Η μεταστροφή του Σαύλου στον χριστιανισμό και η αναγωγή του σε Παύλο, πρώην διώκτη και μετέπειτα Απόστολο του Ιησού Χριστού στα έθνη, συντελέστηκε μέσω του θαυμαστού οράματος, στο οποίο ο Παύλος μετέσχε των ακτίστων ενεργειών του Θεού, στην πορεία του στον δρόμο προς την Δαμασκό. Παρομοίως, ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο το οποίο μετεστράφη στον χριστιανισμό και ήταν μάλιστα εκείνο που τού έδωσε την ώθηση να γίνει γνωστή θρησκεία στα πέρατα της οικουμένης –του τότε γνωστού κόσμου- ήταν ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο επονομαζόμενος Μέγας. Ο σοφός αυτός άνθρωπος, κατάλαβε πόσο αναγκαίο ήταν το μέτρο της ανεξιθρησκείας σε μια αχανή, πολυπολιτισμική αυτοκρατορία, που έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσει την ενότητα της.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, συντελέστηκε μια κοσμοϊστορική νίκη, τόσο πολιτικοκοινωνική, όσο βεβαίως και θρησκευτική. Ιδιαιτέρως δε, για την χριστιανική πίστη, η οποία άρχισε να αναγνωρίζεται πλέον ως νέα θρησκεία, να μην αντιμετωπίζεται ως δεισιδαιμονία ή ιουδαϊκή αίρεση και να μην διώκεται. Μπόρεσε έτσι ο χριστιανισμός να δημιουργήσει τις συνθήκες για την μετέπειτα ανάπτυξη και καθιέρωση του χριστιανικού πολιτισμού, της αρχιτεκτονικής, της λειτουργικής και λατρευτικής του παράδοσης, την γραμματεία, και την αποσαφήνιση των δογματικών αληθειών, τα σύμβολα και όλα όσα έδωσαν στην χριστιανική πίστη, στο πέρασμα των χρόνων, τον χαρακτήρα που έχει.
Όπως συνέβη με τον Απόστολο Παύλο, έτσι ακριβώς και ο Κωνσταντίνος, είχε ανάλογη εμπειρία οράματος. Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο Παύλος, γνώριζε για τον χριστιανισμό, αλλά δεν μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ποιες διεργασίες γίνονταν στην ψυχοσύνθεση του σχετικά με τη νέα αυτή θρησκεία. Σίγουρα όμως, η πίστη του αυτοκράτορα θεμελιώθηκε επάνω στο όραμα «εν τούτω νίκα». Αναλογίες με το όραμα «εν τούτω νίκα» και με την παρότρυνση προς τούς χριστιανούς να προσεύχονται για τον αυτοκράτορα, ως κατέχοντα την εξουσία εκ Θεού, (ακόμη κι αν εκείνος δεν ήταν χριστιανός), συναντούμε και στον Απόστολο Παύλο (βλ. Α’ Τιμ. 2, 1-2 και Πρξ. 22, 6 & 26, 12-13˙ πρβλ. 9,3). Τόσο το όραμα του Παύλου, όσο και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έλαβαν χώρα μεσημεριανή ώρα, ενώ υπήρχαν μάρτυρες των γεγονότων. Στον Παύλο, μάρτυρες ήσαν οι συνταξιδιώτες του, ενώ στον Κωνσταντίνο, οι στρατιώτες του.
Με διαφορετικό τρόπο γίνονται κοινωνοί της Θείας Χάριτος οι δύο άνδρες. Ο Απόστολος άκουσε την φωνή του Ιησού, ενώ ο αυτοκράτορας είδε τον Σταυρό στον ουρανό. Ο ιστορικός Λακτάντιος δεν αναφέρεται σε όραμα, αλλά όνειρο του αυτοκράτορος, τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 312, πριν την νίκη του επί του Μαξεντίου. (Lactantius, De mortibus persecutorum, 44, 5). Για τον Ευσέβιο, η μεταστροφή του, ήρθε ως επιστέγασμα ενός χρονίζοντος προβληματισμού, ο οποίος δεν μπορεί να διερευνηθεί ασχέτως προς την ήδη υπάρχουσα αποστασιοποίηση του πατρός του, Κωνσταντίνου Χλωρού, από την ειδωλολατρία. Ο Ευσέβιος δεν αναφέρεται στο πότε συνέβη το όραμα του Κωνσταντίνου (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, 28, 2 & 30, 9). Από τον 5ο αι. κι έπειτα, αρχίζει να ταυτίζεται με την νίκη επί του Μαξεντίου στις 28 Οκτωβρίου 312 (Σωζομενός, Ρουφίνος, Φιλοστόργιος).
Κατά τον Peter Weiss, το όραμα του Κωνσταντίνου, είχε ήδη συμβεί την άνοιξη του 310, όταν επέστρεφε στην Ρώμη και σταμάτησε σε κάποιο ιερό του Απόλλωνος, στον Ρήνο. Εκεί είδε τον θεό Ήλιο, μαζί με την θεά Νίκη. Ο θεός του χάρισε τα νικηφόρα στέφανα και του υποσχέθηκε πολυετή κοσμική εξουσία. Αυτό μάλιστα συνέβη μεσημέρι και οι στρατιώτες του, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Ο τόπος του οράματος, λέγεται πως ήταν ο ναός του Απόλλωνος στο Grand της Γαλατίας. (Panegyrici Latini 6 [7]). Το όραμα του Κωνσταντίνου, θα μπορούσε κατά τον Peter Weiss, να είναι η εμφάνιση ενός ατμοσφαιρικού φαινομένου, που ονομάζεται «φωτοστέφανο» (Halo). Μπορεί να παρατηρηθεί διά γυμνού οφθαλμού, σαν ένας μεγάλος σταυρός γύρω από τον ήλιο.
Ας κάνουμε στο σημείο αυτό, μια νύξη στην προσευχή για τον αυτοκράτορα, που προαναφέραμε. Από το τέλος του 1ου αι. στα κείμενα των απολογητών (Κυπριανός, Τερτυλλιανός, Ιουστίνος κ.λπ.) αλλά και στα μαρτυρολόγια, γίνεται λόγος για την υποχρέωση των χριστιανών να προσεύχονται για τον αυτοκράτορα. Κατά τον Παύλο, η προσευχή αυτή, γινόταν για να «κυλάει η ζωή μας ήρεμα και γαλήνια, με κάθε ευπρέπεια και σεμνότητα». (Α’ Τιμ. 2, 2). Στο διάταγμα των Μεδιολάνων, υμνείται η θρησκευτική ειρήνη, διότι «ταιριάζει στην ηρεμία των καιρών μας, το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος, μπορεί ελεύθερα να ακολουθεί την θρησκεία που θέλει». Αυτήν τη νέα εποχή, προπαγανδίζει ένα νέο νόμισμα, στο οποίο αναπαριστάται ο Μ. Κωνσταντίνος στην μια όψη και στην άλλη ένας βωμός γύρω από τον οποίο αναγράφονται οι λέξεις «μακάρια γαλήνη». Ακόμη, ο Κωνσταντίνος, στα 315, επέτρεψε να τον τιμήσουν στην αψίδα θριάμβου της Ρωμαϊκής Αγοράς (Forum Romanum), ως θεμελιωτή της Ειρήνης (Fundator Quietis).
Φαίνεται από τα παραπάνω, πως ο Μ. Κωνσταντίνος, προσπάθησε να συμβιβάσει την εθνική θρησκεία με την χριστιανική, προβάλλοντας το πρόσωπο του αυτοκράτορος ως κοινό τόπο εφαρμογής της αληθινής θρησκευτικής ειρήνης. Ίσως μάλιστα, ο σκοπός του, όπως θεωρείται επί τη βάσει των γεγονότων στη ζωή του, με αποκορύφωμα την βάπτισή του, λίγο πριν επέλθει ο θάνατός του, να ήταν η σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης και πλέον διαδεδομένης θρησκείας. Σίγουρα, οι ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου ήσαν πολιτικά ορθές και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα τού Κράτους. Και βεβαίως έθεσαν τα ορθολογιστικά εκείνα θεμέλια, τα πολύ αναγκαία ωστόσο, επάνω στα οποία θα κτιζόταν η πίστη και με τη σειρά της θα άνθιζε πνευματικά.
Ο θεός Ήλιος, ο Απόλλων, στην σκέψη του Κωνσταντίνου αλλά και των πρώτων χριστιανών, προτύπωνε ή και ταυτιζόταν με τον Ιησού Χριστό, τον Θεό του φωτός, της καλοσύνης και της γαλήνης. Στα έργα των φιλοσόφων μάλιστα, ο ήλιος, το φως, σηματοδοτεί το ‘’αγαθόν’’. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε ο χριστιανός που προήρχετο από τον εθνικό κόσμο, να κατανοήσει το χριστιανικό υπόβαθρο ως συγγενές με όσα ήδη γνώριζε.
Ο Μ. Κωνσταντίνος καθιέρωσε την αργία της Κυριακής και την ανήγαγε σε ημέρα λατρείας (dies solis). H παύλεια θεολογία ήταν εκείνη που επηρρέασε τον αυτοκράτορα σε μεγάλο βαθμό, μιας και ο Παύλος είχε εκείνη την θαυμαστή εμπειρία του οράματος όπως και ο Κωνσταντίνος. Έτσι, μετά το «εν τούτω νίκα», του 310, ο αυτοκράτορας ήρθε κοντά στη νέα θρησκεία και κατανόησε εις βάθος το νόημα του οράματός του, σε αντιπαραβολή με εκείνο του Αποστόλου των εθνών. Κατά τον Werner Eck, οι επίσκοποι που βρίσκονταν κοντά στον αυτοκράτορα στην δίκη κατά των δονατιστών, το 313, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, όσον αφορά στην διδασκαλία του χριστιανισμού σε εκείνον. Αυτοί ήσαν οι Ρετίκιος Αουτούνου, Μαρίνος Αρελάτης και Ματέρνος της Κολωνίας.