Οι τρέχουσες εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία με την την εκλογή της Γκορντάνας Σιλιάνοφσκα στην προεδρία της χώρας και την εθνικιστική στροφή την οποία επιχειρεί κάνουν αναγκαία μία σύντομη ανασκόπηση της πρόσφατης ιστορίας της οικονομίας γειτονικής χώρας, η οποία γεννήθηκε το 1991 μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Εξαιρετικά ενημερωτική για το backround της πολιτικής πορείας που διαγράφεται στη γειτονική χώρα είναι η ετήσια έκθεση του Γραφείου των Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στα Σκόπια σε σχέση με τα βασικά δεδομένα της οικονομίας της Βόρειας Μακεδονίας από το 1991 μέχρι και σήμερα.
Ως νέα χώρα, εκτός από την αρχική σμίκρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τον υπερπληθωρισμό που κληρονόμησε, αντιμετώπισε, επιπροσθέτως, την εθνοτική κρίση του 2001, με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξή της.
Η τάση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 2000, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ανήλθε στο 4,5%. Η εθνοτική σύγκρουση του 2001 είχε, ωστόσο, ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας.
Το 2002 η οικονομία άρχισε να σημειώνει ανάκαμψη και αυτή η θετική τάση συνεχίσθηκε έως το 2008 (αν και με μείωση του ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με το 2007), οπόταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση.
Το 2010 η οικονομία επανήλθε σε θετική πορεία, ενώ εν τω μεταξύ είχε επιτευχθεί σταθεροποίηση του εμπορίου, με αύξηση τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών.
Το 2011 σημειώθηκε, επίσης, θετικός ρυθμός ανάπτυξης (αν και μικρότερος από το 2010), αλλά το 2012 έκλεισε με αρνητικό ρυθμό (-0,5%).
Το 2013 κατεγράφη εκ νέου θετικός ρυθμός ανάπτυξης 2,9%, ο οποίος συνεχίσθηκε το 2014 και 2015 κατά 3,6% και 3,9% αντίστοιχα.
Το 2016 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,8%, αλλά το 2017 οι συνέπειες της παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας έγιναν αισθητές στην οικονομία της χώρας, η οποία κατέγραψε την χαμηλότερη των τελευταίων 10 ετών ανάπτυξη, μόλις 1,1%.
Το 2018, η οικονομία της Βόρειας Μακεδονίας επανήλθε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 2,7%, ως αποτέλεσμα της επιτευχθείσας πολιτικής σταθερότητας, ενώ το 2019 το ΑΕΠ σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3,6%.
Η πανδημία έπληξε σημαντικά την οικονομία της χώρας το 2020 με αποτέλεσμα να καταγραφεί ύφεση της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ.
Η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιπτώσεων της πανδημίας έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη, ωστόσο, η εμφάνιση προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν επέτρεψαν την πλήρη ανάκαμψη στα προ του 2020 επίπεδα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βόρειας Μακεδονίας, το ΑΕΠ της χώρας παρουσίασε το 2021 αύξηση 4%, ανερχόμενο σε τρέχουσες τιμές στα 11,6 δισ. ευρώ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ραγδαία αύξηση των τιμών ενέργειας περιόρισαν τους ρυθμούς ανάπτυξης το 2022 στο 2,1% του ΑΕΠ, ποσοστό χαμηλό, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί το 2023 για να αυξηθεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας στο 3,6% το 2024.
Το διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να θέτει εμπόδια σε μια πιο εύρωστη ανάπτυξη ενώ δυσχαιρένει τις προσπάθειες της χώρας να τιθασεύσει τις πληθωριστικές πιέσεις που τον Δεκέμβριο του 2022 άγγιξαν το 20% ενώ σε ετήσιο επίπεδο ο πληθωρισμός έκλεισε στο 14,2%.
Για το 2023 οι προβλέψεις τοποθετούν τον πληθωρισμό μεταξύ 8% και 9%. Στο πλαίσιο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, η Κεντρική Τράπεζα της Βόρειας Μακεδονίας έχει προχωρήσει σε αλλεπάλληλες αυξήσεις βασικού επιτοκίου δανεισμού το οποίο διαμορφώνεται σήμερα στο 5,75% (από 1,25% στις αρχές του 2022) με στόχο τη διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού μακροπρόθεσμα.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν θετικές, αλλά οι κίνδυνοι εξακολουθούν. Στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Άνοιξη 2023) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι παρά την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία, η ενεργειακή κρίση μείωσε την ανάπτυξη και αύξησε τον πληθωρισμό στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών, συστέλλοντας τα δημοσιονομικά μεγέθη και αυξάνοντας το κόστος δανεισμού.
Τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων ηλεκτρικής ενέργειας και των αυξήσεων στους κατώτατους μισθούς (κατά 18%) έχουν μετριάσει σε κάποιο βαθμό τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 59,6% του ΑΕΠ το 2022 ενώ το πρωτογενές έλλειμμα παρέμεινε υψηλό (2,4% του ΑΕΠ) κυρίως εξαιτίας των επιδοτήσεων στην κρατική εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να καλυφθούν καταγεγραμμένες ζημιές. Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας απαιτούν συνέπεια και συνέχεια μεταρρυθμίσεων.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι πολιτικές πρωτοβουλίες πρέπει να επικεντρώνονται στην οικοδόμηση μιας ανθεκτικής οικονομίας σε μελλοντικούς εξωτερικούς κραδασμούς. Παράλληλα, απαιτείται ορθολογικότερο φορολογικό σύστημα με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών και ενεργειακή θωράκισης της χώρας.
Μείζον πρόβλημα: Η γιγάντια ανεργία
Ωστόσο, κατά την έκθεση, οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Βόρειας Μακεδονίας είναι θετικές ενώ οι πιστωτικοί κίνδυνοι περιορισμένοι, καθώς η χώρα εξασφάλισε χρηματοδότηση και για το 2023 (συνολικού ύψους περίπου 600 εκ. ευρώ) ενώ έχει ενταχθεί και στην προληπτική πιστοληπτική γραμμή του ΔΝΤ.
Επιπλέον, διαχρονικό πρόβλημα της οικονομίας της Βόρειας Μακεδονίας είναι η ανεργία η οποία, ωστόσο, απποκλιμακώνεται σταθερά την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, τα πρώτα έτη μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το ποσοστό ανεργίας γνώρισε μεγάλη αύξηση. Το 1997 ανήλθε στο 36%, ενώ σταδιακά μειώθηκε, στο 31% έως το 2012
Το 2013, για πρώτη φορά από την ανεξαρτησία της χώρας, το ποσοστό ανεργίας έπεσε κάτω του 30% (29%), ποσοστό που μειώθηκε περαιτέρω τα επόμενα χρόνια για να περιοριστεί στο 17,3% το 2019. Το 2020, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στον εργασιακό χώρο, το ποσοστό ανεργίας περιορίσθηκε εκ νέου και τελικά το 2021 η ανεργία συρρικνώθηκε περαιτέρω και ανήλθε στο 15,7%.
Η εικόνα συνέχισε να βελτιώνεται και το 2022 και πλέον η ανεργία ανέρχεται στο 14,4%. Πρόλαυτα, η Βόρεια Μακεδονία καταγράφει σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε οικονομικούς κλάδους παρά την υψηλή ανεργία λόγω αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και πραγματικών αναγκών της αγοράς.
Ιδιαίτερη αναφορά, τέλος, θα πρέπει να γίνει στην αυξητική πορεία των μισθών, καθώς από 3.783 δηνάρια το 1991, ο μέσος καθαρός μισθός δεκαπλασιάστηκε (σε ονομαστικές τιμές) μέσα σε 30 χρόνια, ανερχόμενος τον Μάρτιο του 2022 στα 34.925 δηνάρια (ήτοι περίπου σε 568,8 ευρώ με ισοτιμία 1 ευρώ = 61,4 δηνάρια) – παραμένει, ωστόσο, χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όσον αφορά στον κατώτατο μισθό, κατόπιν σχετικής συμφωνίας Κυβέρνησης και Ομοσπονδίας Συνδικάτων και εργοδοτών στις αρχές του 2022, αποφασίσθηκε αύξηση του κατώτατου καθαρού μισθού, από 15.200 δηνάρια σε 18.000 δηνάρια (300 ευρώ περίπου), αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 2022.
Το ποσό αυτό υποδηλώνει αύξηση του καθαρού μισθού των εργαζομένων κατά περίπου 50 ευρώ τον μήνα.
Η αύξηση του μισθού υπαγορεύθηκε από τις νέες συνθήκες αύξησης του κόστους διαβίωσης, εν τω μέσω της υγειονομικής (πανδημία), οικονομικής και ενεργειακής κρίσης.
Παρόλα αυτά, ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά εργασίας μένει να φανεί, καθώς οι εργοδότες, που θα καλύψουν την καθαρή αύξηση των μισθών, αναμένουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα από τους εργαζομένους, ενώ το μέτρο θα επηρεάσει τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, το εμπόριο, τη μεταποίηση και άλλους σημαντικούς κλάδους της χώρας εντάσεως εργασίας.
Ως προς τον μεσοπρόθεσμο μακροοικονομικό και δημοσιονομικό σχεδιασμό, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Οικονομικής Μεταρρύθμισης 2023-2025 περιλαμβάνονται μέτρα ενίσχυσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, εισάγοντας ανώτατα όρια δαπανών του προϋπολογισμού.
Οι κύριες προτεραιότητες του σχεδίου αφορούν στον ανασχεδιασμό του φορολογικού συστήματος, στην αύξηση της δικαιοσύνης στη φορολογία, στην αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας είσπραξης εσόδων, στην ενίσχυση της φορολογικής διαφάνειας, στην απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών και στη μείωση του διοικητικού φόρτου μέσω ψηφιακών υπηρεσιών, καθώς και στη καθιέρωση περιβαλλοντικής (πράσινης) φορολογίας, προκειμένου να παρακινηθούν οι φορολογούμενοι να συμβάλλουν, μέσω δασμών και τελών, στη μείωση των ρύπων. Κύριος στόχος της φορολογικής πολιτικής είναι η διασφάλιση βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης, προβλ έποντας έτσι νομική ασφάλεια των φορολογουμένων και είσπραξη φορολογικών εσόδων σε τακτική βάση.
Προγαμματίζονται ακόμα δράσεις για την εισαγωγή ευφυούς συστήματος μεταφορών κατά μήκος του Διαδρόμου Χ, εξορθολογισμός των πληρωμών υπέρ τρίτων (parafiscal payments), δημιουργία συστήματος πληροφοριών για τη διαχείριση των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και δημιουργία επιστημονικού/τεχνολογικού πάρκου. Παράλληλα, προβλέπεται η δημιουργία ενός υβριδικού πράσινου ταμείου για καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις πράσινου ή ψηφιακού προσανατολισμού, με πρόβλεψη να προσελκύσει περίπου 17 εκατ. ευρώ για επενδύσεις μέχρι το τέλος του 2023. Περαιτέρω, με στόχο τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου
Τέλος, αναφέρεται ότι, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της χώρας με την Ε.Ε. δύναται να παράσχουν κρίσιμη ώθηση για μεταρρυθμίσεις οδηγώντας σε υψηλότερες προσδοκίες ανάπτυξης της οικονομίας. Μεσοπρόθεσμα, η χώρα θα πρέπει να ενισχύσει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να στρέψει το ενδιαφέρον της στην επίλυση διαρθρωτικών προκλήσεων, όπως το χαμηλό και μειούμενο ανθρώπινο κεφάλαιο, το αδύναμο ρυθμιστικό πλαίσιο, η κακή πολιτική ανταγωνισμού, το δικαστικό σύστημα, η μείωση της παραγωγικότητας, η αυξανόμενη μετανάστευση, και η πράσινη ατζέντα. Η Κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να επανεξετάσει και να εξορθολογίσει την κρατική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, την αντιμετώπιση του χρέους (που ανήλθε συνολικά στο 81,4% του ΑΕΠ το 2021) και να παράσχει πιο στοχευμένη στήριξη στην εγχώρια οικονομία.
Επιπλέον, διαχρονικό πρόβλημα της οικονομίας της Βόρειας Μακεδονίας είναι η ανεργία η οποία, ωστόσο, απποκλιμακώνεται σταθερά την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, τα πρώτα έτη μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το ποσοστό ανεργίας γνώρισε μεγάλη αύξηση. Το 1997 ανήλθε στο 36%, ενώ σταδιακά μειώθηκε, στο 31%.
Περαιτέρω, με στόχο τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και της απασχόλησης, προβλέπονται μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, την ίδρυση περιφερειακών κέντρων επαγγελματικής εκπαίδευσης, στη βάση ευρωπαϊκών προτύπων όσον αφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και τη βελτίωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Μέχρι το 2024 προβλέπεται μείωση του αριθμού των άτυπων εργαζομένων (12,8% στο σύνολο των εργαζομένων, από 13,6% το 2020).
Το 2022, το ΑΕΠ της χώρας ανήλθε, σε τρέχουσες τιμές, σε περίπου 12,9 δισ. ευρώ (από περίπου 11,7 δισ. ευρώ το 2021) σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βόρειας Μακεδονίας. Σε βάθος δεκαετίας, το ποσοστό ανάπτυξης της χώρας είναι θετικό, με εξαίρεση το 2012 και το 2020 όπου παρουσίασε αρνητικούς ρυθμούς.
Η συνεισφορά των κλάδων
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία (προκαταρκτικά στοιχεία Στατιστικής Υπηρεσίας Βόρειας Μακεδονίας για το Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά προσέγγιση παραγωγής, τρέχουσες τιμές), η συμμετοχή των τομέων της οικονομίας στη σύνθεση του ΑΕΠ διαμορφώνεται ως ακολούθως:
- Γεωργία, δασοκομία και αλιεία: 8,1% (από 7,2% το 2021).
- Ορυχεία και λατομεία – Μεταποιητική βιομηχανία – Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού
- Ύδρευση – Δραστηριότητες αποχέτευσης, διαχείρισης αποβλήτων και αποκατάστασης: 17,4% (16,9% το 2021). Μεταποίηση: 13,5% (από 12,6% το 2021).
- Κατασκευές: 5,5% (από 5,4% το 20201). Χονδρικό και λιανικό εμπόριο – Επισκευές μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών – Μεταφορές και αποθήκευση – Δραστηριότητες στέγασης και παροχής υπηρεσιών τροφίμων: 22% (από 19,3% το 2021).
- Πληροφορική και επικοινωνίες: 4,2% (από 4,3% το 2021) .
- Χρηματοπιστωτικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες: 2,9% (από 3,1% το 2021). Κτηματομεσιτικές υπηρεσίες: 10,6% (στο 10,5% το 2021).
- Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες – Δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτών υπηρεσιών: 4% (4% και το 2021). Δημόσια διοίκηση και άμυνα – υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση
- Εκπαίδευση – Δραστηριότητες στον τομέα της ανθρώπινης υγείας και της κοινωνικής εργασίας: 12,3% (από 12,9% το 2021).
- Τέχνες, ψυχαγωγία και αναψυχή – Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών – Δραστηριότητες των νοικοκυριών ως εργοδοτών – αδιαφοροποίητες δραστηριότητες παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών των νοικοκυριών για ιδία χρήση: 2,9% (από 2,8% το 2021).
Σημειώνεται ότι το 2022 οι φόροι επί των προϊόντων εκτιμώνται στο 10,7% του ΑΕΠ (από 13,8% το 2021), ενώ οι καθαροί φόροι επί των προϊόντων στο 10,1% (από 13,5% το 2021).
Τη ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας αποτελούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία για τη δομή των ενεργών επιχειρηματικών οντοτήτων ανάλογα με τον αριθμό των απασχολουμένων δείχνουν ότι, από τις συνολικά 72.922 επιχειρήσεις (31.12.2021), το υψηλότερο ποσοστό της τάξης του 81,9% ανήκει σε επιχειρηματικές οντότητες (59.796) με 1-9 απασχολούμενους.
Ακολουθούν επιχειρήσεις χωρίς απασχολούμενους ή με ανεξακρίβωτο αριθμό απασχολουμένων (χωρίς στοιχεία για απασχολούμενους) σε ποσοστό 8,2% (5.980), και επιχειρήσεις με 10-49 άτομα σε ποσοστό 7,5% (5.488).
Το ποσοστό των επιχειρήσεων με 50-249 απασχολούμενους ήταν 1,95% (1.424) ενώ οι επιχειρήσεις με 250 ή περισσότερους απασχολουμένους ήταν μόλις 0,3% (234). Σύμφωνα με τα τλευταία διαθέσιμα στοιχεία της Κρατικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο αριθμός των ενεργών επιχειρηματικών οντοτήτων στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας το 2021 μειώθηκε κατά 0,2% σύγκριση με το 2020.
Ο αριθμός των ενεργών επιχειρηματικών οντοτήτων μειώθηκε περισσότερο στις κατηγορίες «Μεταφορές και αποθήκευση» (2% ή 94 οντότητες) και «Γεωργία, δασοκομία και αλιεία» (2% ή 51 οντότητες).
Το 2021, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η κατηγορία «Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού» κατέγραψε αύξηση 12% στον αριθμό των επιχειρηματικών οντοτήτων (7 επιπλέον σε σύγκριση με το 2020), ενώ η κατηγορία «Πληροφορική και επικοινωνίες» κατέγραψε αύξηση 6% (130 επιπλέον οντότητες σε σύγκριση με το 2020).
Σημειώνεται ότι το 1992, δηλαδή την περίοδο αμέσως μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στον βιομηχανικό τομέα αντιστοιχούσε άνω του ενός τρίτου του συνολικού ΑΕΠ. Έκτοτε, ωστόσο, όπως διαπιστώνει κανείς και από τα ως άνω ποσοστά, η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ περιορίσθηκε σημαντικά. Ο εν λόγω τομέας κυριαρχείται από τη μεταλλοβιομηχανία (σιδήρου και χάλυβα), την κλωστοϋφαντουργία και την εξόρυξη ορυκτών και μετάλλων