Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Σαν να ξεβράστηκες γυμνή σε μια παραλία ντυμένων»

    Ημερομηνία:

    DIVICO
    Κάθε της βιβλίο είναι ένα βήμα μπροστά από την εποχή του με τη ζωντανή, παραστατική γραφή και με τα θέματα ταυτότητας, ζωής, ύπαρξης, φύλου που συνήθως επικαλείται. Τολμηρή και ρηξικέλευθη, η Αμάντα Μιχαλοπούλου φτιάχνει χαρακτήρες που συζητιούνται ακόμα ως σημείο αναφοράς στον χώρο της λογοτεχνίας. Από την πρώτη της τολμηρή εμφάνιση, στον διαγωνισμό του περιοδικού «Ρεύματα», όπου υπέγραφε με ανδρικό ψευδώνυμο, ήρωάς της ήταν ένα αγόρι που δούλευε σε βενζινάδικο και εξηγούσε στους κριτές γιατί πρέπει να τη βραβεύσουν. Από τότε διέκρινε το ταλέντο της ο Κωστής Παπαγιώργης και την παρότρυνε να γράφει.

    Πλέον, η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι από τις πιο καταξιωμένες συγγραφείς μας, με τα προφητικά της βιβλία, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, να διαβάζονται σαν να έχουν γραφτεί για να προβλέψουν την αναζήτηση του εαυτού σε μια κοινωνία που αλλάζει. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Γιάντες», τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω», ενώ το «Θα ήθελα» απέσπασε, στην αμερικανική του μετάφραση, το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών το 2008. To ίδιο έργο πήρε επίσης το βραβείο Liberis Liber των ανεξάρτητων καταλανικών εκδοτικών οίκων και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου επίσης έχει τιμηθεί με το περίοπτο βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.

    Ο Στέφανος

    Αν το «Μπαρόκ» θεωρείται το πρώτο πετυχημένο στην Ελλάδα εγχείρημα της αυτοβιογραφούμενης γραφής, γνωστής ως Autofiction, που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό – με την πρωταγωνίστριά της να ταυτίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με την ίδια και με κρίσιμες στιγμές της ζωής της, το «Πώς να κρυφτείς» πραγματεύεται μια ιστορία ενός ανθρώπου σε κρίση ταυτότητας, ανάλογη με το πολύπλοκο περιβάλλον όπου ζει, ανάμεσα σε δύο πατρίδες, σε δύο γλώσσες και σε δύο κόσμους. Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο Στέφανος, ένας Ελληνας καθηγητής σε ελληνικό σχολείο του Βερολίνου -όπου τυγχάνει να έχει περάσει αρκετά χρόνια της ζωής της με λογοτεχνική υποτροφία η ίδια η συγγραφέας-, με τις εσωτερικές του ανησυχίες να τον βασανίζουν και με την τραυματική παιδική του ιστορία να ορίζει κάθε του συνειδητή ή ασυνείδητη απόφαση.

    Ηταν, μόλις, τεσσάρων ετών όταν έπεσε θύμα απαγωγής από ένα ζευγάρι Γερμανών που είχαν χάσει το παιδί τους και έτσι μεγάλωσε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όχι στην Ελλάδα αλλά στο Βερολίνο. Παρότι η φυσική του οικογένεια τον βρήκε στα 11 του, ουσιαστικά αυτή η ανακάλυψη δεν έλυσε τα προβλήματα, αλλά προκάλεσε ένα ακόμα τσουνάμι αβεβαιοτήτων, με αποτέλεσμα ο Στέφανος να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και να μοιάζει μονήρης ή αδιάφορος σε όλα όσα συμβαίνουν. Στο γερμανικό, ωστόσο, περιβάλλον της μελαγχολικής ησυχίας, αυτό δεν μοιάζει με παραφωνία, ούτε είναι τόσο παράταιρο και η μαεστρία της συγγραφέως είναι ότι αφήνει τους άλλους, δίνοντάς τους τον λόγο στο βιβλίο, να περιγράψουν όλα όσα συμβαίνουν στον παράξενο ήρωά της. Μπορούμε, έτσι, να ταξιδέψουμε μαζί τους σε αυτά τα διαφορετικά περιβάλλοντα της Ελλάδας και της Γερμανίας, να μάθουμε πολλά για τις αντιφάσεις τους, αλλά και να εμπνευστούμε από τις παραστατικές ψυχικές και εξωτερικές περιγραφές, με έναν όμορφο και άκρως εσωτερικό και συγκροτημένο, όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα της κεντρικής Ευρώπης, λόγο της Αμάντας Μιχαλοπούλου.

    Αλλωστε, σε κάθε της βιβλίο η συγγραφέας έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες του μυθιστορήματος και να γίνεται άλλοτε δραματική και άλλοτε γεμάτη χιούμορ, με φράσεις που δείχνουν μαεστρία, φροντίδα, γνώση και βαθιά αγάπη για τη γλώσσα και τις άπειρες δυνατότητές της. Το «Πρώτο Θέμα» προσφέρει σήμερα το βιβλίο «Πώς να κρυφτείς», ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στον ψυχικό κόσμο αλλά και στις διαφορετικές ταυτότητες με πρωταγωνιστή τον Στέφανο, κάτι που διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο στον πολύπλοκο κόσμο που ζούμε.

    -Τι σημαίνει για σένα γραφή; Είναι δημιουργία, τρόπος ζωής ή κάτι άλλο;
    Γράφω για μένα σημαίνει ορίζω αυτό που συνέβη, επανατοποθετώ, ξαναχτίζω – μερικές φορές και δωμάτια που δεν υπήρξαν ποτέ, αλλά μου αρέσει να τα φαντάζομαι.

    -Πόσο εύκολο είναι να είσαι δημιουργός ενός μυθιστορήματος με αντικείμενο τη ζωή σου και σε ποιο βαθμό τα βιβλία σου ενσωματώνουν προσωπικές εμπειρίες;
    Αν αναφέρεσαι στο «Μπαρόκ», περιέργως, δεν αισθάνομαι πως είναι η ζωή μου. Είναι μια απόχρωση της ζωής μου που κάποια στιγμή ξεβγάζει τα χρώματά της σαν να είναι ρούχο. Η ζωή μου είναι ό,τι πιο πρόχειρο έχω προς παρατήρηση, γι’ αυτό την αξιοποιώ. Η αυτομυθοπλασία είναι το αντίθετο του ναρκισσισμού, είναι διαρκές γδάρσιμο του εαυτού, μια πολύ περίεργη οπτική γωνία να κοιτάς τη ζωή από πάνω και από μέσα και να γίνεται η ταυτότητα αυτό που πράγματι είναι, δηλαδή μια κατασκευή. Αρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, είναι αφάνταστα δύσκολο να βρεις τη σωστή απόσταση, σαν να ξεβράστηκες γυμνή σε μια παραλία ντυμένων. Κι αυτό ισχύει για ό,τι γράφω.

    -Μήπως τελικά όλοι οι συγγραφείς είναι κατά κάποιον τρόπο αυτοβιογραφούμενοι;
    Η μυθοπλασία στηρίζεται και υποστηρίζεται από όσα ζήσαμε. Οταν γράφουμε διαλέγουμε την απόσταση που θα κρατήσουμε από το βίωμα, αλλά η πρωταρχική ερώτηση που διατρέχει ένα κείμενο είναι κάτι που μας απασχολεί βαθιά, που δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Μπορεί να μιλάμε για το φεγγάρι ή για την αρχαία Ρώμη, αλλά προσπαθούμε να αγγίξουμε ένα ψυχικό τοπίο μέσω της μεταφοράς. Η αφήγηση, στις καλύτερες στιγμές της, σχετίζεται με κάτι δικό μας, βαθύ και συχνά αποτρόπαιο. Είναι ένα παραμύθι ενηλίκων με δράκους, πύργους και δάση. Συνδέεται με ό,τι αγαπάμε και ό,τι απεχθανόμαστε. Με τη χυδαιότητα, τη ζήλια, την ανοησία. Αλλά και με την ψυχική ανάταση, με την προσδοκία ενός καλού τέλους.

    -Γιατί «Μπαρόκ»;
    Επειδή το Μπαρόκ στην τέχνη βασίζεται στη μονοφωνία και στο ξεδίπλωμα μιας δραματικής λεπτομέρειας. Το φαντάζομαι σαν ένα γλυπτό σεντόνι με ζάρες στη βάση ενός αγάλματος, σαν μια βεντάλια που ανοίγει. Οταν ξεδιπλώνεις έτσι ένα δραματικό γεγονός της ζωής σου και παρατηρείς τις λεπτομέρειες, πώς έγινε ό,τι έγινε, πώς συνδέεται με το παρελθόν και το μέλλον, αλλά και πώς στέκει ως αυθύπαρκτο γεγονός που σε καθόρισε, είναι σαν να φτιάχνεις ένα μπαρόκ άγαλμα – φαίνονται οι φλέβες, οι πτυχές του υφάσματος, η δραματική ένταση της στιγμής, ο σταματημένος χρόνος.

    -Σε πάρα πολλές στιγμές δεν φοβάσαι να προβάλεις δύσκολες ή αμήχανες στιγμές της ζωής σου, σαν σκηνή από ταινία. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να δεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μην αυτολογοκριθείς;
    Πολύ δύσκολο. Συνήθως φτιάχνουμε ένα εικόνισμα του εαυτού μας, μια ιερή εικόνα που δείχνει πόσο ταλαιπωρηθήκαμε ή πόσο καλά τα καταφέραμε, που είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και είναι ανθρώπινο, θέλουμε να μας αγαπούν και να μας θαυμάζουν, αλλά η λογοτεχνία συνδέεται με την αδυναμία, την αμηχανία, ακόμη και την αηδία. Να μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που κάνουμε όταν κανείς δεν κοιτάει.
    -«Αν δεις το σπίτι σαν ένα μεγάλο γλυπτό που επιτελεί έργο, θα πάψεις να σκέφτεσαι το μέλλον επειδή το σπίτι είναι», γράφεις σε κάποια στιγμή και έχω την αίσθηση ότι όλα σου τα έργα γράφονται σε χρόνο παροντικό…
    Κοίτα τώρα που δεν τη θυμάμαι αυτή τη φράση, ούτε με τι συνδέεται! Ωστόσο, ναι, με ενδιαφέρει το παρόν, είναι προκλητικό, διαλογιστικό, επειδή δεν έχει την ονειροπόληση του παρελθόντος και του μέλλοντος, προκαλεί σε δράση και, αν μη τι άλλο, σε αφύπνιση των αισθήσεων.

    -Αλήθεια, τους έχεις ξεπεράσει τους ήρωές σου ή τους συγγραφείς που αγάπησες, όπως ο Τόμας Μαν;
    Εχω σκοτώσει κάμποσους «πατέρες» που αγάπησα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που αντέχουν στον χρόνο. Ο Προυστ ας πούμε, ο Τόμας Μαν, ακόμα και ο Τσβάιχ, συγγραφέας ενός εντατικού παρόντος. Οι «μητέρες» έχουν αντέξει καλύτερα στον χρόνο, από τη Μαργαρίτα Καραπάνου έως την Αν Κάρσον.

    -Αν έπρεπε να μας συστηθείς, ποια σημεία της ζωής σου και των βιβλίων που έχεις γράψει θα κρατούσες;
    Το πρώτο διήγημα που έγραψα με ανδρικό ψευδώνυμο το 1993, παιδί σχεδόν. Τα χρόνια της δημοσιογραφίας στην «Καθημερινή». Το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Γιάντες», που άλλαξε την πορεία της ζωής μου. Τον άντρα της ζωής μου και την κόρη μας. Τις απώλειες αγαπημένων ανθρώπων. Το «Μπαρόκ» και τη «Γυναίκα του Θεού» για την τόλμη που απαιτούσαν. Τη «Μεταμόρφωσή της» ως μια ευκαιρία συμφιλίωσης και με το παρελθόν μου και με τη γενιά της κόρης μου.

    -Μόλις ολοκλήρωσες τα σεμινάρια στην Ανάφη: πώς είναι η Αμάντα ως διδάσκουσα; Τι συμβουλεύει, αλήθεια, τους μαθητές της;
    Συμβουλεύω να βρουν τη φωνή τους, η οποία συνήθως κρύβεται πίσω από υφολογικές επιδείξεις. Τα πραγματικά θέματά μας είναι ταπεινά και μας γεμίζουν ντροπή, άρα το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να αντέξουμε να δούμε κατάματα το μοτίβο που διατρέχει τη ζωή μας. Τα σεμινάρια της Ανάφης, πάντως, είναι πολύ διαφορετικά από τα χειμερινά μου μαθήματα στον Ιανό και αλλού. Είναι μια ολιστική εμπειρία κι όσοι τα παρακολουθούν λένε πως είναι η πρωτοχρονιά τους. Αλλά και για μένα είναι η ευκαιρία της χρονιάς για επανασύνταξη. Μου θυμίζει κάθε Ιούνιο ότι το γράψιμο δεν είναι μια αποκομμένη δραστηριότητα, κάτι που «κάνουμε», είναι ένας τρόπος ζωής. Ξεκινάμε συζητώντας ένα λογοτεχνικό κίνημα, φέτος τον υπερρεαλισμό, και αναζητάμε τρόπους να εφαρμόσουμε μερικές βασικές αρχές στη γραφή μας – και τη ζωή μας. Για παράδειγμα, το σκάνδαλο του σουρεαλισμού δεν το επαναδιατυπώσαμε αναποδογυρίζοντας τραπέζια ή πετροβολώντας όπως έκαναν οι εκπρόσωποι του κινήματος, αλλά αναποδογυρίζοντας λέξεις και νοήματα.

    -Τι καινούριο να περιμένουμε από εσένα;
    Μόλις τέλειωσα ένα μυθιστόρημα για τη μητρότητα και τη θυγατρικότητα, λέγεται «Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη». Είναι δύσκολο να το περιγράψω, επειδή, ενώ έχει πλοκή και αρκετή μπαρόκ αυτομυθοπλασία, περιλαμβάνει και ένα άνοιγμα στην υποκειμενικότητα αυτής της εμπειρίας με συνεντεύξεις άλλων γυναικών – από τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη έως μια ανήλικη Αφγανή που ζει μακριά από τη μητέρα της. Η φιλοδοξία μου ήταν μια ριζική επαναδιατύπωση της μητρότητας μέσω της αφήγησης. Το έγραψα προσδοκώντας τη συμφιλίωση που εύχεται η φιλόσοφος και γλωσσολόγος Λους Ιριγκαράι προτρέποντας τις γυναίκες να γίνουν μητέρες και κόρες η μια της άλλης.

    -Πώς να κρυφτείς:
    Οταν επιστρέψαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα ένιωσα ασφαλής για να επισκεφτώ ξανά, μυθοπλαστικά, το Βερολίνο. Με απασχολούσαν σκέψεις γύρω από τη διγλωσσία των παιδιών (με ενέπνευσε η διγλωσσία της κόρης μου), τη νοσταλγία, τη διαχείριση των οικογενειακών μυστικών.
    Ο ήρωάς μου, ο Στέφανος, είναι ένας εσωστρεφής και μυθομανής δάσκαλος που βρίσκει μεγάλους μπελάδες επειδή δεν έλυσε ποτέ το μεγάλο αίνιγμα του παρελθόντος του, της απαγωγής του σε τρυφερή ηλικία. Τι σημαίνει να χάνεις τη γλώσσα σου όταν είσαι παιδί; Ηταν κάτι που με βασάνιζε και ο Στέφανος γεννήθηκε από αυτό το βάσανο και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω.

    ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΑΤΡΑΣ: Ερχονται εκατοντάδες πλειστηριασμοί στην Πάτρα

    Χιλιάδες πλειστηριασμοί αναμένονται να γίνουν μέσα στο νέο έτος...

    ΠΑΤΡΑ: Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου πρώην Dur διαμαρτύρεται: Δεν ευθύνομαι για την καθυστέρηση στο έργο της Μαιζώνος

    Απάντηση σε δημοσιεύματα, σχετικά με εξώδική διαμαρτυρία που έστειλε...

    ΣΗΜΕΡΑ: Ανοίγει τις πύλες του το Χιονοδρομικό Κέντρο Καλαβρύτων

    Η νέα χρονιά για το Χιονοδρομικό Κέντρο Καλαβρύτων ξεκινά...

    Θρίλερ με νεκρό ιδιωτικό υπάλληλο: «Τον πέταξαν χωρίς τα ρούχα του»

    Την υπόθεση του Χρήστου Μάρκου, ιδιωτικού υπαλλήλου που εξαφανίστηκε...
    Best Shop