Ενα ιδιαίτερα ανησυχητικό μήνυμα για τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης της χώρας στέλνουν τα δύο «λουκέτα» στα εργοστάσια της υαλουργίας «Γιούλα» στο Αιγάλεω και της ΕΒΙΕΝ στη Θεσσαλονίκη και στο Κιλκίς που ανακοινώθηκαν με απόσταση λιγότερο της μιας εβδομάδας. Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, είχε προηγηθεί το 2023 το κλείσιμο ακόμη τεσσάρων εργοστασίων, αυτών της Tupperware στη Θήβα, της Reckitt Benckiser στο Βασιλικό Χαλκίδας και των μονάδων της Crown Can Hellas σε Πάτρα και Κόρινθο.
Θα κλείσει όμως εδώ η λίστα με τα «λουκέτα» βιομηχανικών μονάδων στην Ελλάδα ή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο κύκλο αποβιομηχάνισης με διακύβευμα ό,τι έχει απομείνει από την παραγωγική βάση της χώρας μετά τα απανωτά λουκέτα της δεκαετίας του ’80 και ’90 και του νεότερου κύματος της περιόδου 2008-2018, όπου σύμφωνα με στοιχεία της PwC υπολογίζεται ότι πάγωσαν οι τσιμινιέρες και κατέβηκαν οι διακόπτες σε 26.570 μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα της μεταποίησης, στέλνοντας στην ανεργία 160.000 εργαζομένους;
Οι εκτιμήσεις ανθρώπων του κλάδου της μεταποίησης και τα μηνύματα που έρχονται από την Ευρώπη, μόνο καθησυχαστικά δεν είναι. Τα πρόσφατα «λουκέτα» δείχνουν να είναι τα πρώτα θύματα στην Ελλάδα ενός «ιού» αποβιομηχάνισης που χτύπησε πολύ νωρίτερα τις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης με πρώτη την παραδοσιακά κραταιά Γερμανία.
Αλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο ελληνικές εταιρείες που κατέβασαν «ρολά» είναι μέλη πολυεθνικών ομίλων. Είναι κοινή η εκτίμηση στους κύκλους της εγχώριας βιομηχανίας ότι η απόφαση του πορτογαλικού ομίλου ΒΑ Vidro, που εξαγόρασε τη «Γιούλα» τo 2017, να σβήσει τους κλιβάνους του ιστορικού εργοστασίου στο Αιγάλεω έπειτα από 77 χρόνια λειτουργίας, αλλά και η απόφαση του αμερικανικού κολοσσού Sonoco Alcore να κλείσει τα εργοστάσια της Sonoco Hellas, όπως μετονομάστηκε η ΕΒΙΕΝ μετά την εξαγορά της το 1998, τελούν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που δεν βασίστηκε αποκλειστικά στα εγχώρια επιχειρηματικά δεδομένα, αλλά σε μια παγκόσμια θεώρηση του επιχειρείν.
Καταλύτης, πίσω από αυτή την εξέλιξη, όπως επισημαίνουν στην «Κ» εκπρόσωποι του κλάδου, είναι «η προβληματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ευρώπη αναφορικά με το περιβάλλον δραστηριοποίησης των βιομηχανιών της, το οποίο συνεχώς γίνεται πιο αποτρεπτικό για τις μεγάλες επιχειρήσεις και ιδίως τους πολυεθνικούς ομίλους».
Το ενεργειακό σοκ
Η πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης των δυσάρεστων αυτών εκτιμήσεων. Η βαριά, εξαγωγική και καινοτόμα βιομηχανία της Ευρώπης που στήριξε την οικονομική της ανάπτυξη τις πολλές τελευταίες δεκαετίες, παλεύει να συνέλθει από το ενεργειακό «σοκ» που της προκάλεσε το απότομο κατέβασμα της στρόφιγγας του φθηνού ρωσικού αερίου με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι τιμές ενέργειας εκτοξεύτηκαν σε δυσθεώρητα ύψη και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες από την πρώτη στιγμή εξέπεμψαν «SOS» προς τους ιθύνοντες της χάραξης πολιτικής στην Ε.Ε. καθώς έβλεπαν το «παγόβουνο» να έρχεται κατά πάνω τους και την «ορχήστρα» να συνεχίζει να παίζει αμέριμνα σε ρυθμούς «πράσινης μετάβασης».
Οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας και η πτώση της ζήτησης ανάγκασαν δεκάδες εργοστάσια σε ένα ευρύ φάσμα ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως γυαλιού, χάλυβα, αλουμινίου, ψευδαργύρου, λιπασμάτων και χημικών προϊόντων, να μειώσουν ή να σταματήσουν την παραγωγή τους, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε μαζικές απολύσεις. Το ένα δέκατο της παραγωγικής ικανότητας ακατέργαστου χάλυβα στην Ευρώπη έχει ήδη αδρανοποιηθεί. Ολα τα χυτήρια ψευδαργύρου έχουν περιορίσει την παραγωγή και ορισμένα έχουν κλείσει. Η μισή πρωτογενής παραγωγή αλουμινίου έχει επίσης κλείσει. Και στα λιπάσματα, το 70% των εργοστασίων έχει αδρανοποιηθεί.
Οι τιμές ενέργειας παρότι έχουν υποχωρήσει κινούνται ακόμη σε επίπεδα πέντε και έξι φορές πάνω από τις τιμές των ΗΠΑ, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει μπροστά της την αναμενόμενη αύξηση του κόστους του άνθρακα και τους στρατηγικούς στόχους της Ε.Ε. για την ενεργειακή μετάβαση που επιβαρύνουν σημαντικό το λειτουργικό της κόστος.
Στον αντίποδα, υπάρχει από τη μια μεριά η Κίνα που έχει πολύ πιο ελαστικό πλαίσιο λειτουργίας για τις βιομηχανίες και από την άλλη οι ΗΠΑ που έχουν διαμορφώσει ένα πολύ φιλικό και υποστηρικτικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις μέσω του IRA (Inflation Reduction Act) με κίνητρα που έχουν μαγνητίσει ήδη μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη λόγω του ανταγωνισμού από χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν επισημάνει με παρεμβάσεις τους στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα εκπρόσωποι όλων των ενεργοβόρων κλάδων, ζητώντας αντίστοιχα μέτρα στήριξης προκειμένου να ανακτήσει η Ευρώπη τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα και να ξαναγίνει ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις καθώς ήδη έχει ξεκινήσει ένα ρεύμα μετεγκατάστασης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το στοίχημα της Ευρώπης
Η τελευταία παρέμβαση έγινε στις 20 Φεβρουαρίου με την περίφημη Διακήρυξη της Αμβέρσας που υπέγραψαν 73 ηγέτες επιχειρήσεων από 20 βιομηχανικούς κλάδους και εκπρόσωποι βιομηχανικών συνδέσμων και παρουσίασαν στον Βέλγο πρωθυπουργό Αλεξάντερ ντε Κρόο και στην πρόεδρο της Ε.Ε. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Ο βιομηχανικός κόσμος της Ευρώπης με τη Διακήρυξη της Αμβέρσας έστειλε ένα σαφές μήνυμα στην Ευρώπη: Να στρέψει ξανά την προσοχή της στη βιομηχανία και να επιστρέψει στον ρεαλισμό να θέλει να επανακτήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα.
Αυτό θα είναι και το μεγάλο στοίχημα της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα προκύψει από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, γιατί πλέον έχει γίνει σαφές ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή Ευρώπη χωρίς ισχυρή βιομηχανία» και πρέπει να πάρει δραστικά μέτρα για τη διατήρηση της παραγωγικής της βάσης. Προς το παρόν, η Ευρώπη «κουνάει» το μαντίλι σε σειρά επιχειρήσεων που προτιμούν το «καρότο» των ΗΠΑ για να γίνουν πράσινες από τις τιμωρητέες πολιτικές της Ε.Ε.
Φυγή
Ο γερμανικός κολοσσός BASF ανοίγει νέο εργοστάσιο στην Κίνα και επενδύει στον εκσυγχρονισμό του βιομηχανικού του συγκροτήματος στην Chattanooga του Τενεσί. Στις ΗΠΑ κατευθύνουν τις επενδύσεις τους και οι κύριοι κατασκευαστές αυτοκινήτων της Γερμανίας, Volkswagen, BMW και Mercedes-Benz.
Η γερμανική Aurubis, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή βιομηχανία χυτηρίων χαλκού, ανακοίνωσε προ μηνών ότι θα επενδύσει 700 εκατ. δολάρια για να κτίσει χυτήριο στη Β. Αμερική. Προσφάτως, κολοσσοί όπως οι ExxonMobil, TotalEnergies, ArcelorMittal και Ineos προειδοποίησαν με κοινή ανακοίνωσή τους ότι η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης θα συνεχιστεί και ότι ενώ θέλουν να επενδύσουν σε νέες καθαρές τεχνολογίες, είναι τέτοια η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία που λειτουργεί απωθητικά, αναγκάζοντάς τους να στρέψουν αλλού το ενδιαφέρον.
«Βιώνουμε τη ραγδαία αποβιομηχάνιση της ευρωπαϊκής οικονομίας και ανησυχούμε», δήλωσε στους FT η Karen McKee, πρόεδρος του τμήματος Product Solutions της ExxonMobil, προσθέτοντας ότι «οι φιλόδοξοι κανονισμοί της Ευρώπης σχετικά με το κλίμα συνοδεύονται από βασανιστικά αργές και γραφειοκρατικές διαδικασίες για την αδειοδότηση και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση».
Ενδεικτικά αυτής της τάσης είναι τα στοιχεία για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες το διάστημα 2021-2022 μειώθηκαν κατά 15% στην Ευρώπη και αυξήθηκαν κατά 18% στις ΗΠΑ.
Χρειάζονται επειγόντως μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής
«Η αποχώρηση δύο πολυεθνικών από τη χώρα με το κλείσιμο των εργοστασίων τους είναι ένα ανησυχητικό μήνυμα, που έρχεται μαζί με τη γενική διαπίστωση ότι οδηγούμαστε στην αποβιομηχάνιση της Ευρώπης ελλείψει συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής.
Ειδικότερα για τη χώρα μας, εάν η ενεργειακή πολιτική για τις βιομηχανίες έντασης περιορίζεται στο “κάντε διμερή μακροχρόνια συμβόλαια με ΑΠΕ”, τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης Ενεργοβόρων Βιομηχανιών (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνης Κοντολέων, θίγοντας το πολύ σοβαρό ζήτημα του ενεργειακού κόστους. Για τις ελληνικές βιομηχανίες το ενεργειακό κόστος είναι διαχρονικά σημαντικά ακριβότερο από τις ΗΠΑ, την Κίνα αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια είναι κατά μέσον όρο 25% ακριβότερο από τις άλλες χώρες της Ε.Ε., αφού η κάθε χώρα-μέλος ακολουθεί διαφορετικά μοντέλα στήριξης της βιομηχανίας.
Οι προσπάθειες της ενεργοβόρου βιομηχανίας να μειώσουν το ενεργειακό κόστος με επενδύσεις σε αυτοπαραγωγή πέφτουν στο κενό, καθώς τα ηλεκτρικά δίκτυα δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Είναι ενδεικτική η περίπτωση της «Γιούλα», η οποία αν και επένδυσε στην αυτοπαραγωγή δεν μπόρεσε να συνδεθεί με το δίκτυο λόγω έλλειψης χωρητικότητας.
«Είναι επείγουσα ανάγκη η αναβάθμιση των δικτύων, ώστε να μπορούν περισσότερες επιχειρήσεις να συνδεθούν με δίκτυα ΑΠΕ και να έχουν χαμηλότερο κοστολόγιο με ενεργειακό μείγμα φιλικό προς το περιβάλλον. Σήμερα υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που θέλουν να χρησιμοποιήσουν ΑΠΕ αλλά δεν μπορούν γιατί δεν έχουν την αναγκαία χωρητικότητα τα υπάρχοντα δίκτυα», δηλώνει στην «Κ» η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) Λουκία Σαράντη. Εκτίμηση και της κ. Σαράντη είναι ότι τα πρόσφατα «λουκέτα» στα ελληνικά εργοστάσια συνδέονται με την αποβιομηχάνιση της Ευρώπης. «Ακριβώς επειδή υπάρχει τάση αποβιομηχάνισης σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, είναι κρίσιμο να υποστηριχθεί ουσιαστικά η βιομηχανία στην Ελλάδα, για να προσφέρει όσα μπορεί στην οικονομία και την κοινωνία μας.
Φυσικά, θα πρέπει και σε κοινοτικό επίπεδο να ληφθούν αποφάσεις και καλά σχεδιασμένα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. και θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται, και να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για την τόνωση και την προστασία της επιχειρηματικότητας και της βιομηχανίας εντός συνόρων», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η κατάσταση σήμερα, σύμφωνα με την ίδια, έχει εξομαλυνθεί αρκετά και αν γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις για την αναβάθμιση του δικτύου ηλεκτροδότησης για τη δυναμική είσοδο των ΑΠΕ, τότε θα επιτευχθεί μια μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία και φυσικά θα ενισχυθούν και οι ανταγωνιστικές δυνατότητες των βιομηχανιών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική βιομηχανία, σύμφωνα με την κ. Σαράντη, είναι οι τεράστιες ελλείψεις στο ανθρώπινο δυναμικό. «Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις –και όχι μόνο– δυσκολεύονται να βρουν και να προσελκύσουν το κατάλληλο προσωπικό. Για τον λόγο αυτό ο ΣΒΕ έχει αναθέσει στην Deloitte την εκπόνηση μιας ποιοτικής μελέτης, η οποία θα εντοπίζει τις αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος και θα προτείνει ουσιαστικές λύσεις», σημειώνει.