Σήμερα 12 Ιουλίου γιορτάζει ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης). Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ίσως από εκείνους που γύρω από το όνομά του έχει γίνει πολλή συζήτηση.
Ο Άγιος Παΐσιος ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και στρατός
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του ζητούσαν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1948 ο Αρσένιος υπηρέτησε στον στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού».
Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας τη θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιον Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ακόμη έναν χρόνο, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος.
Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί, στις 27 Μαρτίου 1954, τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί, αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους αδελφούς του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Λίγο αργότερα, αναχώρησε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Στις 3 Μαρτίου 1957 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β’, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του.
To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, που ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρούμέχρι το θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ το Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι’ αυτόν.
Το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο “Γεώργιος Παπανικολάου” της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή – Βασιλικά Θεσσαλονίκης.
Για την Τουρκία
Ο Παΐσιος εμφανιζόταν βέβαιος ότι οι Έλληνες θα επανακτούσαν την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, όπως είχε πει ο Γέρων σε κάποιους φοιτητές της Αθωνιάδος Σχολής τη δεκαετία του ’80, το χαρμόσυνο γεγονός δεν θα αργούσε, αφού «θα την πάρουμε την Πόλη και εσείς θα ζείτε κιόλας» και σε κάποιους άλλους ότι «την Πόλη θα μας τη δώσουν οι Ρώσοι, σε πόλεμό τους με την Τουρκία, όχι γιατί μας αγαπούν, αλλά γιατί αυτό θα είναι το συμφέρον τους. Και οι Τούρκοι θα καταστραφούν, θα σβήσουν από το χάρτη, γιατί είναι ένα έθνος που δεν προέκυψε από την ευλογία του Θεού».
Για την Τουρκία πίστευε πως «έχει αρχίσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση για τη διάλυσή της σε 3-4 κομμάτια. Εμείς θα πάρουμε τα δικά μας εδάφη, οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι πάλι τα δικά τους».
Η τηλεοπτική σειρά για τον Άγιο Παΐσιο
Πριν από μερικούς μήνες προβλήθηκε μέσω της τηλεόρασης του Mega, με εξαιρετική επιτυχία και υψηλή τηλεθέαση, η δραματοποιημένη σειρά «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον ουρανό».
Χαρακτηριστικό της υπήρξε η τεράστια υποδοχή από το τηλεοπτικό κοινό. Το πρώτο επεισόδιο της οποίας παρακολούθησαν 1.597.820 τηλεθεατές, ενώ το υψηλότερο ποσοστό που σημειώθηκε σε επιμέρους κατηγορία κοινού άγγιξε το 40,6%.
Στο δεύτερο επεισόδιο η απήχηση της σειράς αυξήθηκε σε 1.610.519 τηλεθεατές.
Παρόμοια επιτυχία είχε και στην Κύπρο, όπου η σειρά μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha Κύπρου, το πρώτο επεισόδιο της οποίας ξεπέρασε το 30% τηλεθέασης στο γενικό σύνολο, σημειώνοντας ποσοστό έως και 30,6%.