Μεγάλη είναι η αύξηση του αριθμού των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στις περισσότερες περιοχές της Αττικής, καθώς η έλευση της θερινής σεζόν έχει ενισχύσει τη ροή νέων ακινήτων προς τις ψηφιακές πλατφόρμες και παρά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση προς το τέλος του 2023. Αυτά αφορούσαν την υπαγωγή των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης σε καθεστώς ΦΠΑ 13% (για όσους εκμεταλλεύονται από τρία ακίνητα και πάνω), ενώ ταυτόχρονα, όσοι ιδιοκτήτες αξιοποιούν τουλάχιστον τρία διαμερίσματα υποχρεούνται να προχωρήσουν σε έναρξη επιτηδεύματος.
Ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία που επιμελήθηκε η εταιρεία ερευνών AirDNA, για λογαριασμό της «Κ», φαίνεται πως το 2024 θα σηματοδοτήσει μια σημαντική αύξηση της προσφοράς, χωρίς όμως να είναι σαφές αν τα ακίνητα που προστίθενται, αφαιρούνται όντως από τη μακροχρόνια μίσθωση, ή αν πρόκειται για διαμερίσματα που ήταν κλειστά επί χρόνια, αγοράστηκαν από επενδυτές και πλέον επιστρέφουν στην αγορά ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, ανακαινισμένα και επιπλωμένα. Συνολικά στο κέντρο της Αθήνας, ο αριθμός των καταλυμάτων άγγιξε τον Μάιο τα 12.576 ακίνητα, σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 21,3% από το 2023, όταν ο αντίστοιχος αριθμός διαμορφωνόταν σε 10.367 καταλύματα.
Μεταξύ των πέντε δημοφιλέστερων περιοχών του κέντρου, τη μεγαλύτερη αύξηση καταγράφει η περιοχή των Εξαρχείων, όπου πλέον λειτουργούν 918 καταλύματα, έναντι 703 την ίδια περίοδο πέρυσι. Αντίστοιχα, αύξηση κατά 27,4% σημειώνει και η περιοχή της Αγ. Κωνσταντίνου, κάτω από την πλ. Ομονοίας, με 807 καταλύματα, από 633 πέρυσι. Οσον αφορά το Κουκάκι αποτελεί τη δεύτερη δημοφιλέστερη περιοχή για καταλύματα, με 1.164 ακίνητα, μια αύξηση κατά 15,4% σε σχέση με το 2023. Ο κύριος όγκος των καταλυμάτων πάντως εντοπίζεται στο εμπορικό τρίγωνο (Μοναστηράκι, Ψυρρή, Ακρόπολη, Πλάκα), με υπερδιπλάσιο αριθμό ακινήτων σε σχέση με το Κουκάκι. Συνολικά, η περιοχή αυτή συγκεντρώνει 2.440 ακίνητα, αριθμός που είναι αυξημένος κατά 17,7% σε ετήσια βάση.
Σημαντικές είναι και οι αυξήσεις που παρατηρούνται και σε άλλες περιοχές, που βρίσκονται στην περίμετρο του κέντρου και προσφέρουν το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους για τους επισκέπτες, αλλά με ευκολία πρόσβασης στα τουριστικά αξιοθέατα της Αθήνας. Για παράδειγμα, στην Καλλιθέα, παρατηρείται ετήσια άνοδος του αριθμού των καταλυμάτων κατά 44% σε 405 ακίνητα. Μεγάλες αυξήσεις παρατηρούνται επίσης σε Γλυφάδα (24,2%), Αμπελοκήπους (24,8%), Π. Φάληρο (26%) και Ν. Σμύρνη (26%).
Από την άλλη πλευρά, όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της Αθήνας, τόσο μειώνεται και η προσφορά καταλυμάτων, καθώς αντίστοιχα και η ζήτηση είναι περιορισμένη. Παρότι λοιπόν μπορεί να εντοπίζονται περιοχές, όπως π.χ. το Μαρούσι, ή του Ζωγράφου, όπου σημειώθηκε αύξηση των καταλυμάτων κατά 25,7% και 17% αντίστοιχα, εντούτοις, οι αριθμοί των ακινήτων που αξιοποιούνται με τον τρόπο αυτό, είναι ιδιαίτερα χαμηλοί σε σχέση με το συνολικό απόθεμα. Συγκεκριμένα, στο Μαρούσι εντοπίζονται μόλις 205 καταλύματα και στου Ζωγράφου μόλις 124 ακίνητα.
Ακόμα και στην Κυψέλη, που είναι μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας, τα διαμερίσματα που λειτουργούν ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μόλις 197. Το ίδιο ισχύει και με μια σειρά άλλων δημοφιλών περιοχών για τους μόνιμους κατοίκους, όπως για παράδειγμα την Αγία Παρασκευή των μόλις 59 καταλυμάτων, τον Δήμο Παπάγου-Χολαργού των μόλις 75 καταλυμάτων και ακόμα περισσότερο το Περιστέρι των 78 διαμερισμάτων, που λειτουργούν με καθεστώς βραχυχρόνιας μίσθωσης. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν με τον πλέον εμφανή τρόπο ότι το πρόβλημα των υψηλών ενοικίων δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν «ένοχο», δηλαδή στη βραχυχρόνια μίσθωση. Οπως εξηγούν στελέχη της αγοράς ακινήτων, οι περιοχές των βορείων και των δυτικών προαστίων έχουν καταγράψει τις ίδιες ή και ακόμα υψηλότερες αυξήσεις των τιμών ενοικίασης, χωρίς να διαθέτουν μεγάλο αριθμό καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Συγκεκριμένα, στα δυτικά προάστια, η αύξηση των ζητούμενων τιμών ενοικίασης από το 2018 έως και το τέλος του 2023 ανήλθε σε 52,17%, ενώ στα βόρεια προάστια προσέγγισε το 40%.
Παρότι όντως έχουν αφαιρεθεί διαμερίσματα από την αγορά ενοικίασης, ώστε να αξιοποιηθούν με τον τρόπο αυτό, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, τα ενοίκια έχουν αυξηθεί το ίδιο ή και ακόμα πιο πολύ και σε περιοχές όπου η διείσδυση του φαινομένου των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι αμελητέα και σχεδόν ανάξια αναφοράς. Επομένως, είναι προφανές ότι μια πιθανή ρύθμιση της αγοράς με την επιβολή «δρακόντειων» περιορισμών δεν πρόκειται να εγγυηθεί την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος, δηλαδή της υποχώρησης των τιμών των ενοικίων, ώστε να είναι πιο προσιτή η εύρεση στέγης από τα ελληνικά νοικοκυριά.