Βαθιά και επί της ουσίας εξομολογητικός ήταν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, το βράδυ της Τετάρτης, μετά την προβολή των ταινιών του «Nowhere (Director’s Cut») και «Πρώτη ύλη», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης του οποίου αποτελεί, φέτος, μια από τις βασικές τιμώμενες προσωπικότητες. Ο Έλληνας καλλιτέχνης που διαπρέπει στο εξωτερικό μίλησε για τα πρώτα του βήματα, τους σημαντικούς σταθμούς της πορείας του, τον πραγματικό αντίκτυπο που είχε στην καριέρα του η διοργάνωση της τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας αλλά και για την απολύτως συνειδητή απόφασή του να μην κρύψει την σεξουαλική του ταυτότητα.
«Το έσκασα από το σπίτι μου 18 χρονών, γιατί ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, που ήταν η φύση μου, και γιατί ήθελα να είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας, που είναι επίσης η φύση μου. Ήταν ζήτημα καθαρά προσωπικής αξιοπρέπειας. Έχω, επίσης, μια δυσκολία να με περιορίζουν. Από τη στιγμή που το έσκασα από το σπίτι μου και έγινα οικονομικά ανεξάρτητος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να βρεθώ σε κανένα περιβάλλον που να χρειάζεται να πω ψέματα για το ποιος είμαι. Και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα από όσο νόμιζα. Εκτός από λίγο bullying σε κάποιες περιπτώσεις, δεν συνάντησα κανένα ουσιαστικό πρόβλημα» δήλωσε με νόημα αναφερόμενος στην σεξουαλικότητά ενώ πρόσθεσε πως ενώ δεν είχε ποτέ πρόθεση να γίνει ακτιβιστική προσωπικότητα, συγκινείται από το γεγονός ότι βοήθησε κάποιους ανθρώπους να αποδεχτούν αυτό που πραγματικά είναι.
«Υπάρχουν γενιές και γενιές ανθρώπων που έρχονται -και με συγκινούν βαθύτατα- και μου εξηγούν ότι βοηθήθηκαν από την ύπαρξη της εργασίας μου και της προσωπικότητάς μου ώστε να αποδεχτούν τον εαυτό τους και να φανταστούν ότι μια τέτοια ζωή μπορεί να συμβεί χωρίς ενοχή. Η δημοφιλία μου έφτασε στο απόγειό της, όταν την επόμενη της τελετής έναρξης έγινα ένα είδος εθνικού ήρωα. Αποφάσισα να τοποθετήσω την ενέργεια αυτής της, άχρηστης κατά τα άλλα, φήμης σε κάτι που θεώρησα χρήσιμο: Έδωσα την πρώτη συνέντευξη στο 10%, ένα περιοδικό της ομοφυλόφιλης κοινότητας. Σκέφτηκα ότι αν ψάχνει ένα παιδί στην επαρχία κάτι να του δώσει χαρά, θα νιώσει κάτι όμορφο αν αυτός που θεωρείται τώρα σταρ πανελλήνιας εμβέλειας θυμίσει ότι είναι ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος άνδρας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ξεκαθάρισε, ωστόσο, πως δεν ήταν επιθυμία του η δουλειά του να τεθεί στην υπηρεσία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ούτε καν να διδάσκει κάτι: «Δεν ήθελα ποτέ η δουλειά μου να χαρακτηριστεί ομοφυλόφιλη εργασία. Δεν ήθελα ποτέ η τέχνη μου να θεωρηθεί queer art. Ειδικά τώρα που είναι ιδιαίτερα της μόδας. Υπήρξα πάντοτε ανοιχτός και περήφανος ομοφυλόφιλος, δεν ήθελα όμως ποτέ να αναμείξω τον φυσικό ομοερωτισμό των έργων μου, με την παρεξήγηση ότι δουλεύω για ένα τμήμα της κοινωνίας, ενώ εγώ λαχταρώ να εργάζομαι για όλους τους συνανθρώπους μου» εξήγησε.
Όσον αφορά στους δύο καλλιτεχνικούς σταθμούς της διαδρομής του που έγιναν ευρέως γνωστοί, τη διοργάνωση της Τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και τη συνεργασία του με την κορυφαία χορογράφο – χορεύτρια Πίνα Μπάους, για τον ίδιο, όπως αποκάλυψε, λειτούργησαν περισσότερο ως βάρος και αποπροσανατολιστικά παρά ως πραγματικό μοχλό ώθησης της καριέρας του: «Δυο φορές στη ζωή μου χρειάστηκε να απαντήσω θετικά σε κάτι επειδή θα το μετάνιωνα στο νεκροκρέβατό μου. Το πρώτο είναι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και το άλλο είναι η Πίνα Μπάους. Αυτά είναι θανατικές καταδίκες. Μου μιλάτε για την Πίνα Μπάους, ενώ έχω κάνει άλλα δεκαεπτά έργα. Και όλοι οι Έλληνες μου λένε “τι ωραία τα έργα σας, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την Ολυμπιάδα”. Αυτή είναι ευλογία μεν, καταδίκη δε» εξομολογήθηκε με περισσή ειλικρίνεια για να εξηγήσει αμέσως μετά: «Προϋποθέτουν ότι μου άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή καριέρα που απολαμβάνω τώρα. Σας ρωτώ: ονομάστε μου έναν από τους καλλιτέχνες που έκαναν τελετή έναρξης. Το αντίθετο μάλιστα. Το παγκόσμιο σύστημα σύγχρονης τέχνης σνομπάρει οποιονδήποτε ασχολείται με τόσο εμπορικά θέματα. Δεν μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία για να κάνω καριέρα. Δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Πριν είκοσι χρόνια που συνέβη αυτό, αλλά και πριν από είκοσι τρία χρόνια, που μου έγινε η πρόταση, δεν είχε καμία σχέση ο κόσμος της βιομηχανίας του θεάματος με το σύστημα στο οποίο εγώ δούλευα. Εκείνος ο κόσμος χρειάζεται πάντα καλλιτέχνες για να κάνουν τη δουλειά, που είναι κανονική κρατική προπαγάνδα. Κάθε κράτος πουλάει τον πολιτισμό του, είναι μια ευκαιρία να κάνει ένα διαφημιστικό σποτ για το τι θέλει να είναι στον κόσμο. Απόλυτα θεμιτό, αλλά είναι μόνο αυτό. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει μόνο καλλιτέχνης, αλλά τέχνη δεν είναι».