Η νεοναζιστική οργάνωση «Εθνικοσοσιαλιστική Λέσχη», η οργάνωση «Δολοφονήστε τα μέσα ενημέρωσης», η ένοπλη ακροδεξιά οργάνωση «3%», οι ρατσιστές της οργάνωσης «Υπερήφανα Αγόρια», οι αυτόκλητοι σωτήρες παιδιών τα οποία υποτίθεται ότι κινδυνεύουν από σκοτεινές δυνάμεις, γνωστοί και ως οπαδοί της συνωμοσιολογικής θεωρίας QΑnon. Ολα τα άνθη της αμερικανικής Ακροδεξιάς έσπευσαν, με αυτοκίνητα, πούλμαν και αεροπλάνα, στις 6 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον για να ακούσουν τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ να καταγγέλλει, λάβρος, εκλογική νοθεία και να τους στέλνει να εισβάλουν στο Καπιτώλιο.
Στο πλήθος που πέρασε τις ελάχιστα φρουρούμενες περιφράξεις, περιλαμβανόταν ο 55χρονος Κέβιν Γκρίσον, ο οποίος ανέβαζε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες με ένα όπλο σε κάθε χέρι και καλούσε σε ένοπλη επίθεση στο Κογκρέσο, αλλά πέθανε από ανακοπή καρδιάς πριν μπει στο κτίριο. Περιλαμβανόταν επίσης η 35χρονη Ασλι Μπάμπιτ, η οποία απειλούσε ότι «έρχεται η καταιγίδα» και «τίποτα δεν μας σταματά», αλλά έπεσε νεκρή από σφαίρα αστυνομικού που προσπαθούσε να αποτρέψει την προέλαση του πλήθους.
Πολλά λέγονται για το ποιοι είναι οι άνθρωποι που έγιναν τόσο τυφλά όργανα του Τραμπ, ώστε να δεχθούν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν ακολουθώντας τις εντολές του. Κάποιοι κρατούσαν λοστούς, όπως αυτοί που σκότωσαν τον 42χρονο αστυνομικό Μπράιαν Σίκνικ, άλλοι κρατούσαν αρμαθιές από πλαστικές χειροπέδες για να πιάσουν βουλευτές ομήρους και άλλοι έκαναν απλώς τη φιγούρα τους, όπως ο κερασφόρος ημίγυμνος ηθοποιός από την Αριζόνα, ο οποίος απολαμβάνει σε τακτά διαστήματα τα φώτα της δημοσιότητας κρατώντας πλακάτ με την επιγραφή «Με έστειλε ο Q» (ο υποτιθέμενος μοναδικός γνώστης της φοβερής συνωμοσίας για τους παιδεραστές πολιτικούς που πίνουν το αίμα παιδιών και τους οποίους κατά σύμπτωση μπορεί να σταματήσει μόνο ένας άνθρωπος πάνω στη Γη, ο Ντόναλντ Τραμπ). Αφού ο Τραμπ κατάφερε να πείσει τους υποστηρικτές του ότι, εν μέσω πανδημίας, είναι ένδειξη αδυναμίας το να φορούν μάσκα, αφού κάποιοι από αυτούς πιστεύουν ακόμη και σε ασυναρτησίες τύπου QAnon, δεν ήταν δύσκολο να τους πείσει και ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο είναι πατριωτικό καθήκον. Στο εναλλακτικό σύμπαν των οπαδών του Τραμπ, το γεγονός ότι ο αρχηγός τους έχασε τις εκλογές με διαφορά επτά εκατομμυρίων ψήφων και έκανε δεκάδες δικαστικές προσφυγές οι οποίες απορρίφθηκαν ακόμη και από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο πλειοψηφούν οι συντηρητικοί, ήταν απολύτως αδιάφορο.
Σε μια δραματική αντιστροφή της πραγματικότητας, την ώρα που οι οργισμένοι οπαδοί του Τραμπ παρεμπόδιζαν τη λειτουργία των θεσμών της αμερικανικής δημοκρατίας, δήλωναν ότι υπερασπίζονται το σύνταγμα και ότι έδιναν ένα μάθημα σε όσους υποτίθεται ότι υφάρπαξαν την ψήφο τους. Τα περί υπεράσπισης του συντάγματος είναι, φυσικά, θλιβερές δικαιολογίες από ανθρώπους που κρατούσαν σημαίες των δουλοκτητικών πολιτειών (εκτός εάν η δουλεία επιτρέπεται από το σύνταγμα) και οι οποίοι φορούσαν μπλουζάκια που δήλωναν ότι η εξολόθρευση έξι εκατομμυρίων Εβραίων από τους ναζί δεν ήταν αρκετή (ούτε η γενοκτονία επιτρέπεται από το σύνταγμα).
Τελικά, για τον όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο, το βασικό ερώτημα είναι αν επρόκειτο απλώς για τους «χρήσιμους ηλίθιους» του Τραμπ ή για κάτι χειρότερο, την έκφραση ενός φασιστικού κινήματος που ενισχύθηκε στα χρόνια του Τραμπ, έχοντας ξεφύγει από το ακροδεξιό περιθώριο. Ενα από τα χαρακτηριστικά των φασιστικών κινημάτων είναι ότι τα μέλη τους επιστρέφουν «στις τρύπες τους» όταν σταματήσουν να λαμβάνουν υψηλή προστασία. Ετσι, η απάντηση για το πώς θα συμπεριφερθεί ο όχλος αυτός στη συνέχεια εξαρτάται από τη στάση αυτών που έως τώρα τον προστάτευαν και τον ενθάρρυναν. Των τμημάτων των σωμάτων ασφαλείας που έκαναν τα στραβά μάτια, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που προωθούσαν τις συνωμοσιολογικές απόψεις (υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και στην ενεργή προώθηση) και των οικονομικών παραγόντων που αποδέχθηκαν τον φασισμό, αρκεί ο Τραμπ να τους βοηθήσει να αυξήσουν την κερδοφορία τους. Παραγόντων όπως ο δισεκατομμυριούχος Στίβεν Ρος, ο οποίος είπε για τον Τραμπ: «Είναι λίγο διχαστικός, αλλά έχει κάνει φανταστικά πράγματα που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να κάνει». Φανταστικά, έως αφάνταστα…