Σήμα κινδύνου για το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης νερού εκπέμπουν, ο ένας μετά τον άλλο, δήμοι της χώρας, ενώ κηρύσσονται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Από τα νησιά του νοτίου Αιγαίου και την Κρήτη μέχρι την Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία, το «φάντασμα» της λειψυδρίας, μετά από δύο ήπιους χειμώνες και εν μέσω κορύφωσης της τουριστικής περιόδου, επανέρχεται, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων που εδώ και χρόνια προειδοποιούσαν ότι η χώρα μας θα γίνεται θερμότερη και ξηρότερη, λόγω της κλιματικής κρίσης. Ο Χρίστος Καραβίτης, κοσμήτορας της Σχολής Περιβάλλοντος και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων, εξηγεί ότι βρισκόμαστε σε μια δυσμενή υδρολογική συγκυρία, η οποία δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν.
Αναφερόμενος, μάλιστα στα νησιά του νοτίου Αιγαίου και στην Κρήτη, που βρίσκονται στο «κόκκινο», σημειώνει ότι στις περιοχές αυτές έβρεξε λιγότερο τον χειμώνα, ενώ ταυτόχρονα τα μέτρα ταμίευσης νερού δεν επαρκούν. «Είναι δεδομένο ότι τον χειμώνα θα πρέπει να ταμιεύσουμε το λίγο νερό που πέφτει. Αυτό όχι μόνο δεν γίνεται, αλλά τα νησιά αυτά έχουν αυξημένες υδροβόρες δραστηριότητες λόγω του τουρισμού. Και, δυστυχώς, εκ των υστέρων βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να τις υποστηρίξουμε».
Συνεπώς, σύμφωνα με τον καθηγητή Διαχείρισης Υδατικών Πόρων, απαιτείται η λήψη κατάλληλων μέτρων. Ποια είναι αυτά; Ο έλεγχος της προσφοράς και της ζήτησης σε νερό. «Αυτό σημαίνει να έχουμε από την αρχή μηχανισμούς που να ελέγχουν τη σπατάλη, συστήματα επεξεργασίας αποβλήτων, ενώ στα νησιά χρειάζονται έργα ταμίευσης και έργα ενίσχυσης του υδατικού δυναμικού. Δηλαδή, έργα αφαλάτωσης, όπου είναι εφικτό, με τη χρήση των εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Είναι κάτι για το οποίο ήδη θα έπρεπε να είχαμε μεριμνήσει».
«Ούτε σταγόνα βροχής»
Τη δραματική κατάσταση την οποία αντιμετωπίζουν πολλές περιοχές στην Κρήτη περιγράφει ο δήμαρχος Βιάννου, Παύλος Μπαριτάκης: «Δύο χρόνια έχει να βρέξει. Οι βροχοπτώσεις έχουν περιοριστεί πάνω από το 70% με 80% απ’ ό,τι χρειαζόμαστε κάθε χρόνο για να πούμε ότι πάμε ομαλά. Αποτέλεσμα είναι να στερεύουν τα πηγαία νερά. Οι οικισμοί που είναι στον ορεινό όγκο του δήμου μας και υδροδοτούνται από πηγές αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα».
Σύμφωνα με τον Π. Μπαριτάκη, ο υδροφόρος ορίζοντας έχει μειωθεί κατά 10 με 11 μέτρα από πέρυσι. «Υπάρχει ένα όριο βάθους στις γεωτρήσεις. Δεν μπορεί μια γεώτρηση που είναι 350 μέτρα να την πάμε στα 400 μέτρα. Γιατί θα βρούμε θάλασσα από κάτω». Το δεδομένο αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από 6.000 μόνιμους κατοίκους σε 20.000, δημιουργεί μια ασφυκτική κατάσταση. Η δημοτική Αρχή, όπως τονίζει ο Π. Μπαριτάκης, έχει λάβει κάποια μέτρα από τον Μάρτιο, κυρίως σε ό,τι αφορά την άρδευση. «Απαγορεύσαμε τις δεύτερες καλλιέργειες που φυτεύονται το καλοκαίρι και περιορίσαμε τα κυβικά που δικαιούται κάθε αγρότης. Από τα 7-8 κυβικά κατεβήκαμε στα 5. Αν δεν τα τηρήσουμε, θα το βρούμε μπροστά μας», αναφέρει ο δήμαρχος Βιάννου.
Η λειψυδρία έχει «χτυπήσει» και τη Σίφνο, που αυτή την περίοδο υποδέχεται πλήθος τουριστών. «Ζητήσαμε να κηρυχθεί το νησί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στέλνοντας ένα μήνυμα ευαισθητοποίησης σε όλους, γιατί διαπιστώνουμε αλόγιστη χρήση. Τον Ιούνιο είδαμε ότι οι ενδείξεις ήταν ανησυχητικές σε σχέση με την κατανάλωση, ενώ είδαμε ότι η εκτίμηση κατανάλωσης για την περίοδο Ιουλίου-Οκτωβρίου 2024 είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή μας. Και αυτό σήμανε συναγερμό», αναφέρει η δήμαρχος Σίφνου, Μαρία Ναδάλη.
Στερεύει η Θεσσαλία
Μια από τις περιοχές που αναμένεται να αντιμετωπίσουν οξύ πρόβλημα λειψυδρίας, αν δεν ληφθούν μέτρα, είναι η Θεσσαλία. Μάλιστα, η κατάσταση θα ήταν σήμερα δραματική αν δεν είχαν προηγηθεί οι καταστροφικές πλημμύρες, σύμφωνα με τα όσα λέει στην «R» o Θεοφάνης Γέμτος, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
«Οι πλημμύρες γέμισαν με νερό τη λίμνη Πλαστήρα. Και αυτό είναι που εξασφαλίζει νερό για τους ΤΟΕΒ (Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων) Ταυρωπού και Πηνειού. Στον ταμιευτήρα του Σμωκόβου, όμως, δεν έπεσε αυτό το νερό, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη μπει περιορισμοί στο πότισμα», επισημαίνει ο Θ. Γέμτος.
Στη Θεσσαλία υπάρχουν 33.000 γεωτρήσεις. Πολλές από αυτές έχουν φτάσει ήδη στα 400 μέτρα βάθος για να βρεθεί νερό, με κίνδυνο να αρχίσει η ροή θαλασσινού νερού, το οποίο κινδυνεύει να διαλύσει τους ταμιευτήρες. «Το νερό δεν θα εξαντληθεί απλώς, αλλά θα γίνει υφάλμυρο και δεν θα μπορούμε να ποτίσουμε. Η δε μελέτη των Ολλανδών προβλέπει ότι η περιοχή της ανατολικής Θεσσαλίας, από τη Λάρισα προς τον Βόλο, στα επόμενα 15 χρόνια θα ερημοποιηθεί. Επομένως, συζητάμε για τεράστιο πρόβλημα, το οποίο διαρκώς επιδεινώνεται. Αν είχαμε τα φράγματα του Μουζακίου, του Ενιπέα, της Πύλης και του Νεοχωρίτη, θα γίνονταν λιγότερες ζημιές, αλλά θα ποτιζόταν και ο κάμπος. Αυτό λένε και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων και η μελέτη της HVA, ότι χρειαζόμαστε άμεσα τα φράγματα αυτά», λέει ο ομότιμος καθηγητής.
Εκτός, όμως, από τους ταμιευτήρες που θα αποθηκεύουν νερό, χρειάζεται, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, να γίνει μελέτη για τα δίκτυα μεταφοράς και να εκσυγχρονιστούν, ώστε να περιοριστούν οι απώλειες και εν συνεχεία οι αγρότες να χρησιμοποιούν «έξυπνα» συστήματα για μικρότερη κατανάλωση νερού, όπως αισθητήρες που καταγράφουν την υγρασία του εδάφους.
Κλιματική κρίση
Με μελανά χρώματα περιγράφει το κοντινό μέλλον ο Φώτης Μάρης, πρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου και καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών, ο οποίος έχει ασχοληθεί με τη διευθέτηση ορεινών υδάτων.
«Αν συνεχιστεί η ανομβρία των δύο-τριών τελευταίων ετών, θα οδηγήσει πιθανότατα σε προβλήματα λειψυδρίας. Η σημαντική μείωση της εδαφικής υγρασίας ήδη επηρεάζει την πρωτογενή παραγωγή. Η μειωμένη παραγωγή ελαιολάδου στη Μεσόγειο είναι η πρώτη απόδειξη. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει ανάγκη σοβαρής, πλήρους και τεκμηριωμένης ενημέρωσης των πολιτών από το κράτος με την ίδρυση κλιματικών γραφείων σε κάθε περιφέρεια και με τη βοήθεια των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων της χώρας. Ενώ άμεση είναι και η ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο ενσωματώνοντας την κλιματική κρίση», τονίζει ο Φ. Μάρης.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, η χώρα μας σταδιακά γίνεται θερμότερη και ξηρότερη. Με βάση τις εκτιμήσεις των ειδικών, μέχρι το 2050 οι ημέρες καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως και η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%. «Η πίεση στη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων θα αυξηθεί σημαντικά», καταλήγει ο πρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου.
Το σχέδιο
Την ίδια στιγμή, τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας επεξεργάζονται ένα νέο σχέδιο, που θα οδηγήσει στην ολοκληρωμένη και ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων στη χώρα μας.
Όπως αποκαλύπτει στην «R» o γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης, πρόκειται για μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα μέτρα, που θα εστιάζουν από τη μία στην κάλυψη των αναγκών του Λεκανοπεδίου της Αττικής, όπου καταναλώνεται το 40% του νερού της χώρας, και από την άλλη στην αντιμετώπιση της λειψυδρίας σε περιοχές ανά την Ελλάδα που βρίσκονται στο «κόκκινο». Ανάμεσα σε αυτές τα νησιά του νοτίου Αιγαίου, περιοχές της Κρήτης, η ανατολική Πελοπόννησος κ.ά.
Οι προτάσεις βρίσκονται ήδη το τελευταίο διάστημα στο τραπέζι των συζητήσεων. Στην τελευταία σύσκεψη που έγινε την περασμένη εβδομάδα συμμετείχε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, ενώ στις 29 Ιουλίου έχει προγραμματιστεί σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, κατά την οποία θα γίνει αναλυτική ενημέρωση.
Πιθανές λύσεις
«Για το σύστημα του Μόρνου και του Ευήνου, που δεν τροφοδοτεί με νερό μόνο την Αττική αλλά και τις περιοχές από τις οποίες περνά ο αγωγός, έχουμε κάνει μια σειρά από συσκέψεις για να εξετάσουμε πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Στην ουσία, πρόκειται για έργα κόστους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία στοχεύουν στην ενίσχυση των αποθεμάτων. Δηλαδή, στη διασφάλιση πρόσθετων πηγών νερού», εξηγεί ο Π. Βαρελίδης.
Αυτή τη στιγμή στο τραπέζι έχουν πέσει τρεις πιθανές λύσεις. Πρώτον, η κατασκευή μονάδων αφαλάτωσης του νερού, δεύτερον η λήψη νερού από άλλα υδατικά συστήματα και πιο συγκεκριμένα από τον ποταμό Αχελώο και, τρίτον, η επεξεργασία λυμάτων που διαχωρίζει τις επικίνδυνες ουσίες από το νερό.
«Οι αφαλατώσεις έχουν μεν μεγαλύτερο ενεργειακό και οικονομικό κόστος, ωστόσο παρέχουν πρόσβαση σε μια ατελείωτη πηγή νερού, τη θάλασσα. Η άλλη λύση, που έχουμε συζητήσει, είναι η τροφοδοσία με νερό από άλλα υδατικά συστήματα και πιο συγκεκριμένα από την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, που είναι η τελευταία λίμνη του Αχελώου. Με την κατασκευή μιας σήραγγας 30 χλμ. μπορούμε να μεταφέρουμε νερό στον Εύηνο. Ως τρίτη λύση εξετάζεται η χρήση του νερού που θα προκύπτει από τα επεξεργασμένα λύματα. Πάνω σε αυτές τις προτάσεις αναμένονται οικονομικοτεχνικές αναλύσεις ώστε να καταλήξουμε στην προσφορότερη. Πρόκειται για έργα που απαιτούν πέντε με έξι χρόνια για την υλοποίησή τους», σημειώνει ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων. Σχολιάζοντας, παράλληλα, ότι «αυτή τη στιγμή τα αποθέματα στην Αττική, λαμβάνοντας το ακραίο σενάριο να μη βρέξει καθόλου, επαρκούν για τα επόμενα δυόμισι χρόνια». Οσον αφορά τις υπόλοιπες περιοχές ανά την Ελλάδα που εμφανίζουν ήδη ή βρίσκονται στα πρόθυρα λειψυδρίας, μεταξύ αυτών η Κάρπαθος, η Λέρος, η Νάξος, η Σίφνος, η Κορινθία, η Τροιζηνία, περιοχές της Κρήτης κ.ά. που κηρύχθηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου τονίζει ότι «εκτός από την κατασκευή μονάδων αφαλάτωσης και λοιπών έργων, εξετάζονται μέτρα που θα στοχεύουν σε έναν συνδυασμό πραγμάτων όπως οι επισκευές δικτύων ύδρευσης, η ενίσχυση της διαχειριστικής και τεχνικής επάρκειας των πιο αδύναμων παρόχων ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν με πληρότητα τις υποχρεώσεις τους, ο περιορισμό της γραφειοκρατίας, η εξέταση των όρων πληρωμής κ.ά.».
Νέα τιμολόγηση
Σύμφωνα με τον αρμόδιο παράγοντα του υπουργείου, θα εξεταστούν και τα ζητήματα τιμολόγησης. «Είναι σωστό και δίκαιο να πληρώνει το ίδιο ένα ξενοδοχείο που έχει πισίνα σε κάθε δωμάτιο και το ίδιο ο κάτοικος της περιοχής; Είναι θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναγκαστικά θα πάμε σε έναν ανασχεδιασμό για να δώσουμε μια λύση που θα σταθεί στον χρόνο και με κάποιο τρόπο να ενισχύσουμε τους παρόχους ώστε να γίνουν βιώσιμοι. Να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους από μόνοι τους. Γιατί το κράτος δεν μπορεί να έρχεται πάντα ως από μηχανής θεός». Τέλος, ο Π. Βαρελίδης χαρακτήρισε τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση της κατανάλωσης ως «ασπιρίνες που δεν προσφέρουν μια μόνιμη και αποτελεσματική λύση».