Εκτενή αναφορά στην αυριανή επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αγκυρα, προκειμένου να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν, κάνει το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu.
Το Anadolu περιγράφει το πρόγραμμα και την ατζέντα των συνομιλιών των δύο ηγετών, ενώ επισημαίνεται ότι επιχειρηματίες των δύο χωρών προγραμματίζεται να συναντηθούν υπό τη στέγη του νεοσύστατου «Μεικτού Επιχειρηματικού Συμβουλίου».
Όπως αναφέρεται, κατά την αυριανή επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη η συνέχιση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς, όπως η οικονομία, οι μεταφορές, η επιστήμη, η τεχνολογία, η γεωργία, ο τουρισμός και η υγεία.
Στη διάρκεια της επίσκεψης, σύμφωνα με το τουρκικό πρακτορείο, θα συζητηθεί επίσης η καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης καθώς και η συνεργασία σε αυτόν τον τομέα.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης έχει προγραμματιστεί να γίνει κοινή δήλωση από τον Πρόεδρο Ερντογάν και τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Μητσοτάκη «με τρόπο που θα αντικατοπτρίσει τη θετική τάση στις σχέσεις των δύο χωρών», αναφέρει το Anadolu.
Οι σχέσεις είχαν εισέλθει σε μια νέα εποχή
Το Anadolu αναφέρεται στην επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα στις 7 Δεκεμβρίου 2023, με αφορμή το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά την οποία «ξεκίνησε μια νέα εποχή στις σχέσεις» όπως αναφέρει.
Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επίσκεψης, οι δύο ηγέτες ο Ερντογάν και ο Έλληνας Πρωθυπουργός υπέγραψαν τη Διακήρυξη των Αθηνών για τις Φιλικές Σχέσεις και Καλή Γειτονία, όπου και οι δύο πλευρές δήλωσαν τη αποφασιστικότητά τους να προωθήσουν τις φιλικές σχέσεις, τον αμοιβαίο σεβασμό, την ειρηνική συνύπαρξη και κατανόηση καθώς και να επιλύσουν όλες τις μεταξύ τους διαφορές με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Από την επίσκεψη αυτή μέχρι και σήμερα, οι δύο πλευρές διατήρησαν τη δέσμευση που ανέλαβαν με τη Διακήρυξη, στοχεύοντας στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την κατάλληλη αντιμετώπιση των υφιστάμενων ζητημάτων, σύμφωνα με το περιεχόμενο και το πνεύμα της Διακήρυξης.
Τα δύο μέρη προσπάθησαν να ενισχύσουν τη θετική ατζέντα μέσω συνεχών και εποικοδομητικών διαβουλεύσεων που βασίζονται σε πυλώνες του «πολιτικού διαλόγου», του «ενισχυμένου κοινού σχεδίου δράσης και των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης».