Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών επιστημονικών ερευνών, περίπου το 46% των ανθρώπων δηλώνουν ότι «αισθάνονται μόνοι» και ότι «κανείς δεν τους καταλαβαίνει». Το πιο ανησυχητικό είναι πως, στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωποι αυτοί είναι 18 έως 45 ετών και το πολύ πιο ανησυχητικό είναι ότι, οι περισσότεροι από αυτούς εντοπίζονται στο ηλικιακό φάσμα 18 έως 30 ετών.Δηλαδή σε αυτό που αποκαλούμε «μέλλον της ανθρωπότητας».
Ο συνωμοσιολόγοι μιλούν για «σχέδιο», για «μεθοδευμένη αποξένωση των ανθρώπων μέσω της τεχνολογίας» και αναρωτιέμαι, μήπως τελικά είμαστε ανόητοι που διεκπεραιώνουν την ζωή αντί να την ζουν; Μήπως γίναμε κυνηγοί μαγισσών και ανύπαρκτων «δαιμόνων»;
Αν αφαιρέσει κανείς την συμμετρία του «μαζί» από την αντίληψή του, τότε δίνει τα κλειδιά της ζωής του στην ασυμμετρία της ταχύτητας του χρόνου. Όσο περισσότερο αυτοαναφορικοί γινόμαστε, τόσο λιγότερο σημαντικό θεωρούμε το «μαζί». Η εικονικότητα υποκαθιστά την πραγματικότητα και όταν σβήνουν τα φώτα σβήνει και η αίσθηση της συνύπαρξης.
Αν βλέπεις κόσμους ολόκληρους από μια οθόνη και αντί να σηκώσεις το τηλέφωνο να βρεις παρέα να σχεδιάσεις πως να τους ταξιδέψετε μαζί, να φωτογραφίζετε με τα smartphones μαζί, να χορεύετε με bluetooth ηχεία μαζί, να μοιράζεστε με τους υπόλοιπους φίλους σας όλες τις εμπειρίες μέσα από τα social, “μαζί” τότε κάτι κάνεις πολύ λάθος φίλε μου.
Οι ανάγκες της ζωής και η πολύωρη εργασία
Δεν είναι η τεχνολογία το πρόβλημα. Δεν είναι οι ανάγκες της ζωής και η πολύωρη εργασία που σε απομονώνουν. Ούτε καν η -συνήθως παροδική-φτώχεια. Γιατί, όπως έλεγε και ο Ωνάσης που ξεκίνησε μόνος και φτωχός, «το πρόβλημα δεν είναι να είσαι φτωχός στην τσέπη, αυτό λύνεται. Το πρόβλημα είναι να είσαι φτωχός στο μυαλό, αυτό δεν λύνεται».
Διάβασε αυτή την προσωπική μαρτυρία που συνέλεξα από κάποιον πολύ επιτυχημένο. «Αφού διένυσα μια μεγάλη απόσταση γεμάτη αυτάρκεια, ξέχασα πως είναι να ανήκεις κάπου. Βίωσα την αίσθηση του “μη ανήκειν”. Πιστεύω ότι αυτό που ζω δεν είναι κατάθλιψη. Είναι η αίσθηση του “μη ανήκειν”. Δεν έχω να με κάνω κάτι συγκεκριμένο. Με βασανίζει να βρω περιθώρια αυτοβελτίωσης για να προχωρήσω. Ακόμα και αν τα βρω, όμως, τι να την κάνω την επόμενη εκδοχή μου; Αυτό το ερώτημα με βασανίζει διαρκώς και, κάπως έτσι, διολισθαίνω σε μια ζωή που, απλά, διεξάγεται. Είναι τρομακτικό να φθάνεις σε σημείο να μην έχεις τι να σε κάνεις. Να σε νομίζουν πρότυπο και να γυρνάς σε άδειο σπίτι. Να έχεις χιλιάδες επαφές στο τηλέφωνο και να μην ξέρεις στ’ αλήθεια μια που να την καλέσεις για να φωτίσει το μέσα σου».
Ας αφήσουμε τις δικαιολογίες. Ας κάνουμε το πρώτο βήμα. Ας ξανασυστηθούμε όλοι με όλους. Κάνοντας εμείς το πρώτο βήμα, για να βρουν τα παιδιά παράδειγμα και οι νέοι ελπίδα. Αυτό τον κόσμο, είτε εμείς θα τον κερδίσουμε, είτε αυτός θα μας προσπεράσει.
*Ο Γιώργος Κ. Παναγιώτοπουλος είναι storyteller