαπωνίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, «διατρέχει τη βόρεια Τουρκία από ανατολικά προς δυτικά με συνολικό μήκος περίπου 1.200 χλμ. Το 1939 έκανε σεισμό μεγέθους 7,9 ρίχτερ στο ανατολικό του τμήμα, στην ανατολική Τουρκία. Το 1999 σεισμός μεγέθους 7,5 ρίχτερ προκάλεσε πάνω από 20.000 θύματα στην ευρύτερη περιοχή της θάλασσας του Μαρμαρά». Είκοσι μέρες μετά από εκείνον τον σεισμό έγινε ο φονικός σεισμός στην Αθήνα…
Ο νόμος των πιθανοτήτων και το ντόμινο
Ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμιος Λέκκας είναι ένας από τους πλέον έμπειρους επιστήμονες σε ζητήματα Σεισμολογίας διεθνώς. Εχει επισκεφθεί σχεδόν κάθε γωνιά του πλανήτη που επλήγη από φαινόμενα ισχυρών σεισμών, ηφαιστειακών εκρήξεων, κατολισθήσεων κ.ο.κ. Τον ρωτάμε χωρίς πολλές περιστροφές πόσο κινδυνεύουμε εμείς, στον ελλαδικό χώρο. Εάν υπάρχει η πιθανότητα ενός σεισμικού-ντόμινο που θα ξεκινήσει από έναν σεισμό στην Πόλη και αν αυτή η ενέργεια μπορεί να φτάσει μέχρι την άκρη του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας, στα ανοιχτά της Εύβοιας. Μήπως θα πρέπει να… πανικοβληθούμε;
Οι περισσότεροι σεισμολόγοι πάντως συμφωνούν ότι είτε η απόσταση είναι πολύ μεγάλη για να ενεργοποιηθούν ρήγματα της Ελλάδας, είτε ότι αυτό που επηρεάζεται είναι ο υποθαλάσσιος χώρος, ο οποίος δίνει ισχυρούς σεισμούς, μακριά από κατοικημένες περιοχές, που απλά γίνονται αισθητοί σε μεγάλες αποστάσεις.
Βέβαιος για το ότι θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει σεισμός στην Κωνσταντινούπολη είναι και ο γεωλόγος Θανάσης Γκανάς, ο οποίος αναφέρει ότι, βάσει της στατιστικής, θα έπρεπε να έχει γίνει από το 2010. «Οσο καθυστερεί τόσο το χειρότερο για την Κωνσταντινούπολη. Δεν έχει νόημα να ανησυχούν ακριβώς. Εχουν αργήσει πάρα πολύ, αν γίνει αυτός ο σεισμός θα έχουμε πολλούς νεκρούς και πάρα πολλές ζημιές. Εάν σπάσει το ρήγμα θα ενεργοποιήσει άλλα ρήγματα που είναι μέσα στον Μαρμαρά, κι έχουν κι αυτά δυναμική για μεγάλους σεισμούς, για 7άρια, και βέβαια προειδοποίηση για τσουνάμι», σημειώνει και εξηγεί εάν και κατά πόσο θα επηρεαστεί και η Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
«Οπωσδήποτε θα επηρεαστεί ο ελλαδικός χώρος, αλλά βραχυπρόθεσμα. Δηλαδή περιμένουμε μια αύξηση της σεισμικότητας στο βόρειο και στο κεντρικό Αιγαίο, αλλά δεν υπάρχει κάτι περισσότερο να πούμε γι’ αυτό, επειδή με βάση το ιστορικό και τη στατιστική μπορούμε να κάνουμε κι εμείς εκτιμήσεις, αλλά με τη Φυσική δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος σεισμός».
Θα πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, ευχόμενοι αυτή η ενέργεια που έχει συσσωρευτεί κάτω από τα πόδια των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης να εκτονωθεί σταδιακά και όχι με έναν μεγάλο σεισμό και έπειτα να εξετάσουμε εάν υπάρχει λόγος λήψης μέτρων στον ελλαδικό χώρο. Πόσο να περιμένουμε, όμως; «Είμαστε στις καθυστερήσεις», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Λέκκας. «Το ρήγμα νότια της Κωνσταντινούπολης -στον υποθαλάσσιο χώρο, στον κόλπο του Μαρμαρά- έπρεπε ήδη να έχει δώσει μεγάλο σεισμό. Εκεί είναι ένα τμήμα του ρήγματος της Ανατολίας, το οποίο έχει 13 κομμάτια. Από αυτά, τα 12 έχουν σπάσει -το προτελευταίο το 1999- και απομένει το τελευταίο, στα νότια της Κωνσταντινούπολης». Οπως εξηγεί, το κομμάτι αυτό του ρήγματος «έχει μήκος 65 χιλιομέτρων και μπορεί να δώσει έναν σεισμό άνω των 7 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ. Μπορεί να δώσει έως και 7,7 ρίχτερ το μέγιστο, όμως αυτό δεν είναι ικανό να μας πει κάτι. Μπορεί, για παράδειγμα, να δώσει δύο σεισμούς των 7,2 βαθμών.
Το ρήγμα αυτό εξακολουθεί να είναι αδρανές. Είχε προσδιοριστεί ότι έως το 2020 θα έπρεπε να έχει γίνει ένας σεισμός της τάξης των 7 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ, όμως δεν έγινε και εξακολουθεί να συσσωρεύεται η ενέργεια στην περιοχή. Οι πιθανότητες να σπάσει το ρήγμα και να έχουμε έναν σεισμό μέσα στην πενταετία είναι πάνω από 80%. Η πιθανότητα να γίνει μέσα στις επόμενες εβδομάδες είναι περίπου 40%, σύμφωνα με επιστημονικούς υπολογισμούς που έχουν γίνει. Οσο περνάνε τα χρόνια συσσωρεύονται οι τάσεις και το μέγεθος μεγαλώνει. Αυτή είναι η άποψη των επιστημόνων σε όλο τον κόσμο».
Με την άποψη αυτή -όπως και με το ότι ο σεισμός της Δευτέρας στα Δαρδανέλια ενδέχεται να είναι προσεισμός- συντάσσεται η συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων, σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο κ. Γκιόρουρ τονίζει ότι «πρώτιστη προτεραιότητα», για τον ίδιο, είναι δύο πόλεις στα ανατολικά της Τουρκίας: το Ερτζιντζάν και το Μπινγκιόλ (Ρωμανούπολη), που, όπως λέει, είναι «δύο πόλεις που ζουν πάνω σε ένα ζωντανό ρήγμα, στο ρήγμα της βόρειας Ανατολίας». Αναφέρει ότι πόλεις όπως το Τούντζελι και η Ρωμανούπολη «βρίσκονται μέσα σε μια τανάλια» και ότι «φώναξα και ούρλιαξα στον περιφερειάρχη για προσοχή στο Τούντζελι». Ο ίδιος εξηγεί ότι «εκεί είναι ο πρώτος σεισμός που θα έπρεπε να περιμένουμε», αναφέροντας ότι τα ρήγματα μεγάλης δυναμικότητας και αυτές οι πόλεις «είναι πρόσωπο με πρόσωπο με το ρήγμα σεισμών άνω των 7 ρίχτερ».
Για την Κωνσταντινούπολη ο κ. Γκιόρουρ αναφέρει: «Θα ήθελα να κάνω μια προειδοποίηση για την Κωνσταντινούπολη, καθώς εκτιμούμε ότι μπορεί να εκδηλωθεί σεισμός μεγέθους 7,2 έως 7,5 βαθμών στα βόρεια της γραμμής του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας, ειδικά μεταξύ Σιλιβρί (Σηλυβρίας) και Γεσίλκιοϊ (Αγίου Στεφάνου)». Μάλιστα για τους δύο τελευταίους σεισμούς σημείωσε ότι «η ύπαρξη τέτοιων μικρών σεισμών μπορεί γενικά να υποδηλώνει ότι η περιοχή του Μαρμαρά βρίσκεται υπό ένταση. Αναμένουμε μεγάλο σεισμό στον βόρειο κλάδο του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας στη θάλασσα του Μαρμαρά. Με άλλα λόγια, περιμένουμε εντός του συστήματος ρηγμάτων μήκους 160 χιλιομέτρων, στην περιοχή που ξεκινά από τον κόλπο του Ανταπαζάρ (Αγριλίου) και εκτείνεται μέχρι το ίδιο το Αγρίλιο στην επαρχία του Σαγγάριου. Επομένως, δεν περιμένουμε σεισμό στα νότια της θάλασσας του Μαρμαρά, αλλά πιστεύουμε ότι ο σεισμός που περιμένουμε στον βόρειο κλάδο θα επηρεάσει και τα νότια της θάλασσας του Μαρμαρά».
Πώς ετοιμάζονται
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι πρέπει να κάνουν στην Κωνσταντινούπολη τώρα. «Με δεδομένο τον κίνδυνο», μας λέει ο κ. Λέκκας, «δεν έχουν άνεση χρόνου. Δύο λύσεις θα υπήρχαν: η ανοικοδόμηση της πόλης ή η εκκένωσή της. Για το πρώτο, χρόνος δεν υπάρχει, ενώ το δεύτερο είναι απλά αδύνατο. Πρόκειται για μια πόλη 20 εκατομμυρίων κατοίκων, στην οποία τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο κτίσματα θα έπρεπε να ξαναχτιστούν. Ετσι, λοιπόν, έχουν ξεκινήσει μια καμπάνια ενημέρωσης σε ό,τι αφορά την έγκαιρη προειδοποίηση και ένα πρόγραμμα οδών διαφυγής, την εκκένωση κτιρίων και περιοχών, την αποφυγή παραλίων για τον κίνδυνο τσουνάμι και άλλα πολλά».
Σε αυτή την καμπάνια ενημέρωσης βάζουν το δικό τους λιθαράκι και επιστήμονες από κάθε γωνιά της Γης. Χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα του Ιάπωνα σεισμολόγου Γιοσινόρι Μοριγουάκι, ο οποίος είχε προβλέψει τον σεισμό των 4,9 ρίχτερ που έγινε στο Τσανάκαλε. «Τώρα να είστε έτοιμοι. Η 30ετία (σ.σ.: που έδειχνε η μελέτη του κ. Γκιόρουρ, το 1999) βαίνει προς το τέλος της. Ο σεισμός μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή. Να έχετε πάντα μαζί σας έτοιμα ένα μπουκάλι νερό, μάσκα για τη σκόνη, σάκο σεισμού (σ.σ.: με όλα τα απαραίτητα) και μια σφυρίχτρα».
Σε επίπεδο Αρχών, ο καθηγητής του Σεισμολογικού Ινστιτούτου της Κωνσταντινούπολης δρ Μουσταφά Ερντίκ έχει συντάξει έναν χάρτη κινδύνου για την πόλη. Ουσιαστικά πρόκειται, όπως εξηγούν επιστήμονες, για έναν «χάρτη τρωτότητας», ο οποίος επισημαίνει ποια είναι τα σημεία της Πόλης που είναι πιο ευάλωτα -λόγω των εδαφών τους- σε περίπτωση μεγάλου σεισμού.
Τα αδύναμα εδάφη
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης Οκάν Τουϊσούζ, σε πρόσφατη συνάντηση μεταξύ των σεισμολόγων, ανέφερε ότι «αδύναμα εδάφη εντοπίζονται κυρίως στην ευρωπαϊκή πλευρά, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, στο παράκτιο τμήμα της ασιατικής πλευράς και στις προσχωσιγενείς γεμάτες κοιλάδες. Κατά τη διάρκεια ενός σεισμού είναι δυνατόν να προκύψουν κίνδυνοι όπως συσσώρευση εδάφους, ρευστοποίηση και κατολισθήσεις. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να διεξαχθούν μελέτες για να γίνουν πιο λεπτομερείς οι υπάρχουσες έρευνες, οι οποίες θα επικεντρωθούν ιδιαίτερα στα ασθενή εδάφη».
Εκατοντάδες σεισμογράφοι έχουν τοποθετηθεί σε κάθε μεριά της Πόλης, ενώ άλλοι έχουν ποντιστεί σε βάθος άνω των 1.000 μέτρων, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο κ. Ερντίκ εξηγεί ότι «με την υποστήριξη του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης έχουμε πραγματοποιήσει μελέτες για τον προσδιορισμό του σεισμικού κινδύνου, όπως π.χ. πόση απώλεια ζωής και περιουσίας θα υπάρξει σε έναν σεισμό που μπορεί να συμβεί στην Κωνσταντινούπολη, ποιες γέφυρες θα επιβιώσουν, ποια νοσοκομεία μπορούν να προσεγγιστούν μετά τον σεισμό και ποιες μελέτες αποσκοπούν στη μείωση των ζημιών που μπορεί να προκληθούν.
Χάρη σε αυτές τις μελέτες, είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε στους τοπικούς διαχειριστές τι μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια και μετά από έναν σεισμό, χρησιμοποιώντας επιστημονικά δεδομένα. Για παράδειγμα, όταν πρόκειται να κατασκευαστεί μια γέφυρα, ο υπολογισμός του κινδύνου να πληγεί η γέφυρα αυτή από έναν σεισμό επιτρέπει να ληφθούν εκ των προτέρων οι απαραίτητες προφυλάξεις. Επιπλέον, αν γνωρίζουμε εκ των προτέρων τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν στη σεισμογενή περιοχή και την απογραφή, μπορούμε να εκτιμήσουμε γρήγορα πού και πόσο μπορεί να προκληθεί απώλεια μετά τον σεισμό. Αυτό επιτρέπει τη διοχέτευση της βοήθειας έκτακτης ανάγκης και διάσωσης στα σωστά σημεία».
Θρίλερ με Αγια-Σοφιά
Ο Δήμος της Κωνσταντινούπολης, το Πανεπιστήμιο και άλλοι φορείς έχουν ξεκινήσει ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά κονδύλια, το οποίο έχει στο επίκεντρο την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Πόλης. Για παράδειγμα, οι επιστήμονες προσπαθούν να βρουν τον τρόπο με τον οποίο θα διασωθούν τα ιστορικά τείχη που περιβάλλουν την Κωνσταντινούπολη τα οποία θεωρούνται -και είναι- ιστορικό μνημείο.
Στο επίκεντρο, φυσικά, βρίσκεται η Αγια-Σοφιά. Τόσο για την Αγια-Σοφιά όσο και για άλλα κτίρια ιστορικής αξίας, ο επικεφαλής του Ιδρύματος Σεισμών της Τουρκίας δρ Μουσταφά Ερντίκ λέει ότι μια ιδέα που έχει πέσει στο τραπέζι είναι να ανεγερθούν γύρω τους προστατευτικές κατασκευές αντιστήριξης που θα έχουν ρόλο να σώσουν τα κύρια μέρη των ιστορικών κτιρίων στον μεγάλο αναμενόμενο σεισμό. «Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν μπορούμε να επαναφέρουμε μετά από έναν σεισμό: το πρώτο είναι η απώλεια ζωής. Το δεύτερο είναι η χαμένη ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά. Μπορούμε να αποτρέψουμε το πρώτο με προδιαγραφές σεισμού και περιοδικές επιθεωρήσεις.
Είναι πιο δύσκολο να διασφαλίσουμε το δεύτερο. Διότι ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν να φτάσουν σε ένα ιστορικό κτίριο και να το ενισχύσουν είναι μικρός και οι Αρχές που χρειάζονται άδεια είναι πάρα πολλές. Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σε αυτό το ζήτημα. Για παράδειγμα, εάν τοποθετηθούν συστήματα μόνωσης που σχετίζονται με τον σεισμό κάτω από τα εκθέματα που εκτίθενται σε μουσεία, μπορεί να αποτραπεί η πρόκληση ζημιών στα εκθέματα που εκτίθενται στο μουσείο μετά από σεισμό. Επί του παρόντος, πολλά εκθέματα στο Μουσείο του παλατιού Topkapi προστατεύονται με αυτόν τον τρόπο. Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η επιβίωση των ιστορικών κτιρίων. Για παράδειγμα, μπορούν να κατασκευαστούν προσωρινές προστατευτικές κατασκευές αντιστήριξης γύρω από τα πιο κρίσιμα κτίρια».
Είδικά για την Αγια-Σοφιά, η λαμπρή επιστήμονας, με βαρύ βιογραφικό, σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία Μοροπούλου από το 1994 κατάφερε να διαμορφώσει -με δική της πρωτοβουλία- ένα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του ΕΜΠ, του Πανεπιστημίου του Πρίνστον (το οποίο εκπροσωπούσε ο εγγονός του αρχιστράτηγου του Ατατούρκ, κοσμήτορας της πολυτεχνικής σχολής της Πόλης, Αχμέτ Τσακμάκ), το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου (που εκπροσωπούσε ο Μουσταφά Ερντίκ) και το Σεισμολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης (εκπροσωπούσε ο Μετέ Ισικάρα) για τη συντήρηση και μελέτη συμπεριφοράς και προστασίας της Αγια-Σοφιάς σε περίπτωση σεισμού. Με το μνημείο να έχει αντέξει αρκετούς σεισμούς από τότε που χτίστηκε (καθώς ενισχύθηκε δομικά δύο φορές, την πρώτη 39 μέρες μετά τη Στάση του Νίκα από τον Ιουστινιανό και την περίοδο διακυβέρνησης του Σουλτάνου Σελίμ -1566-1574- όταν ο Οθωμανός αρχιτέκτονας Μιμάρ Σινάν δημιούργησε εξωτερικά στηρίγματα), απέδειξε τελευταία φορά ότι αντέχει, το 1999.
Κι άλλα ιστορικά κτίρια
Με την εργασία των τεσσάρων επιστημονικών ινστιτούτων να ολοκληρώνεται το 2010 (χρονιά κατά την οποία η κυρία Μοροπούλου εξέδωσε το βιβλίο της «Η ελληνική συμβολή στη συντήρηση της Αγια-Σοφιάς» και αφού είχαν ανακαλυφθεί θαμμένα ψηφιδωτά, όπως το Πρόσωπο του Αγγέλου), το επιστημονικό συμβούλιο είχε ήδη αποκαταστήσει δομικά την Αγια-Σοφιά. Βάσει της επέμβασης αντισεισμικής προστασίας που είχε σχεδιάσει η ομάδα των ινστιτούτων, η Αγια-Σοφιά είναι έτοιμη σήμερα να αντιμετωπίσει σεισμό με ακεραιότητα 7,5 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ, όπως έχει πει και η κυρία Μοροπούλου. Φυσικά, από τότε έχουν περάσει χρόνια και η συντήρηση και η αποκατάσταση, ιδιαίτερα των τρωτών σημείων της Αγια-Σοφιάς (όπως ο μολύβδινος τρούλος) είναι σημαντική.
Ο δρ Ερντίκ, για ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο ένας σεισμός μεγέθους 7 ρίχτερ θα γινόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Αγια-Σοφιάς, λέει: «Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι ο ανατολικός και ο δυτικός μισός θόλος θα διαχωριστούν από τις κύριες καμάρες και θα υποστούν ζημιές λόγω της επίδρασης του σεισμού, ενώ ζημιές θα προκληθούν και στις θέσεις του κύριου θόλου που βρίσκονται σε επαφή με αυτές τις καμάρες. Εχουν αναπτυχθεί διάφορες προτάσεις ενίσχυσης προκειμένου να αποφευχθούν αυτές οι ζημιές».
Με δεδομένο ότι αν γίνει μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, αυτός θα έρθει από τη θάλασσα, στην Τουρκία -και στην Ελλάδα ταυτόχρονα- η αγωνία κορυφώνεται για το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, για το νοσοκομείο – γηροκομείο Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη, που χτίστηκε το 1753 και λειτουργεί υπό τη σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Πόλης, την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, αλλά και άλλα σημαντικά ιστορικά κτίρια.