Την τέταρτη µεγαλύτερη αύξηση µεταξύ 30 πόλεων παγκοσµίως σηµείωσαν κατά τη διάρκεια του φετινού πρώτου εξαµήνου οι τιµές των πολυτελών κατοικιών στην Αθήνα, µε βάση σχετική έρευνα της Savills, βρετανικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών συµβούλων ακινήτων. Συγκεκριµένα, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής», ο ρυθµός της ανόδου διαµορφώθηκε σε 3,5% και ήταν ο τέταρτος υψηλότερος, πίσω µόνο από τη Λισσαβώνα (4,5%), το Αµστερνταµ και τη Μαδρίτη. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά µέσον όρο οι τιµές των πολυτελών κατοικιών και στις 30 πόλεις δεν ξεπέρασε το 0,8%, δείγµα της ισχυρής δυναµικής που έχει αναπτυχθεί τόσο στην αγορά της Αθήνας όσο και σε άλλες πόλεις της νότιας Ευρώπης.
Εκτός από τις τιµές πώλησης, σηµαντική αύξηση καταγράφεται και στις τιµές ενοικίασης κατά το πρώτο εξάµηνο. Στην κορυφή των πόλεων µε τις µεγαλύτερες αυξήσεις βρίσκεται και πάλι η Λισσαβώνα µε άνοδο κατά 7,5%, ενώ ακολουθούν κατά σειρά το Ντουµπάι και η Μπανγκόκ. Στην Αθήνα οι τιµές ενοικίασης πολυτελών κατοικιών σηµειώνουν αύξηση κατά 4,6%. Μάλιστα, συνολικά στις 30 πόλεις του δείκτη τιµών της Savills, οι τιµές των ενοικίων σηµείωσαν µέση άνοδο κατά 2,2%. Σύµφωνα µε την ανάλυση της Savills, ο κύριος λόγος των αυξήσεων τόσο στις τιµές πώλησης όσο και στις τιµές ενοικίασης είναι η σηµαντική εισροή ξένων επενδυτών και αγοραστών.
Ειδικά όµως στην περίπτωση της Αθήνας και γενικότερα της Ελλάδας, φέτος έχει αρχίσει να παρατηρείται και µια σηµαντική αύξηση της ζήτησης και από Ελληνες. Σε πρόσφατη έρευνα της Greece Sotheby’s International Realty, η ζήτηση από την εγχώρια αγορά πολυτελών κατοικιών κατά το φετινό πρώτο εξάµηνο σηµείωσε αύξηση κατά 67% σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περίοδο του προηγούµενου έτους. Μάλιστα, οι Ελληνες ενδιαφερόµενοι αγοραστές αποτέλεσαν τη δεύτερη µεγαλύτερη οµάδα επενδυτών, πίσω µόνο από την αγορά των ΗΠΑ, όπου όµως η ζήτηση δεν σηµείωσε ιδιαίτερη µεταβολή σε σχέση µε πέρυσι. Στην τρίτη θέση από πλευράς ζήτησης βρέθηκαν οι αγοραστές από το Ηνωµένο Βασίλειο, µε την αύξηση να διαµορφώνεται σε 24%. Στην τέταρτη θέση βρέθηκε η γαλλική αγορά, παραµένοντας στα ίδια επίπεδα ζήτησης µε το πρώτο εξάµηνο του 2023. Στον αντίποδα, η ζήτηση από τη γερµανική αγορά σηµείωσε σηµαντική κάµψη της τάξεως του 23% λόγω της µεγάλης κρίσης που ταλανίζει την αγορά του real estate στη χώρα εδώ και µία διετία, µε ιστορικά χαµηλούς δείκτες καταναλωτικής διάθεσης. Συνολικά, η φετινή ζήτηση ήταν 11% υψηλότερη από το αντίστοιχο διάστηµα του προηγούµενου έτους.
Ωστόσο, πολύ µεγαλύτερη ήταν η αξία των πωλήσεων φέτος, καθώς άγγιξε το 90% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Σύµφωνα µε την έρευνα, η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη «φυσική προσαρµογή των πωλητών σε ρεαλιστικότερες αποτιµήσεις του χαρτοφυλακίου τους, ενώ σηµατοδοτούν και µια µερική επιστροφή στην κανονικότητα σε σχέση µε τα προηγούµενα δύο χρόνια, περίοδο κατά την οποία οι αγοραστές ήταν αρκετά διστακτικοί εν µέσω ευρύτερης γεωπολιτικής και µακροοικονοµικής αβεβαιότητας». Σηµαντικό ρόλο στη βελτίωση των προσδοκιών των αγοραστών διαδραµάτισε η θεαµατική υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς οι βασικές αγορές, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ενωση, κατάφεραν να τιθασεύσουν τον πληθωρισµό, ο οποίος έφτασε για πρώτη φορά σε υψηλά 30 ετών προκαλώντας παγκόσµια ανησυχία.
Σύµφωνα µε τον κ. Σάββα Σαββαΐδη, πρόεδρο και διευθύνοντα σύµβουλο της Greece Sotheby’s International Realty, «βλέποντας µέσα από µια µακροπρόθεσµη οπτική τα µεγέθη των δύο πρώτων τριµήνων, είδαµε τους ιδιοκτήτες πωλητές ακινήτων να αναπροσαρµόζουν τις τιµές πώλησης σε ρεαλιστικότερες θέσεις και να είναι περισσότερο ευέλικτοι στις διαπραγµατεύσεις πώλησης. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό βλέπουµε τόσο υψηλό ποσοστό µετατροπής υποδείξεων σε πωλήσεις και αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στο ότι οι αγοραστές αφενός έχουν διάθεση για αγορά και ταυτόχρονα είναι σε θέση να κλείνουν συµφωνίες αγοράς σε λογικές τιµές».
Παράλληλα, ο κ. Σαββαΐδης επισηµαίνει και το γεγονός ότι η αγοραστική διάθεση στον χώρο των εξοχικών κατοικιών πολυτελείας είναι ιδιαίτερα ευµετάβλητη. Σηµαντικό ποσοστό των αγορών αυτών είναι παρορµητικές, η δε χώρα µας, έχοντας µόλις το 3,5% µερίδιου αγορών στη Μεσόγειο σε αυτή την κατηγορία, απέχει µακράν από το να θεωρείται εδραιωµένος προορισµός των ανθρώπων πολύ υψηλής οικονοµικής επιφάνειας (Ultra High Net Worth Individuals).