Ξανθιές, μαύρες, Ales, Lagers, Pilsner, Weiss. Ο,τι τραβά η ψυχή, ή καλύτερα το… λαρύγγι του καθενός, μπορεί να το βρει. Σχεδόν κάθε περιοχή της Ελλάδας έχει τη δική της μικροζυθοποιία, με τους παραγωγούς μπίρας να βοηθούνται από την έκρηξη του τουρισμού, αλλά και το… καλοκαίρι, που ανοίγουν την όρεξη για μια (ή παραπάνω) μπίρα. Σε μπιραρίες, εστιατόρια, αλλά και στα ράφια των σούπερ μάρκετ εμφανίζονται νέες ετικέτες, οι οποίες απευθύνονται όχι μόνο στους «ψαγμένους», αλλά και σε αυτούς που θέλουν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό, να πειραματιστούν γευστικά.
Η αγορά σε λίτρα
Και ποιοι τις φτιάχνουν αυτές τις μπίρες; Το μωσαϊκό των μικροζυθοποιών, είτε βράζουν τις μπίρες τους σε άλλες ζυθοποιίες είτε έχουν δικούς τους χώρους, είναι τεράστιο: από παλιούς οινοποιούς σε χομπίστες, από καθηγητές πανεπιστημίων (ελληνικών και ξένων) μέχρι τυροκόμους, τυπογράφους, τοπογράφους, παραγωγούς γάλακτος, παλιούς ολυμπιονίκες ακόμη και εφοπλιστές, όλοι ψάχνουν το… μυστικό στον αφρό της craft μπίρας.
Τα καταφέρνουν; Η απάντηση είναι διπλή. Και ναι, και όχι. Το μερίδιο που καταλαμβάνουν από την αγορά της μπίρας δεν ξεπερνά το 5,7% (σύμφωνα με στοιχεία της NielsenIQ και του newmoney.gr για το 2023, βάσει των οποίων το 88,7% καρπώνονται οι 4 μεγάλοι παραγωγοί, Αθηναϊκή Ζυθοποιία, Ολυμπιακή Ζυθοποιία, ΕΖΑ, Βεργίνα και ένα 5,6% τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας). Από την άλλη, η αγορά αυτή καθαυτή μεγαλώνει εντυπωσιακά κάθε χρόνο, καθιστώντας την Ελλάδα την 8η μεγαλύτερη παραγωγό μπίρας στην Ε.Ε. των 18 κρατών-μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και δημιουργώντας ελπίδες στους μικροζυθοποιούς ότι κάποια στιγμή θα γίνουν «μεγάλοι». Αν και δεν είναι πάντα αυτός ο σκοπός, όσο η παρουσίαση ενός προϊόντος που φτιάχνεται με μεράκι. Σε… χρήμα, η αγορά μπίρας στην Ελλάδα εκτιμά ότι φέτος ξεπερνά τα 600 εκατ. ευρώ.
Και κάπως έτσι, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (της Eurostat), το 2022 η παραγωγή μπίρας στην Ελλάδα έφτασε τα 565,34 εκατομμύρια λίτρα, από 400,22 εκατομμύρια λίτρα το 2021, καταγράφοντας αύξηση περίπου 41%. Εδώ υπάρχουν δύο παρατηρήσεις τις οποίες μπορεί να κάνει κάποιος. Η πρώτη αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς -ιδιαίτερα εάν συνυπολογίσουμε ότι το 2019 η χώρα μας παρήγαγε 397,69 εκατομμύρια λίτρα μπίρας- και η δεύτερη ότι τα στοιχεία είναι μετριοπαθή. Η παραγωγή και κατανάλωση μπίρας στην Ελλάδα έχει κινητήρια δύναμη την τουριστική κίνηση, η οποία το 2022 ήταν ακόµη περιορισµένη λόγω των µέτρων για την πανδημία.
Πάντως το «ρεύμα» που έχει η αγορά χειροποίητης μπίρας στην Ελλάδα έχουν διαγνώσει από νωρίς οι «μεγάλοι». Γι’ αυτόν τον λόγο, για παράδειγμα, εδώ και περίπου μία επταετία η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κυκλοφορεί την μπίρα Μάμος. Είναι και ένας τίτλος τιμής στον Ζακυνθινό Λορέντζο Μάμο, ο οποίος το μακρινό 1876 ίδρυσε και λειτούργησε στην Πάτρα το πρώτο (χειροκίνητο) ζυθοποιείο-ζυθοπωλείο στη χώρα μας.
Ο ελληνικός ζύθος
Η μικροζυθοποιία, βέβαια, εξελίχθηκε στην Ελλάδα τα (πολύ) τελευταία χρόνια της δεκαετούς κρίσης, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος όχι μόνο από την άνθηση του τουρισμού, αλλά και από την αυξανόμενη τάση του κοινού να στηρίζει ελληνικές επιχειρήσεις. Με την κουλτούρα της χειροποίητης, περιορισμένης και ελεγχόμενης παραγωγής είχε συστήσει βέβαια αρκετά νωρίτερα, το 1997, τους Ελληνες ο καθηγητής Πανεπιστημίου Παύλος Εμμανουηλίδης (δεν ήταν ο πρώτος, μια και από το 1980 λειτουργεί από τον Μανώλη Παπαδημητρίου η Ελληνική Ζυθοποιία Ρόδου, πολύ πριν ο όρος «μικροζυθοποιία» γίνει οικείος στην ελληνική αγορά). Διά πυρός και σιδήρου (λόγω της αθάνατης ελληνικής γραφειοκρατίας) κατάφερε να ιδρύσει την πρώτη ελληνική μικροζυθοποιία και να σερβίρει τη δική του μπίρα στο ζυθεστιατόριό του στην πλατεία Χαλανδρίου. Η εξέλιξη δεν ήταν ακριβώς ραγδαία, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2015 υπήρχαν στην Ελλάδα μόλις 15 μικροζυθοποιίες. Ομως τώρα, με μπόλικη δημιουργικότητα και όρεξη, οι μικροζυθοποιοί έχουν βγει στον… αφρό και προσπαθούν να αρπάξουν το δικό τους κομμάτι από την αγορά. Ποιοι είναι και τι πιθανότητες έχουν να το καταφέρουν;
Το όνειρο του κάθε μικροζυθοποιού να φτιάξει μια μπίρα, η οποία θα «μεθύσει» την αγορά και θα την καταλάβει, δεν είναι τόσο άπιαστο όσο φαίνεται. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται και από τα success stories των μικροζυθοποιών που έγιναν… μεγάλοι και έχουν ακόμα μεγαλύτερα σχέδια.
Ισως το χαρακτηριστικότερο τέτοιο story είναι της Septem. Το εγχείρημα με τη λατινική ονομασία του αριθμού επτά ξεκίνησε ως μικροζυθοποιία πριν από 15 περίπου χρόνια. Την έστησε στο Αυλωνάρι της Εύβοιας ο οινοποιός Σοφοκλής Παναγιώτου, υλοποιώντας τις πρωτότυπες ιδέες του σχετικά με τις μεθόδους ζυθοποίησης, τις γεύσεις και τα αρώματα. Από τότε πέρασαν πολλά μέχρι σήμερα. Η Septem εξάγει σε 13 χώρες (μεταξύ των οποίων η Ολλανδία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Αγγλία), παράγει περισσότερα από 370.000 λίτρα και εξαγοράζει άλλες ζυθοποιίες, όπως την Ελιξη στη Δροσιά της Χαλκίδας, που παράγει τις μπίρες Delphi και Marea.
Με σήμα τον… γάιδαρο, η μικροζυθοποιία Σαντορίνης ιδρύθηκε από τον οινολόγο της Γαία Οινοποιητική, Γιάννη Παρασκευόπουλο, με τον Σέρβο ζυθοποιό Μπόμπαν Κρούνιτς Κrunic, τον Αγγλο οινέμπορο & home-brewer aficionado Στιβ Ντάνιελ και την Αμερικανίδα Μάιντα Αντέρσον. Το λιλιπούτειο ζυθοποιείο στήθηκε στον παραδοσιακό οικισμό της Μέσα Γωνίας της Σαντορίνης και άρχισε να παράγει μπίρα από το νερό του ηφαιστειακού νησιού με επιλεγμένα είδη βύνης από τη Γερμανία και την Αυστρία, με σπάνια είδη λυκίσκου από τη Νέα Ζηλανδία, το Ορεγκον, την Τσεχία και τη Σλοβενία και με μαγιές από το Βέλγιο και τις ΗΠΑ. H μικροζυθοποιία Ζέος στον Ιναχο Αργολίδας ιδρύθηκε το 1998 από τον ομογενή επιχειρηματία από τον Καναδά Κρις Παπαδήμα.
Μεγάλωσε γρήγορα, φτάνοντας τον τζίρο της κοντά στο 1 εκατ. ευρώ και διατηρώντας κερδοφορία, κάτι που άρεσε πολύ στον πρώην ολυμπιονίκη Πέτρο Γαλακτόπουλο. Ο Γαλακτόπουλος, ο οποίος φημίζεται για την επιχειρηματική του διαίσθηση (μεταξύ άλλων είναι ο εμπνευστής του Fiesta Frappe που πωλήθηκε στη Philip Morris και του κρουασάν Folie που απέκτησε η ΕΒΓΑ), με συνέταιρο τον γνωστό από τον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης («Αυτοκίνηση», «Αkanthus» κ.ά.) Γιώργο Γκάμαρη, την εξαγόρασαν. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τη Μικροζυθοποιία Σερρών και Βορείου Ελλάδος (Siris MicroBrewery), η οποία εξαγοράστηκε από τον κυπριακό όμιλο Photiades Group. Τέτοια stories υπάρχουν πολλά και… αναμένονται πολλά ακόμα.
Ο νόμος
Ισως να φαίνεται -και ίσως να είναι- σαν υπερβολή αλλά, αν όχι κάθε πόλη, σχεδόν κάθε νομός της χώρας έχει τουλάχιστον μία μπίρα για την οποία μπορεί να υπερηφανεύεται. Μιλάμε για μικροζυθοποιίες που παράγουν χειροποίητα τα δικά τους brands και ψάχνουν το δικό τους μερίδιο στην αγορά, έχοντας ξεκινήσει πολλές φορές με συνθήκες που παραπέμπουν σε άλλον αιώνα: χωρίς ρεύμα, σε υποτυπώδεις χώρους, με ευχές όπως «ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Μια τέτοια ιστορία είναι αυτή της μικροζυθοποιίας Brink’s στην Κρήτη. Ηταν 2001 όταν ο Γερμανός πανεπιστημιακός Μπερντ Μπρινκ και η δικηγόρος Ευαγγελία Παπαδάκη αποφάσισαν να τολμήσουν να παράγουν μια βιολογική μπίρα. Βρήκαν ένα παλιό ζυθοποιείο το οποίο δεν είχε καν κουφώματα, ούτε σύνδεση με το ηλεκτρικό, αλλά μια γεννήτρια και ξεκίνησαν με τον Μπρινκ να λέει το (ιστορικό, πια, για τη μικροζυθοποιία) «Und Gott gib Glück und Segen drein» (Και ο Θεός ας δώσει τον πλούτο Του και την ευλογία Του!). Ο Θεός έδωσε και η σκληρή δουλειά τους, αφού έκαναν τα πάντα χειροποίητα, είτε ψύχοντας τις δεξαμενές με παγάκια, είτε κολλώντας τις ετικέτες στα μπουκάλια που έπλεναν νωρίτερα, απέδωσε. Μια λεπτομέρεια είναι ότι η μπίρα αυτή που κυκλοφορεί σε ξανθιά και μαύρη ονομαζόταν αρχικά Ρεθυμνιακή Μπύρα και, αφού απέκτησε σύγχρονες εγκαταστάσεις, είχε σκοπό να κάνει διάσημη την μπίρα του Ρεθύμνου ανά τον κόσμο. Ομως, το Ελληνικό Δημόσιο έκρινε ότι «δεν υπάρχει σχετικό νομοθετικό πλαίσιο» και της απαγόρευσε τη χρήση του ονόματος, με την οικογένεια Μπρινκ να αποφασίζει έτσι να δώσει το όνομά της στον ζύθο.
Οι σφραγίδες της Αποκάλυψης
Σε κάθε γωνιά της χώρας μπορεί κανείς να βρει τέτοιες ιστορίες, από ανθρώπους οι οποίοι δεν θα φανταζόταν κανείς ότι έχουν σχέση με την μπίρα. Ποιος θα φανταζόταν, για παράδειγμα, ότι η δεύτερη γενιά της οικογένειας Σταθώρη, ιδιοκτητών της Σταθώρης Τυροκομική στην Ιερισσό Χαλκιδικής, θα ασχολoύνταν (και) με τη μικροζυθοποιία; Κι όμως, ο Δημήτρης Σταθώρης άνοιξε τη μικροζυθοποιία Seven Seals – με ευθεία αναφορά στις «σφραγίδες» της Αποκάλυψης, η οποία πάει πολύ καλά. Αυτό έχει και μια λογική, υπό την έννοια ότι τα περισσότερα από 20 είδη τυριών που παράγει η τυροκομική επιχείρηση ταιριάζουν… ταμάμ με την μπίρα που παράγει η οικογένεια.
Στην μπίρα πίστεψε πολύ ο γόνος της εφοπλιστικής οικογένειας Πέτρος Νομικός, ο οποίος ίδρυσε τη μικροζυθοποιία First Lomax. Αυτή άρχισε να παράγει από το 2012 (χωρίς να έχει δικές της εγκαταστάσεις) την μπίρα Volkan με νερό από τη Σαντορίνη, σε συνδυασμό με την επιλογή βασάλτη, ενός υλικού πλούσιου σε φυσικά μέταλλα που δημιουργήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Για τη Volkan, ένα μέρος από τα έσοδα της οποίας δωριζόταν για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, «επιστρατεύτηκε» μέχρι και ο διάσημος Ελληνας ζωγράφος Αλέκος Φασιανός, ο οποίος φιλοτέχνησε τα καπάκια της premium κυκλαδίτικης μπίρας.
Την Τήνο επέλεξαν ο Αλέξανδρος Κουρής και η δημοσιογράφος Μάγια Τσόκλη -την οποία απολαμβάναμε τότε στις ταξιδιωτικές εκπομπές στην ΕΡΤ- για να ανοίξουν τη Μικροζυθοποιία Κυκλάδων στη Βαγιά. Οι γευστικές επιλογές του ζευγαριού έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το κοινό και πλέον η μπίρα Νήσος που παράγουν είναι μία από τις διασημότερες της χώρας.
Εντυπωσιακή είναι και η ιστορία της Πειραϊκής Μικροζυθοποιίας. Ο φαρμακοποιός Αλέξανδρος Κουμάντος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κερατσίνι και εκεί λειτουργούσε το φαρμακείο του. Ως φαν της μπίρας, όσες φορές ταξίδευε στο εξωτερικό, την απολάμβανε σε τέτοιον βαθμό που αναρωτιόταν εάν θα μπορεί να τη φτιάχνει και ο ίδιος. Μέχρι το 1998. «Ουσιαστικά πριν δεν γνώριζα τι είναι µικροζυθοποιείο. Και όταν πήγα εκεί και είδα τι είναι µικροζυθοποιείο -µια εγκατάσταση δηλαδή µε δύο δεξαµενές απ’ όπου οι Γερµανοί έβγαζαν τέλεια µπίρα-, τότε είπα: ”θα φτιάξω κι εγώ”. Ολα από µια απλή σκέψη ξεκίνησαν», έχει εξηγήσει ο ίδιος. Η μικροζυθοποιία πήγε τόσο καλά που ο Αλέξανδρος Κουμάντος, ο οποίος στο μεταξύ είχε και μια επιχείρηση παρασκευής σαμπουάν για σκύλους, αναγκάστηκε να τη μεταβιβάσει αυτή στον αδερφό του για να αφοσιωθεί με το ζύμωμα της μπίρας. Χάρμα ονόμασε την μπίρα του ο ιδρυτής της Κρητικής Ζυθοποιίας Ιωάννης Λιονάκης.
Μηχανολόγος-μηχανικός, ο κ. Λιονάκης εξηγεί πώς ίδρυσε τη βιοτεχνία παραγωγής μπίρας στο Ζουνάκι Κυδωνίας Χανίων το 2007: «Η ιδέα για την παραγωγή μπίρας στα Χανιά γεννήθηκε μετά από ένα ταξίδι μου στη Γερμανία, όπου δοκίμασα τις ντόπιες φρέσκες μπίρες οι οποίες με ενθουσίασαν με τη γεύση, τη φυσικότητα, το πόσο γλυκόπιοτες ήταν, με την ποιότητά τους εν κατακλείδι, οι οποίες πολύ απέχουν από τις κλασικές μπίρες που κυκλοφορούν στην αγορά μας. Η φρέσκια μπίρα μοιάζει περισσότερο με χυμό. Οσο καλύτερος είναι ο φρέσκος φυσικός χυμός πορτοκάλι από τους συσκευασμένους, τόσο πιο καλή, γευστική και θρεπτική είναι μια φρέσκια μπίρα από μια κοινή».
Εκτός από τη Χάρμα, η λεβεντογέννα διαθέτει ακόμα 11 τοπικές μικροζυθοποιίες, όπως η Λύρα Μεσογειακή Μικροζυθοποιία Κρήτης στο Καστέλι Κισσάμου, που παράγει χανιώτικη Golden Ale. Ο ιδρυτής της, Χάρης Μαραγκουδάκης, θυμάται πάντα χαρακτηριστικά το σχόλιο ενός Γερμανού τουρίστα για την μπίρα του: «Αποκλείεται αυτή η μπίρα να φτιάχνεται εδώ. Τη φέρνετε από τη Γερμανία και βάζετε εδώ την ετικέτα»! Στην Αττική λειτουργούν επτά μικροζυθοποιίες, όπως η Alea στη Μεταμόρφωση, η Paragon Brewery στην Ηλιούπολη και η Μικροζυθοποιία Βάρης. Η τελευταία είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, με δεδομένο ότι ιδρύθηκε από έναν ειδικό: τον ζυθολόγο και brewmaster Βασίλη Στεργίου, που με την παραδοσιακή μέθοδο ζυθοποίησης (slowbrewing) παράγει μια σειρά από μπίρες. Με σήμα και όνομα τη νυκτία, δηλαδή την κουκουβάγια, η Noctua είναι μια μικροζυθοποιία που λειτουργεί από το 2016 κοντά στην Ομόνοια, ενώ στην ευρύτερη Αττική λειτουργούν οι Magania στον Κάλαμο, η 33 Brewing στον Ασπρόπυργο κ.ά. Ιστορικό όνομα, αυτό της μυθικής κόρης του ποταμού Πηνειού, η οποία ζούσε στις πηγές, χρησιμοποιεί και η Ζυθοποιία Θεσσαλίας Στίλβη.
Με έδρα το Τσιφλικάκι Καρδίτσας, παράγει τις Στίλβη Lager, Στίλβη Stout και Στίλβη Weiss. Μια άλλη μικροζυθοποιία, η Ζυθοποιία Πηνειού παράγει τη Lola, το Θ με παραπομπή στη Θεσσαλία χρησιμοποιεί για το όνομα στις μπίρες της η Θεσσαλική Ζυθοποιία στον Βόλο, όπου λειτουργούν ακόμα η Πλάστιγγα και το Local Streets. Δίπλα από τον ποταμό Ληθαίο, οι ιδρυτές της Τρικάλων Ζύθος από το 2016 κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, παράγοντας -έστω και σε περιορισμένη ποσότητα- την μπίρα Ληθένια India Pale Ale, σε συνταγή του ζυθοποιού Πολ Εμμανουηλίδη. Στην Κατερίνη από την άλλη, ορμώμενη από την τοποθεσία -τον Ολυμπο- όπου λειτουργεί, η Golden Olympos Beer ονομάζει την μπίρα της Μπίρα των Θεών.
Στη Μακεδονία και τη Θράκη λειτουργούν περισσότερες από 10 μικροζυθοποιίες, με ορισμένες από αυτές να ξεχωρίζουν για τα… ονόματά τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σκνίπας που παράγει η Πρότυπη Μικροζυθοποιία Θεσσαλονίκης και η Αλη (δηλαδή η διαδρομή του αλήτη) από τη Μικροζυθοποιία Θεσσαλονίκης. Στο Δοξάτο της Δράμας παράγει την Johnnies’ Beer η Μακεδονική Μικροζυθοποιία.
Νάξος
Στο Αιγαίο, σε 12 νησιά λειτουργούν 18 μικροζυθοποιίες. Μία από τις «καινούριες» αλλά πιο πετυχημένες είναι η 56 Ιsles -όνομα που παραπέμπει στα 56 μεγάλα και μικρά κυκλαδονήσια- ακολουθεί τις βασικές αρχές της κατηγορίας pilsner στην οποία θεωρητικά ανήκει, αλλά εύκολα διακρίνεις και τη διάθεση διαφοροποίησης. Δημιουργοί της ο Νικόλας Παυλάκης από την Πάρο και ο Μαρίνος Αλεξάνδρου από τη Λεμεσό της Κύπρου. Στο Νησί των Ιπποτών λειτουργούν δύο πρωτοπόροι του κλάδου της μικροζυθοποιίας, η Παπαδημητρίου Εμμ. ΑΒΕΕ – Ελληνική Ζυθοποιία Ρόδου, η πρώτη που δημιούργησε μικροζυθοποιία σε ελληνικό νησί και η Παντελής Κουγιός ΑΒΕ. Στη Νάξο παράγεται η Naxos Beer, στην Ικαρία η Ικαριώτισσα από το 2017, από την Ικαριακή Ζυθοποιία και η Slow Down.Η Σάμος και η Σαμοθράκη έχουν τις δικές τους μικροζυθοποιίες, με την τελευταία να ξεχωρίζει από την ονομασία Φονιάς, που παραπέμπει στον ομώνυμο χείμαρρο και καταρράκτη του νησιού. Mikonu ονομάζεται η μπίρα της μυκονιάτικης μικροζυθοποιίας.
«This is Sparta» φωνάζουν άλλες 10 μικροζυθοποιίες οι οποίες λειτουργούν στην Πελοπόννησο. Ξεχωρίζει φυσικά η Sparta της Λακωνικής Ζυθοποιίας, η Κορινθιακή Μικροζυθοποιία με την Canal Dive (παραπομπή στον Ισθμό), η Πατραϊκή Μικροζυθοποιία, το ζυθοποιείο Μάνη κ.ά. Στο Ιόνιο παράγεται η Corfu Beer από την Κερκυραϊκή Μικροζυθοποιία της οικογένειας Καλούδη, η Μικροζυθοποιία Κεφαλονιάς και Ιθάκης και οι Levantebeer της Ζακύνθου, αλλά και το λευκαδιώτικο εστιατόριο και ζυθοποιία.