Αποτέλεσε για δεκαετίες τον προτιμητέο εργοδότη, όμως τα τελευταία χρόνια πολλοί εργαζόμενοι, ιδίως οι νεότεροι σε ηλικία, μοιάζουν να του γυρνούν την πλάτη. Ο λόγος για το ελληνικό Δημόσιο, μια θέση στο οποίο σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνεται αντιληπτή ως ευχή αλλά περίπου ως… κατάρα.
Η εικόνα από τους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ είναι αποκαλυπτική: Στις 12.208 θέσεις που προκηρύχθηκαν από το 2019 έως και το 2022 (εξαιρουμένης της προκήρυξης 7Κ/2022), ο αριθμός των αναπληρώσεων, επιτυχόντων δηλαδή οι οποίοι κλήθηκαν να αντικαταστήσουν εργαζόμενους που αποχώρησαν, έφτασε τις 4.410. Βεβαίως, όπως εξηγούν πηγές του ΑΣΕΠ, ο τεράστιος αυτός αριθμός δεν σημαίνει ότι οι υποψήφιοι απορρίπτουν συνολικά το Δημόσιο, καθώς σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να μην αποδέχονται ένα συγκεκριμένο πόστο αλλά να προτιμούν μια άλλη θέση σε κάποιον πιο ελκυστικό δημόσιο φορέα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το καταθλιπτικό 36% στο οποίο ανέρχονται οι αναπληρώσεις είναι ενδεικτικό του ότι μια θέση στο Δημόσιο δεν αποτελεί πια «λαχείο».
Πίεση και χαμηλοί μισθοί
Πώς διαμορφώθηκε η κατάσταση αυτή; Κατά τον Ιωάννη Κουζή, καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κομβικό ρόλο έπαιξαν οι ανατροπές που επήλθαν σε μισθούς και εργασιακές σχέσεις την περίοδο των μνημονίων, όταν εμπεδώθηκαν κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης που είχαν ως στόχο τη σύγκλιση του εργασιακού καθεστώτος σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
«Είχαμε μείωση του προσωπικού κατά πάνω από 20% με παράλληλη υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών» λέει στα «ΝΕΑ», εξηγώντας ότι η υποβάθμιση αυτή δεν αφορά μόνο την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και το γεγονός ότι ο εισαγωγικός μισθός πλησιάζει τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα, ο χρόνος εργασίας αυξάνεται, η προστασία των θέσεων εργασίας ατονεί και παρατηρείται σκλήρυνση του πειθαρχικού δικαίου.
«Επίσης στον δημόσιο τομέα έχει εντατικοποιηθεί πολύ η δουλειά» προσθέτει ο καθηγητής του Παντείου. «Με το προσωπικό να έχει μειωθεί κατά το 1/5 σε σχέση με πριν από 10 χρόνια αποτελεί ερώτημα το πώς καλύπτονται οι αυξημένες ανάγκες στους διάφορους τομείς»,τονίζει, εξηγώντας ότι όλα αυτά αποθαρρύνουν τους εργαζόμενους από το να εργαστούν στο Δημόσιο.
Μεγάλες ελλείψεις
Τους χαμηλούς μισθούς και την εντατικοποίηση της εργασίας αναδεικνύει ως κεντρικά ζητήματα και ο Παντελής Βαϊνάς, εκπαιδευτικός και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ. «Ενας αναπληρωτής δάσκαλος ενδέχεται να τοποθετηθεί σε ένα νησί όπου από τα 700-800 ευρώ που θα παίρνει, χωρίς δώρα, θα δίνει τα μισά για ενοίκιο» σημειώνει.
Οσο για τις συνέπειες της υποστελέχωσης, δίνει ένα προσωπικό παράδειγμα: «Η κόρη μου πήγε επικουρική στο Παίδων την περίοδο του κορωνοϊού. Εμεινε τέσσερις μήνες και μετά, παρόλο που έχει μεταπτυχιακό στην παιδιατρική και την ενδιέφερε ο κλάδος, έφυγε γιατί δεν άντεχε την κατάσταση. Ηταν μια νοσηλεύτρια για 40 θαλάμους. Και αυτό συμβαίνει σε πάρα πολλούς χώρους».
Πλέον, όπως λέει, οι μεγάλες ελλείψεις προσωπικού δημιουργούν υπαρξιακό πρόβλημα για ορισμένους κλάδους του Δημοσίου «με πρώτο τα νοσοκομεία και δεύτερο τους δήμους, όπου τα πάντα πλην των διοικητικών υπηρεσιών δίνονται σε εργολάβους. Δεν υπάρχει προσωπικό ούτε για να επισκευάσει μια διαρροή».
Η μεγάλη φυγή των μηχανικών
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί έναν από τους τομείς στους οποίους καταγράφεται μεγάλη έλλειψη προσωπικού διαφόρων κλάδων, όπως οι μηχανικοί. Οπως εξηγεί ο Δημήτρης Πετρόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΟΕΜΔΥΔΑΣ), από το Δημόσιο λείπουν περίπου 3.000-4.000 μηχανικοί. Ωστόσο οι θέσεις εργασίας που ανοίγουν δεν είναι θελκτικές: Βάσει του διαγωνισμού 13Κ του ΑΣΕΠ προσελήφθησαν εντός του 2023 650 άτομα, όμως ως τον Νοέμβριο το 36%, δηλαδή λίγο πάνω από 200 άτομα, είχαν αποχωρήσει. Στους μηχανολόγους-ηλεκτρολόγους μάλιστα το ποσοστό αυτό άγγιξε το 50%.
«Είναι συχνό το φαινόμενο εργαζόμενοι να αναλαμβάνουν υπηρεσία και μόλις δουν τις τεράστιες ευθύνες, τον φόρτο δουλειάς καθώς και τις εξευτελιστικές αποδοχές να φεύγουν, γιατί οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ καλύτερες. Ο νεοδιοριζόμενος μηχανικός παίρνει 12 μισθούς των 800 με 850 ευρώ καθαρά. Δηλαδή κάτω από 10.000 ευρώ ετησίως, τη στιγμή που στην ΕΕ οι ετήσιες αμοιβές κυμαίνονται από 40.000 έως 70.000 ευρώ» λέει ο πρόεδρος της ΠΟΕΜΔΥΔΑΣ.
«Η διαφορά είναι τρομακτική. Προφανώς όλα τα γερά μυαλά θα φύγουν έξω ή θα δουλέψουν στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που αποτελεί μεγάλο πλήγμα ως προς το τι δημόσια διοίκηση θέλουμε να φτιάξουμε». Οσο για τις ευθύνες, εξηγεί ότι μηχανικοί καλούνται πολλές φορές να εργαστούν «δύο ημέρες στην Πολεοδομία, τρεις στην Τεχνική Υπηρεσία», υπηρεσίες όπου μια αστοχία μπορεί να οδηγήσει στο εδώλιο.
«Χρειάζεται συνδυασμός προσλήψεων με οικονομικά κίνητρα»
Προς αναστροφή της εικόνας που τείνει να παγιωθεί στο Δημόσιο, η ΑΔΕΔΥ ζητεί μεταξύ άλλων αυξήσεις στους μισθούς, επαναφορά των δώρων και μαζικές προσλήψεις. Οπως εξηγεί ο Παντελής Βαϊνάς, «χρειάζεται ένας συνδυασμός προσλήψεων με οικονομικά κίνητρα», καθώς με τις υπάρχουσες συνθήκες «δεν μπορεί να ζήσει κανείς, ειδικά ένα νέο παιδί που ίσως θέλει να αποκτήσει οικογένεια». Ο ίδιος, μάλιστα, υποστηρίζει ότι η απαξίωση του Δημοσίου δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελεί μέρος μιας πολιτικής στήριξης των ιδιωτών, εκτίμηση με την οποία συμφωνεί και ο Ιωάννης Κουζής.
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Πετρόπουλος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που έχει η αποστροφή των νέων προς το Δημόσιο. Προειδοποιεί ότι οι συνέπειες της υποστελέχωσης φαίνονται ήδη σε υποδομές που αφέθηκαν επί χρόνια χωρίς συντήρηση, όπως το στέγαστρο Καλατράβα. «Τρέμω τι θα γίνει αν έχουμε έναν μεγάλο σεισμό» λέει χαρακτηριστικά. «Αν το Δημόσιο δεν μπορεί να προσελκύσει ανθρώπους με όρεξη για δουλειά, σημαίνει ότι πάμε να το κλείσουμε το μαγαζί» καταλήγει.