Ένα γενικότερο άρθρο για τους διωγμούς των Ρομά και των Σίντι από τους Ναζί γράψαμε στις 21/07/2021. Θα ασχοληθούμε σήμερα κυρίως με την εξόντωση των Ρομά και των Σίντι στις 2 Αυγούστου 1944 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Η 2α Αυγούστου κηρύχθηκε το 2015 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως «Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Ρομά». Να σημειώσουμε και πάλι σήμερα, ότι πρόκειται για ένα καθαρά ιστορικό άρθρο και ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως υστερόβουλη και υποβολιμαία σκέψη από την πλευρά μας.
Το τσιγγάνικο στρατόπεδο του Άουσβιτς – Μπίρκεναου
Το όνομα «Άουσβιτς» είναι ταυτισμένο με την εθνικοσοσιαλιστική περιφρόνηση προς τον άνθρωπο. Από τα 5 εκατομμύρια των Εβραίων της Ευρώπης που δολοφονήθηκαν, το 1 εκατομμύριο έχασε τη ζωή του στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Στο ίδιο στρατόπεδο όμως έγινε και μια άλλη γενοκτονία: αυτή των Σίντι και των Ρομά.
Ας δούμε όμως πρώτα ποιοι είναι οι Σίντι, καθώς τους Ρομά τους γνωρίζουμε, πιστεύουμε, όλοι. Οι Σίντι (Sinti) είναι μια υποομάδα των Ρομά που ζουν κυρίως στη Γερμανία, όπου έφτασαν πριν το 1540, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Συνολικά, οι Σίντι είναι γύρω στις 200.000 και πιστεύεται ότι κατάγονται κι αυτοί από την ινδική υποήπειρο.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1942 ο Χάινριχ Χίμλερ διέταξε την εκτόπιση και τη μεταφορά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς των Σίντι και των Ρομά που ζούσαν στο γερμανικό Ράιχ. Λίγο αργότερα δόθηκαν παρόμοιες οδηγίες που αφορούσαν τις προσαρτημένες περιοχές της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας, καθώς και τις κατεχόμενες χώρες, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Η σχετική διαταγή ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων συζητήσεων σημαντικών εθνικοσοσιαλιστικών υπηρεσιών, γύρω από τη θέσπιση ενός Νόμου «Περί Τσιγγάνων» καθώς και της φυλετικής διαλογής με την οποία καταπιανόταν το «Τμήμα Έρευνας της Φυλετικής Καθαρότητας και της Βιολογίας του Πληθυσμού των Τσιγγάνων». Σύμφωνα με το διάταγμα του Χίμλερ, αρχηγού του SS και ιθύνοντα νου του Ολοκαυτώματος (ο οποίος δεν πλήρωσε ποτέ για τα εγκλήματά του, καθώς αυτοκτόνησε με υδροκυάνιο λίγο πριν ξεκινήσει η ανάκρισή του) προβλεπόταν να εκτοπιστούν οι μιγάδες με τσιγγάνικο αίμα, οι Τσιγγάνοι Ρομά καθώς και όσα άτομα δεν είχαν γερμανικό αίμα και ήταν μέλη τσιγγάνικων φυλών βαλκανικής καταγωγής. Μόνο μια μικρή φυλετικά καθαρή ομάδα και μερικοί «κοινωνικά προσαρμοσμένοι» Σίντι και Ρομά, για τους οποίους διατάχθηκε μόνο αναγκαστική στείρωση, εξαιρούνταν από τις εκτοπίσεις που ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1943.
Στην πράξη όμως οι διαταγές που δόθηκαν καταστρατηγήθηκαν, καθώς τα Τμήματα Ασφαλείας που ανέλαβαν τη μεταφορά, βρήκαν την ευκαιρία να «καθαρίσουν» τις πόλεις ή τις περιοχές τους από τους Τσιγγάνους. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήταν να βρεθούν στο Άουσβιτς, ακόμα και στρατιώτες της Βέρμαχτ, όπως ανέφερε ο διοικητής του στρατοπέδου και στενός συνεργάτης του Χίτλερ Ρούντολφ Ες! Φυσικά, αυτοί δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να βρίσκονται εκεί. Στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου είχε αρχίσει ήδη η δολοφονία των Ευρωπαίων Εβραίων στους θαλάμους αερίων. Στο ίδιο στρατόπεδο έφτασαν στη διάρκεια του 1943 με τρένα 19.000 Σίντι και Ρομά. Ως το καλοκαίρι του 1944 μεταφέρθηκαν εκεί άλλοι 2.200 ανά μικρές ομάδες (π.χ. ομάδες από ορφανοτροφεία). Το 63% όσων Ρομά μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς είχαν τη γερμανική υπηκοότητα, το 21% καταγόταν από τη Βοημία (να σημειώσουμε εδώ ότι η λέξη μποέμ σχετίζεται άμεσα με τη Βοημία, καθώς η αρχική της σημασία ήταν «τσιγγάνος από τη Βοημία») και τη Μοραβία, το 6% από την Πολωνία και το 11% από άλλες χώρες ή θεωρήθηκαν άτομα χωρίς πατρίδα. Στο «τσιγγάνικο στρατόπεδο» εισήχθησαν και κάποιοι οι οποίοι δεν καταχωρήθηκαν. Συνολικά, ο αριθμός των Σίντι και των Ρομά στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου έφτασε τις 23.000. Οι εκτοπισμένοι άφησαν πίσω τους σημαντικά περιουσιακά στοιχεία: χρήματα, σπίτια, κοσμήματα, έπιπλα, τροχόσπιτα και πολύτιμα μουσικά όργανα. Όλα αυτά κατασχέθηκαν από το Ράιχ ως «εχθρική προς τον λαό και το κράτος περιουσία».
Οι συνθήκες διαβίωσης στο «Οικογενειακό Στρατόπεδο Τσιγγάνων»
Το Β ΙΙe ήταν ένα συγκρότημα αποτελούμενο από 32 παραπήγματα για τη στέγαση των φυλακισμένων και έξι παραπήγματα για τους χώρους υγιεινής. Οι λόγοι που οι Ναζί ήθελαν να δημιουργήσουν ένα «οικογενειακό στρατόπεδο συγκέντρωσης» ήταν οι στενοί δεσμοί που έχουν μεταξύ τους τα μέλη των οικογενειών Ρομά και η σοβαρή αντίσταση που είχαν αντιμετωπίσει σε παλαιότερες προσπάθειες διαχωρισμού των μελών τους, η διενέργεια φυλετικών πειραμάτων και η «πληρότητα» των θαλάμων αερίων του Μπίρκεναου που έκανε αδύνατη την εξόντωση των Ρομά, η οποία όμως δεν θα αργούσε. Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν, εννοείται, άθλιες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Ελίζαμπετ Γούτενμπεργκ που μεταφέρθηκε εκεί από τη Στουτγάρδη τον Μάιο του 1943, μόλις έφτασαν στο Άουσβιτς τους έκοψαν τα μαλλιά και τους χάραξαν ένα νούμερο στο χέρι. Το «πάτωμα» των παραπηγμάτων ήταν φτιαγμένο από λάσπη! Τα παραπήγματα δεν είχαν παράθυρα, παρά μόνο κάποια υποτυπώδη ανοίγματα για αερισμό. Σε καθένα από αυτά στοιβάζονταν γύρω στα 800 άτομα, ενώ δεν μπορούσαν να «φιλοξενήσουν» περισσότερα από 200… Η 18χρονη Χερμίνε Χόρβατ, ανέφερε ότι όταν έφτασαν στο Άουσβιτς ξύρισαν τα κεφάλια όλων των γυναικών, τις ξεγύμνωσαν και τις έστειλαν, αλείφοντας τες με ένα λιπαρό υγρό, να κάνουν μπάνιο. Σε καθεμία πέταξαν ένα κουρελιασμένο ρούχο. Αυτή πήρε ένα φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα και είχε κοντά μανίκια. Τα ρούχα αυτά τα φορούσαν 3-4 μήνες. Δεν τους επιτρεπόταν να πλυθούν, ούτε και να πλύνουν τα ρούχα τους! Ακόμα και ο ίδιος ο Ρούντολφ Ες παραδέχεται τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο Άουσβιτς.
«Μόνο που οι γενικές συνθήκες στο Μπίρκεναου ήταν οτιδήποτε άλλο παρά κατάλληλες για ένα οικογενειακό στρατόπεδο. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, αν δηλαδή σκόπευαν να κρατήσουν αυτούς τους Τσιγγάνους μόνο για όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος ήταν παντελώς ανύπαρκτες». Αυτονόητο είναι, ότι τα συσσίτια των Ρομά ήταν πενιχρά. Κάποιοι πέθαναν από την πείνα, άλλοι και άλλες αποσκελετώθηκαν. Σύμφωνα με τον Ιούλιο Χοτόσι, που έχασε τα δύο του παιδιά στο Άουσβιτς από την πείνα, το συσσίτιο ήταν το εξής: πέντε άτομα έπαιρναν μια κουραμάνα τη μέρα. Κάθε φυλακισμένος έπαιρνε επίσης 1 κουτάλι μαρμελάδα, μισό κιλό γογγύλια (ραπανάκια) και πού και πού 50 γραμμάρια σαλάμι και 20 γραμμάρια μαργαρίνη. Υπήρχαν πάντως και έκτακτες διανομές φαγητού που γίνονταν όμως, σκόπιμα, με άνισο τρόπο. Αυτό οδηγούσε συχνά σε συμπλοκές μεταξύ Σίντι και Ρομά. Από τις συμπλοκές αυτές υπήρχαν πάντα νεκροί…
Στα άθλια παραπήγματα επικρατούσε αφόρητο κρύο, ενώ η βροχή και το χιόνι έμπαιναν σε αυτά. Το νερό δεν ήταν κατάλληλο για πόση. Σύντομα στο στρατόπεδο εξαπλώθηκαν σοβαρές μολυσματικές ασθένειες και επιδημίες: τύφος και εξανθηματικός τύφος (εξάνθημα= κοκκινίλα, συνήθως από μολυσματική ασθένεια), φυματίωση, διφθερίτιδα και οστρακιά (σκαρλατίνα). Ιδιαίτερα τα παιδιά «χτυπήθηκαν» από τις ασθένειες αυτές και πολλά πεθάναν. Μεταξύ των παιδιών είχε εξαπλωθεί Νοma, ένα είδος καρκίνου, του οποίου τα αποστήματα κατέτρωγαν τα πρόσωπά τους μέχρι τα σαγόνια. Όσο παιδιά προσβλήθηκαν από Noma πονούσαν αφόρητα και τα ουρλιαχτά τους ακούγονταν σε όλο το στρατόπεδο.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά υπήρχαν και τα φρικτά βασανιστήρια των SS Σύμφωνα με τη Χερμίνε Χόρβατ, ανάγκαζαν τους τσιγγάνους και τα παιδιά τους να στέκονται για ώρες στο κρύο και στο χιόνι, σχεδόν γυμνοί και να χοροπηδάνε. Ιδιαίτερα οι ανώτεροι αξιωματικοί των SS έπαιρναν πολλές γυναίκες Ρομά και τις βίαζαν. Οι άνδρες τους και τα μέλη των οικογενειών τους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Υπήρχαν κι άλλου είδους διεστραμμένοι μεταξύ των ανδρών των SS. Ο Χέλμουτ Κλέμενς διηγείται: «Ξαφνικά, ένας άντρας των SS πυροβόλησε από τον πυργίσκο της φρουράς τα παιδιά, έτσι απλά. Το ένα παιδί έφαγε μια σφαίρα στο χέρι και μία στην κοιλιά, ήταν βαριά τραυματισμένο. Πήγα το παιδί στο κτίσμα των ασθενών κι εκεί πέθανε λίγο αργότερα».
Φυσικά οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης οδηγούσαν κάποιους Ρομά σε κινήσεις απελπισίας, όπως η απόπειρα απόδρασης. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Οι υπόλοιποι είτε εκτελούνταν άμεσα, είτε οδηγούνταν για εκτέλεση στον λεγόμενο «τοίχο του θανάτου». Πάνω από 10.000 Σίντι και Ρομά που μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς- Μπίρκεναου πέθαναν από τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατόπεδο. Στο Άουσβιτς γεννήθηκαν και 300 μωρά τσιγγάνων, κανένα όμως από αυτά δεν επέζησε. Τέλος, να αναφέρουμε ότι ορισμένοι Ρομά δούλευαν σε βαριές οικοδομικές και χωματουργικές εργασίες στο στρατόπεδο. Ο Ιούλιος Χοντόσι αναφέρει ότι αυτός και η γυναίκα του μετέφεραν καρότσια γεμάτα χώματα. Κάθε μέρα από τις 9 ως τις 10 υπήρχε η λεγόμενη «εργασία- τιμωρία». Αυτή τη μια ώρα, οι εργάτες έπρεπε να δουλεύουν τρέχοντας. Αν κάποιος έπεφτε και έριχνε κάτω και το βαριά φορτωμένο καρότσι του, οι άνδρες των SS τον ξυλοκοπούσαν ανελέητα μέχρι θανάτου. Ο Χομόσι υπολογίζει ότι έτσι, κάθε μέρα, χάνονταν 50-60 άνθρωποι!
Η εκκαθάριση του «οικογενειακού στρατοπέδου των τσιγγάνων»
Πέρα από τους θανάτους στους οποίους αναφερθήκαμε υπήρχαν και επιχειρήσεις εξόντωσης στο «οικογενειακό στρατόπεδο τσιγγάνων». Τον Μάρτιο του 1943 δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων 1.700 Σίντι και Ρομά από το Μπιελιτσόκ (πόλη της Πολωνίας) και τον Μάιο του ίδιου έτους άλλοι 1.035 από το Μπιελιστόκ και την Αυστρία. Παραμένει αβέβαιο ποιος έδωσε την εντολή για το ολοκαύτωμα των Σίντι και των Ρομά το καλοκαίρι του 1944.
Ο Χίλμερ σίγουρα είχε επισκεφθεί το «οικογενειακό στρατόπεδο των τσιγγάνων» και είχε δώσει εντολή για εκκαθάρισή του, αφού πρώτα επιλεγούν οι ικανοί για εργασία. Βέβαιο είναι ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε κι ο Ρούντολφ Ες.
Στα τέλη του 1943 – αρχές του 1944, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να διαλύουν τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, καθώς οι Σοβιετικοί προέλαυναν. Αποφασίστηκε λοιπόν η διαλογή των ικανών για εργασία Σίντι και Ρομά και η εκτέλεση των υπολοίπων. Στις 23 Μαΐου 1944 τα SS μετέφεραν πάνω από 1.500 Σίντι και Ρομά στα μπλοκ 9 και 10 του μικρότερου παραρτήματος Άουσβιτς Ι, που απείχε λίγα χιλιόμετρα από το κεντρικό στρατόπεδο. Την επόμενη μέρα μετέφεραν 82 άντρες απ’ αυτούς στο Φλόσενμπιργκ και 144 γυναίκες, όλες μεταξύ 17 και 25 ετών στο Ράβενσμπρικ.
Οι υπόλοιποι, ανάμεσά τους και πρώην άντρες της Βέρμαχτ μεταφέρθηκαν στο Μπούχενβαλντ. Στις 19.00 της 2ας Αυγούστου 1944 ξεκίνησε από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπίρκεναου μια εμπορική αμαξοστοιχία με τους Σίντι και Ρομά, ικανούς για εργασία, που είχαν μείνει στο παράρτημα του Άουσβιτς.
Μόλις το τρένο απομακρύνθηκε, στο «οικογενειακό στρατόπεδο», οι άνδρες των SS διέταξαν τους Σίντι και Ρομά να βγουν από τα παραπήγματά τους. Αυτοί κατάλαβαν αμέσως ότι θα μεταφερθούν στους θαλάμους αερίων. Αν και ήταν ως επί το πλείστον ηλικιωμένοι, άρρωστοι και γυναικόπαιδα προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Προσπαθούσαν να αφοπλίσουν τους Ναζί τους πετούσαν αντικείμενα, ούρλιαζαν κ.λπ. Με την άφιξη ενισχύσεων και κτηνώδεις μεθόδους, οι άνδρες των SS οδήγησαν τους Ρομά μπροστά στους θαλάμους αερίων που ήταν καμουφλαρισμένοι έτσι ώστε να μοιάζουν με ντους. Ο Ρούντολφ Ες έγραψε ότι καμία επιχείρηση εξόντωσης των Εβραίων δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο αυτή των Σίντι και των Ρομά. Συγκλονιστικά στοιχεία για το τέλος των 2.897 Σίντι και Ρομά δίνει ο Φίλιπ Μίλερ, φυλακισμένος, που αφού απελευθερώθηκε χαριστικά, εντάχθηκε στο σώμα των ειδικών κομάντο που έκαιγαν στο κρεματόρια όσους είχαν δολοφονηθεί στους θαλάμους αερίων, για να μην μείνουν ίχνη τους, παρά μόνο στάχτες.
Γύρω στα μεσάνυχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου 1944 άρχισε η διαδικασία εξόντωσης. Υπεύθυνος της «επιχείρησης» ήταν ο Ότο Μολ, που είχε επίσης αναλάβει επικεφαλής των εξόντωσης των Εβραίων της Ουγγαρίας. Ο Μολ και οι άντρες του απασφάλισαν τα όπλα τους και διέταξαν τους Ρομά που βρίσκονταν στον προθάλαμο και είχαν γδυθεί να αρχίσουν να μπαίνουν στους θαλάμους αερίων. Οι κραυγές απόγνωσης («Μα είμαστε Γερμανοί! Δεν κάνουμε τίποτα κακό. Θέλουμε να ζήσουμε») δεν συγκίνησαν κανένα. Ενώ βάδιζαν προς τους τρεις θαλάμους αερίων, κάποιοι έκαναν τον σταυρό τους, άλλοι χειρονομούσαν απελπισμένα ικετεύοντας τους Ναζί, μάταια όμως. Μέσα από τους θαλάμους ακούγονταν κραυγές και ουρλιαχτά που έσβηναν σιγά σιγά, καθώς το θανατηφόρο αέριο ολοκλήρωνε τη δράση του. Καθώς οι φούρνοι δεν λειτουργούσαν εκείνη τη μέρα, τα πτώματα των Σίντι και Ρομά έπρεπε να καούν σε λάκκους δίπλα στο κρεματόριο.
Όσοι, ελάχιστοι, Σίντι και Ρομά επέζησαν από το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς – Μπίρκεναου, δεν έμειναν στιγματισμένοι μόνο με το «Ζ», αλλά και με τις εφιαλτικές μνήμες από αυτό…
Επίλογος
Αυτή είναι η ιστορία του «Ολοκαυτώματος των Ρομά» (Roma Holocaust), γνωστού επίσης και ως Potajmos, όρο τον οποίο εισήγαγε ο Ίαν Χάνκοκ καθώς σημαίνει «παραβίαση» και «βιασμός». Έτσι, οι Ρομά χρησιμοποιούν τους όρους Pharrajimos (καταστροφή, κατακερματισμός) και Samudaripen (μαζική δολοφονία). 21.000 από τους 23.000 Σίντι και Ρομά που μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου έχασαν τη ζωή τους. Ευρωπαίοι ιστορικοί σε έρευνές τους υπολογίζουν ότι 220.000 – 500.000 Σίντι και Ρομά ήταν θύματα των Ναζί και των συμμάχων τους στην Ευρώπη, μεταξύ 1939-1945 και η 2α Αυγούστου κάθε έτους αποφασίστηκε συμβολικά να τιμάται ως «Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά».
ΥΓ. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για ένα καθαρά ιστορικό άρθρο, για τις θηριωδίες και τις δολοφονίες Σίντι και Ρομά από τους Ναζί και φυσικά, δεν πρέπει να γίνεται κανένας συσχετισμός με τους Ρομά στην Ελλάδα του 2024.