Υιοθετούμε μία από τις αυστηρότερες κλίμακες στην Ευρώπη για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, αλλά καταλήγουμε οι ανώτατοι συντελεστές να αφορούν τελικώς μόλις 155.000 ή το 1,75% του συνόλου. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές «θρέφουν» τη… δημιουργικότητα στην αποφυγή φόρων. Αρκεί να σημειωθεί ότι από τα 16,5 δισ. ευρώ που δηλώνουν οι «πλουσιότεροι» (βάσει εφορίας) Ελληνες, πάνω από τα μισά προκύπτουν από μερίσματα ή αξιοποίηση ακινήτων, που σημαίνει ότι φορολογούνται αυτοτελώς με ευνοϊκότερους συντελεστές.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η «αυστηρότητα» της φορολογικής κλίμακας στην Ελλάδα δεν έγκειται τόσο στο ύψος του φορολογικού συντελεστή, ο οποίος φτάνει στο 44% (και άλλες χώρες έχουν ανάλογους συντελεστές) όσο στο όριο εφαρμογής του. Οι 40.000 ευρώ (σ.σ. πάνω από αυτό το όριο εφαρμόζεται το 44%) αντιστοιχούν στο 169% του μέσου μεικτού εισοδήματος, που είναι 23.536 ευρώ. Στην Πορτογαλία ο συντελεστής είναι μεν στο 48%, αλλά εφαρμόζεται από τις 78.800 ευρώ και άνω, που αντιστοιχούν στο 232% του μέσου εισοδήματος, ενώ στη Γαλλία το 45% εφαρμόζεται από τις 177.000 ευρώ και άνω, όταν το μέσο εισόδημα είναι 43.438 ευρώ.
Η «αυστηρότητα» ωθεί τους φορολογουμένους στο να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, κάτι που και στην Ελλάδα αποδεικνύεται περίτρανα στην πράξη. Για παράδειγμα, μισθωτοί ή συνταξιούχοι είναι ταυτόχρονα και μέτοχοι εταιρειών για να λαμβάνουν τον κύριο όγκο των εισοδημάτων τους από μερίσματα. Ιδιοκτήτες ακινήτων εξαντλούν τα όρια του χαμηλού συντελεστή για τα ενοίκια (15%) και μετά καταφεύγουν ή σε «σπάσιμο» του εισοδήματος σε περισσότερα συγγενικά πρόσωπα ή σε συστάσεις εταιρειών για να εφαρμοστεί ο χαμηλότερος συντελεστής των προσωπικών και ατομικών εταιρειών. Μέχρι και οι μισθωτοί καταφεύγουν σε συμφωνίες για παροχές σε είδος, ώστε να μην κατατάσσονται στον υψηλό συντελεστή.
Σε πόσους όμως εφαρμόζονται σήμερα οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία;
Από το σύνολο των περίπου 8,87 εκατ. φυσικών προσώπων, εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ έχουν 154.256 άτομα. Μάλιστα, παρά την κατακόρυφη αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων κατά την τελευταία 4ετία (σ.σ. από το 2020 μέχρι το 2023 τα δηλωθέντα εισοδήματα έχουν αυξηθεί κατά 15 δισ. ευρώ ή από τα 78 δισ. ευρώ στα περίπου 93 δισ. ευρώ), ο αριθμός των φορολογουμένων που δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα αυξάνεται μεν, αλλά μόλις κατά μερικές δεκάδες χιλιάδες. Αρκεί να σημειωθεί ότι στις φορολογικές δηλώσεις του 2020 (σ.σ. εισοδήματα του 2019) όταν όλοι οι φορολογούμενοι μοιράστηκαν εισοδήματα 78,35 δισ. ευρώ, οι έχοντες ατομικό εισόδημα άνω των 42.000 ευρώ ήταν 103.620. Στις φορολογικές δηλώσεις του 2023, με το συνολικό δηλωθέν εισόδημα στα 91,67 δισ. ευρώ, είχαμε αύξηση του αριθμού στους 154.246 φορολογουμένους.
Οι… τολμηροί
Ποιοι είναι οι… τολμηροί που καταλήγουν να φορολογούνται για ένα μέρος του εισοδήματός τους με τον ανώτατο συντελεστή της φορολογικής κλίμακας; Σε ένα σύνολο 6.020.859 φορολογουμένων με βασική πηγή εισοδήματος τον μισθό ή τη σύνταξη, το όριο των 42.000 ευρώ ατομικού εισοδήματος ξεπερνούν 122.841 άτομα. Δηλώνουν συνολικά 13,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 7 δισ. είναι από μισθούς ή συντάξεις. Τα υπόλοιπα 6,2 δισ. ευρώ προέρχονται:
1. Από ενοίκια, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται στα 903 εκατ. ευρώ και να φορολογείται με διαφορετική κλίμακα.
2. Από μερίσματα, τόκους κ.λπ. Το ποσό φτάνει τα 4,79 δισ. ευρώ και φορολογείται αυτοτελώς.
3. Επιχειρηματική δραστηριότητα (σ.σ. ατομικές επιχειρήσεις κ.λπ.), με το ποσό όμως να μην ξεπερνάει τα 493 εκατ. ευρώ. Το εισόδημα από ατομικές επιχειρήσεις προστίθεται στη φορολογική κλίμακα.
Εκτός από τους κατά βάση μισθωτούς, έχουμε και 31.405 άτομα με ατομικό εισόδημα άνω των 42.000 ευρώ που μοιράζονται 3,2 δισ. ευρώ από άλλες πηγές, χωρίς να εισπράττουν ούτε ένα ευρώ από μισθό ή σύνταξη. Αυτοί δηλώνουν 434 εκατ. ευρώ από ενοίκια (φορολογούνται με ξεχωριστή κλίμακα όπως προαναφέρθηκε) περίπου 1,4 δισ. ευρώ από μερίσματα και τόκους και 1,3 δισ. ευρώ από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από ενοίκια, ο ανώτατος συντελεστής έχει οριστεί στο 45% και εφαρμόζεται εφόσον το εισόδημα αποκλειστικά από ενοίκια υπερβαίνει το ποσό των 35.000 ευρώ τον χρόνο. Τα στοιχεία των περυσινών φορολογικών δηλώσεων δείχνουν όμως ότι το 91,4% των ιδιοκτητών εμφανίζει εισοδήματα από ενοίκια στο όριο του χαμηλού συντελεστή (έως 12.000 ευρώ τον χρόνο με συντελεστή 15%), ένα πρόσθετο 7,6% υπερβαίνει μεν τις 12.000 ευρώ αλλά συγκρατείται κάτω από 35.000 ευρώ και μένει ο ένας στους 100 για να καταλήγει να φορολογείται με τον ανώτατο συντελεστή.
Μιλάμε ουσιαστικά για 16.000 ιδιοκτήτες για τους οποίους ισχύει ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής. Στις φορολογικές δηλώσεις του 2020 είχαν δηλωθεί εισοδήματα από ενοίκια ύψους 6,77 δισ. ευρώ. Με τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή, όμως, είχαν φορολογηθεί περίπου 12.885 σε σύνολο 1,6 εκατ., που εμφάνιζαν τότε εισοδήματα από μισθώματα. Μέσα λοιπόν στην 4ετία της έκρηξης των τιμών των ακινήτων και των εισοδημάτων από μισθώματα, εκτός του ότι καταγράφεται πολύ μικρή συνολική αύξηση της φορολογητέας ύλης, προκύπτει και ότι μόλις 3.000 ιδιοκτήτες μεταφέρθηκαν στον ανώτατο φορολογικό συντελεστή.
Τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων αποτυπώνουν ότι όχι μόνο είναι ελάχιστοι οι «πλούσιοι», αλλά έχουν και τον τρόπο να σπάνε τα εισοδήματά τους ώστε να μη φορολογούνται με τους ανώτατους ονομαστικούς συντελεστές που προβλέπει η νομοθεσία.
Η «ελαστικότητα» αποδίδει
Τα τελευταία χρόνια έγιναν απόπειρες να δοκιμαστεί η λεγόμενη «ελαστικότητα» (δηλαδή να μειωθούν οι φόροι ώστε να αυξηθεί η φορολογητέα ύλη) και τα αποτελέσματα ήταν τα εξής:
2. Η κατάργηση της περικοπής της σύνταξης κατά 30% αύξησε ήδη τους εργαζομένους συνταξιούχους σε πάνω από 82.000, όταν δηλώνονταν μόλις 27.000 με το προηγούμενο καθεστώς.