Την πρώτη απόφασή της με την οποία αναγνωρίζει την υιοθεσία ανηλίκου από ομόφυλο ζευγάρι εξέδωσε η ελληνική Δικαιοσύνη, πέντε μήνες μετά την ψήφιση του νέου νόμου για την «ισότητα στον πολιτικό γάμο».
Συγκεκριμένα, το Μονομελές Εφετείο της Αθήνας αναγνώρισε ότι έχει ισχύ και στην Ελλάδα η υιοθεσία ανηλίκου η οποία είχε γίνει στις ΗΠΑ από δύο παντρεμένες γυναίκες, εκ των οποίων η μία έχει ελληνική υπηκοότητα. Με την απόφασή του αυτή το δικαστήριο έβαλε έτσι «τέλος» στον μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα η ελληνικής υπηκοότητας γυναίκα και η σύζυγός της, προκειμένου να αναγνωριστεί η υιοθεσία του ανήλικου κοριτσιού και στη χώρα μας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γυναίκα 53 ετών σήμερα που κατοικεί μόνιμα στην Αμερική με ελληνική υπηκοότητα είχε συνάψει τον Ιούλιο του 2009 σύμφωνο συμβίωσης με 54χρονη Αμερικανίδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι δύο γυναίκες παντρεύτηκαν στις ΗΠΑ, έχοντας ήδη όμως από τον Ιούλιο του 2006 συνάψει με συμβολαιογραφική πράξη σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, κατόπιν κοινού αιτήματος των δύο γυναικών, Οικογενειακό Δικαστήριο της πολιτείας Ντέλαγουερ των ΗΠΑ με τελεσίδικη απόφασή του κήρυξε θετό τέκνο των δύο γυναικών ένα κοριτσάκι το οποίο γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 και του δόθηκε το ονοματεπώνυμο και «των δύο υιοθετουσών συζύγων».
Κατόπιν αυτών, τον Οκτώβριο του 2016 η Ελληνοαμερικανίδα ζήτησε από την ελληνική Δικαιοσύνη να αναγνωρίσει ότι η απόφαση του αμερικανικού Οικογενειακού Δικαστηρίου έχει ισχύ και στην Ελλάδα. Ζήτησε, δηλαδή, να αναγνωριστεί νομικά και στη χώρα μας η υιοθεσία της ανήλικης κόρης της από την ίδια και τη σύζυγό της. Οπως, μάλιστα, ανέφερε στην αίτησή της, είχε περιουσιακά στοιχεία στην Αθήνα που ήθελε στο μέλλον να μεταβιβάσει στο παιδί της.
8 χρόνια στα δικαστήρια
Η αίτηση της 53χρονης δρομολόγησε, ωστόσο, μια μακροχρόνια δικαστική διαδικασία στην Ελλάδα, με την υπόθεσή της να απασχολεί για οχτώ χρόνια όλες τις βαθμίδες της ελληνικής Δικαιοσύνης. Εντέλει, έπειτα από αναίρεση που άσκησε ο Αρειος Πάγος στην απορριπτική εφετειακή απόφαση που εκδόθηκε από την ελληνική Δικαιοσύνη επί της αίτησης της 53χρονης, η υπόθεση επανήλθε στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο εξέδωσε τώρα θετική απόφαση για το ομόφυλο ζευγάρι.
Ειδικότερα, στον πρώτο βαθμό η αίτηση της 53χρονης είχε απορριφθεί με το σκεπτικό ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ αντίκειται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, γιατί «η υιοθεσία ανήλικου τέκνου από ομόφυλο παντρεμένο ζευγάρι γυναικών είναι αντίθετη σε κυριαρχικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και τον βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος».
Ωστόσο, μετά την αναίρεση του Αρείου Πάγου, η υπόθεση επανεισήχθη στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών (πρόεδρος ο Ιωάννης Βαλμαντώνης) και αντιμετωπίστηκε υπό το βλέμμα του πρόσφατου νόμου 5089/2024, ο οποίος ρυθμίζει την υιοθεσία από συζύγους του ίδιου φύλου ή της υιοθεσίας του παιδιού του ενός ομόφυλου συζύγου από τον άλλο σύζυγο η οποία έχει τελεσθεί στο εξωτερικό. Το δικαστήριο, δικαιώνοντας το ζευγάρι των γυναικών, έκρινε ότι «τα ομόφυλα ζευγάρια είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα να δεσμευτούν σε σταθερές σχέσεις και βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με ένα ζευγάρι διαφορετικού φύλου όσον αφορά την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους».
Προς τούτο, όπως αναφέρεται ακόμη στην απόφαση, «σημαντική επιρροή ασκεί η μετάδοση των ψυχολογικών, κοινωνιολογικών και ιατρικών δεδομένων» και, σύμφωνα με αυτά, «δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα καμία στατιστική απόκλιση μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες και παιδιών που μεγαλώνουν σε ετερόφυλες οικογένειες, ως προς τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, την ακαδημαϊκή, την ψυχική, την κοινωνική τους ανάπτυξη».
Το σκεπτικό
Ακόμη, το δικαστήριο, επικαλούμενο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η απόφαση του αμερικανικού Οικογενειακού Δικαστηρίου, διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν προστατεύεται το πραγματικό συμφέρον της ανήλικης, αφού θα εισάγεται «δυσμενή διάκριση σε βάρος της εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισμού των γονέων της». Εξάλλου, όπως σημειώνει το δικαστήριο, «από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες προκύπτει ότι το ανήλικο τέκνο έχει διαμορφώσει σχέσεις με τους ομόφυλους γονείς του, που, εάν διαταραχθούν, θα θίξουν καίρια τον ψυχικό του κόσμο και την ομαλή ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη».
Σε άλλο δε σημείο επισημαίνεται ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ «δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά τη διάταξη του Α.Κ. και τα χρηστά ήθη, ούτε είναι αντίθετη σε κυριαρχικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις που διέπουν τη ζωή και τον βιοτικό ρυθμό της Ελλάδας, ούτε προκαλεί διαταραχή στην ελληνική έννομη τάξη, και είναι βέβαιο ότι η αναγνώρισή της είναι καθ’ όλα ανεκτή από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό και κοινωνικό ρυθμό, ενώ, αντίθετα, η απόρριψη της κρινόμενης αίτησης καταλήγει στο, απολύτως αποδοκιμαστέο από την ελληνική δημόσια τάξη, αποτέλεσμα της καταπάτησης του αληθινού, σωματικού, υλικού, πνευματικού, ψυχικού, ηθικού και γενικά κάθε είδους βέλτιστου συμφέροντος της ανήλικης κόρης της αιτούσας».
Σε δήλωσή του ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Κων. Μπίτσιος, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση, αναφέρει: «Η απόφαση κάνει αναφορά και στον νέο Νόμο 5089/2024 και προσθέτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αίτηση, εσφαλμένα ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε κακώς τα αποδεικτικά μέσα. Αυτό σημαίνει ότι ο δικαστής δέχθηκε ότι η αίτηση μπορούσε να γίνει δεκτή και προ του Ν. 5089/2024».