Αρκεί το περιθώριο που δίνει στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά τρία δισ. ευρώ ετησίως προκειμένου να «χωρέσουν» και νέα μέτρα στήριξης στον προϋπολογισμό του 2025;
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο θα επιδιώξει να απαντήσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μέσα στις επόμενες εβδομάδες καθώς προχωρούν οι προετοιμασίες και για την ομιλία του πρωθυπουργού στη ∆ιεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και για τη σύνταξη του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που θα καλύπτει την περίοδο μέχρι και το 2028 αλλά και την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στη Βουλή μέχρι την πρώτη ∆ευτέρα του Οκτωβρίου.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου θεωρούν δεδομένη την ενσωμάτωση όλων των μέτρων που έχουν ήδη εξαγγελθεί από την κυβέρνηση για την επόμενη χρονιά, ενώ αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχει «χώρος» και για άλλες παρεμβάσεις στα πεδία που θέλει να ρίξει βάρος η κυβέρνηση: στεγαστικό, δημογραφικό, επιδοματική πολιτική και αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Ηδη το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει στείλει μηνύματα σε όλους τους φορείς του ∆ημοσίου ζητώντας να εκτιμήσουν τις δαπάνες που προγραμματίζουν να πραγματοποιήσουν την επόμενη χρονιά. Είθισται όλοι οι φορείς να ζητούν περισσότερα, με αποτέλεσμα ο τελικός λογαριασμός της αύξησης να κινείται τελικώς στα όρια του πληθωρισμού.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει το περιθώριο στην ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τις «καθαρές δαπάνες» της επόμενης χρονιάς κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 3%. ∆εδομένου ότι το σύνολο των ετήσιων δαπανών (για μισθούς, συντάξεις, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) φτάνει στα 100 δισ. ευρώ, αυτό το όριο του 3% μεταφράζεται σε τρία δισ. ευρώ. Με αυτό το ποσό, η κυβέρνηση θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τις αυξημένες λειτουργικές δαπάνες που θα ζητήσουν υπουργεία και φορείς αλλά και το πακέτο των μέτρων που έχει ήδη «κλειδώσει» για το επόμενο έτος, το οποίο περιλαμβάνει:
1. Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ. Μένει να αποφασιστεί αν το ποσοστό θα επιμεριστεί ανάμεσα στις εισφορές του εργοδότη και του εργαζομένου που είναι και το πιθανότερο, ή αν θα αφορά στο σύνολό του τις εργοδοτικές εισφορές ώστε να αποτελέσει το μέτρο «αντιστάθμισμα» για το αυξημένο μισθολογικό κόστος που προκύπτει μετά και τις αναπροσαρμογές του κατώτατου μισθού.
2. Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
3. Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ. Ο νέος μηχανισμός είναι ήδη έτοιμος και θα «πριμοδοτεί» τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
4. Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
5. Την αύξηση των συντάξεων, η οποία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ. Το ποσοστό της αύξησης που θα προκύψει από το άθροισμα του πληθωρισμού και της ανάπτυξης (μείον τις εκκρεμότητες που υπάρχουν από τις φετινές αυξήσεις) αναμένεται να κινηθεί στην περιοχή του 2%-2,5%.
6. Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Αυτό που θα αναζητήσει το οικονομικό επιτελείο είναι το αν θα «περισσέψει» δημοσιονομικός χώρος μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ώστε να χρηματοδοτηθούν και άλλες παρεμβάσεις που δρομολογεί η κυβέρνηση. Ηδη εξετάζεται η αναμόρφωση του πλαισίου της επιδοματικής πολιτικής.
∆εδομένου ότι το δημογραφικό είναι πιεστικό πρόβλημα έχει ανοίξει η συζήτηση για την αύξηση του επιδόματος τέκνων, το οποίο παραμένει καθηλωμένο στα ίδια επίπεδα επί σειράν ετών, με αποτέλεσμα να «εξανεμίζεται» από τον πληθωρισμό. Ηδη καταγράφεται μείωση δικαιούχων λόγω υπογεννητικότητας και αύξησης ονομαστικών εισοδημάτων (που πετούν τις οικογένειες εκτός των εισοδηματικών κριτηρίων) και τώρα συζητείται πώς αυτοί οι πόροι που απελευθερώνονται ενδεχομένως «προσαυξημένοι» με επιπλέον κονδύλια από τον προϋπολογισμό, θα χρηματοδοτήσουν μια σημαντική αύξηση στο επίδομα τέκνων ειδικά για τους έχοντες περισσότερα από ένα παιδιά. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα υστερεί πάρα πολύ συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην επιδοματική πολιτική των γονιών γι’ αυτό και ο ΟΟΣΑ εμφανίζει τη χώρα στις υψηλότερες θέσεις των επιβαρύνσεων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Στο «μικροσκόπιο» εκτός από το επίδομα τέκνων έχει μπει και το επίδομα ανεργίας με στόχο να γίνει πιο «ανταποδοτικό» και να συναρτάται και με το ύψος του μισθού του απολυμένου.
Μεγάλη εκκρεμότητα αποτελεί για το οικονομικό επιτελείο η «διόρθωση» του μηχανισμού φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων. Η κυβέρνηση έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο αλλαγών μετά την υποβολή των φετινών φορολογικών δηλώσεων. Να σημειωθεί ότι μπορεί ο τρόπος φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων να αφορά τα φορολογικά έσοδα και όχι τις δαπάνες, όμως ο ευρωπαϊκός κανονισμός προβλέπει ότι μέτρα που θα λαμβάνουν οι κυβερνήσεις, τα οποία οδηγούν σε μειώσεις των φορολογικών εσόδων, θα λογίζονται ως παρεμβάσεις στον δείκτη των καθαρών δαπανών. Αρα, όσο θα λαμβάνονται μέτρα που θα μειώνουν τα φορολογικά έσοδα, τόσο θα στενεύουν τα περιθώρια για αύξηση των καθαρών δαπανών.