Μισθοί 11,5 ετών απαιτούνται σήμερα στην Ελλάδα για την αγορά ενός διαμερίσματος επιφάνειας 60 τ.μ. και ηλικίας 20-30 ετών, εξαιτίας του τριπλάσιου ρυθμού αύξησης των τιμών πώλησης κατοικιών σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό ανόδου των μισθολογικών απολαβών των πολιτών. Με βάση πρόσφατη ανάλυση της Cerved Property Services, είναι εμφανής η αναντιστοιχία μεταξύ της αγοραστικής δύναμης και της απόκτησης κατοικίας, με αποτέλεσμα η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα να αποτελεί πλέον άπιαστο όνειρο για τη μεγάλη πλειονότητα των ενδιαφερομένων.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, από το 2018 και μέχρι το τέλος του 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 19,5%, από 1.070 ευρώ σε 1.250 ευρώ. Στην πράξη, όμως, η αύξηση αυτή δεν είχε αντίκρισμα, γιατί αντισταθμίστηκε από τον υψηλό πληθωρισμό και το κύμα ακρίβειας που έχει πλήξει σχεδόν το σύνολο των αγαθών (π.χ. τρόφιμα) και των υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια, παρότι πλέον οι αυξήσεις είναι περιορισμένες. Την ίδια περίοδο (2018-2023), η μέση τιμή πώλησης κατοικίας στην Ελλάδα έχει σημειώσει αύξηση κατά 57%, αγγίζοντας τις 274.830 ευρώ, από 175.000 ευρώ το 2018. Αυτό σημαίνει ότι πλέον απαιτούνται 11,5 χρόνια για την απόκτηση ενός διαμερίσματος 60 τ.μ. Μόλις πριν από τρία χρόνια, το 2021, απαιτούνταν 8,5 χρόνια μισθών για την απόκτηση του ίδιου ακινήτου (60 τ.μ., 30 ετών), διάστημα που ήταν εναρμονισμένο με τον διεθνή μέσο όρο.
Ετσι, με βάση την ανάλυση της Cerved, η Αθήνα είναι πλέον η πέμπτη ακριβότερη πόλη για την απόκτηση κατοικίας από εγχώριους αγοραστές, υστερώντας μόνο σε σχέση με κάποιες από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο διαχρονικά, όπως το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, το Παρίσι και το Τελ Αβίβ. Το γεγονός ότι πλέον έχουν ξεπεραστεί πόλεις όπως η Ζυρίχη κι η Γενεύη στην Ελβετία, το Λονδίνο και το Ντουμπάι, είναι ενδεικτικό της ανάγκης για κάποια διόρθωση είτε στις τιμές πώλησης είτε στα εισοδήματα, ή και στα δύο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ένα ποσοστό των εισοδημάτων των Ελλήνων υποδηλώνεται, καθώς πάνω από το 50% δηλώνει εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ. Μάλιστα, όπως προκύπτει και με βάση τα στοιχεία από τις δηλώσεις των ελευθέρων επαγγελματιών, το 64% δήλωσε εισοδήματα έως 10.000 ευρώ το 2023, ενώ σχεδόν 1 στους 2 (45%) κάτω από 5.000 ευρώ. Επομένως είναι σαφές ότι αρκετά από τα έσοδα δεν δηλώνονται στην εφορία, με αποτέλεσμα να μειώνεται και ο συνολικός μέσος όρος της εγχώριας αγοραστικής δύναμης.
Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι ιδίως οι μισθωτοί έχουν δει την αγοραστική τους δύναμη να υποχωρεί δραματικά, ακόμα και μετά τις πρόσφατες αυξήσεις που έγιναν στους μισθούς.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τη Cerved, υπάρχει περιορισμένη «πραγματική» δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς οι τρέχουσες συνθήκες απευθύνονται στο άνω του 25% των ελληνικών νοικοκυριών με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ εάν πρόκειται για αγορά νεόδμητης κατοικίας, τα τρέχοντα επίπεδα τιμών απευθύνονται στο άνω του 3%-10% της χώρας.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον απαιτείται και σημαντικό ύψος αποταμιεύσεων/ιδίων κεφαλαίων για την εξασφάλιση στεγαστικού δανείου. Λαμβάνοντας υπόψη τη μέση αξία μιας κατοικίας στην Αθήνα σήμερα, δηλαδή περίπου 300.000 ευρώ, η εισοδηματική κλίμακα του ενδιαφερομένου πρέπει να αγγίζει τις 35.000 ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να εξασφαλιστεί δάνειο 210.000 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι οι υπόλοιπες 90.000 ευρώ θα πρέπει να βρεθούν από τον ίδιον τον υποψήφιο αγοραστή.
Πάντως, η ζήτηση για αγορά κατοικίας εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Σύμφωνα με το 2ο βαρόμετρο της αγοράς ακινήτων που πραγματοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), για λογαριασμό του ιστολογίου (blog) για τις επενδύσεις iliaspapageorgiadis.com του κ. Ηλία Παπαγεωργιάδη, επικεφαλής του επιχειρηματικού ομίλου MORE Group, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ποσοστό 28% ότι θεωρούν τον εαυτό τους πιθανό αγοραστή ακινήτων, έναντι μόλις 9% που απάντησαν ότι αποτελούν πωλητές ακινήτων. Ενα πρόσθετο 51% απαντά ότι αποτελεί γενικώς ενδιαφερόμενο για την αγορά ακινήτων.
Οι απαντήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αντανακλούν την επιθυμία των Ελλήνων να αποκτήσουν κατοικία, αλλά και την αδυναμία τους να το πράξουν όσο οι τιμές παραμένουν στα σημερινά επίπεδα και όσο δεν βελτιώνεται σημαντικά η οικονομική τους κατάσταση. Ουσιαστικά δηλαδή αυτήν την περίοδο στην αγορά κατοικίας παρατηρείται ένα διαρκώς διευρυνόμενο κενό ανάμεσα στο επίπεδο των τιμών, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, αλλά και στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, των οποίων τα εισοδήματα εξακολουθούν να συμπιέζονται.