Περισσότεροι από 175.000 είναι οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους κάθε χρόνο στην Ευρώπη το διάστημα μεταξύ 2000 και 2019 από την ακραία ζέστη, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Το 2023 μόνο, χρονιά που καταγράφηκε ως η θερμότερη όλων των εποχών, εκτιμάται ότι κατέληξαν από αίτια που σχετίζονται με την αυξημένη θερμοκρασία 47.690 άνθρωποι στην Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine. Συνολικά, περισσότεροι από 14.000 Αμερικανοί έχουν πεθάνει από αίτια που σχετίζονται με τη ζέστη από το 1979 ως το 2022, σύμφωνα την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA).
Πόσα, όμως, ήταν στην πραγματικότητα τα θύματα του κύματος καύσωνα που έπληξε την Ινδία και το Μάλι της Δυτικής Αφρικής;
Χιλιάδες τα πραγματικά θύματα στην Ινδία
Η Ινδία βίωσε πρωτοφανές κύμα καύσωνα, παρατεταμένης διάρκειας, αφού οι θερμοκρασίες άρχισαν να αυξάνονται ανησυχητικά ήδη από τον περασμένο Μάρτιο με το θερμόμετρο να ξεπερνά ακόμα και τους 50 βαθμούς Κελσίου σε ορισμένες περιοχές.
Σύμφωνα με ειδικούς τα τελευταία 10 χρόνια ήταν τα θερμότερα στην ιστορία της χώρας, με αρμοδίους της δημόσιας υγείας να αναφέρουν ότι τουλάχιστον 1.116 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους το χρόνο μεταξύ 2008 και 2019 εξαιτίας της ζέστης.
Αξιόπιστα δεδομένα είναι απαραίτητα για την εκπόνηση σχεδίων σχετικά με την αντιμετώπιση της ακραίας ζέστης, η οποία πλέον δεν παρατηρείται για διάστημα λίγων ημερών όπως στο παρελθόν, αλλά επιμένει για μεγάλο διάστημα, τη στιγμή που η κλιματική αλλαγή – αν δεν περιοριστεί – προβλέπεται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας σκορπώντας το θάνατο.
Γιατί δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία
Ειδικοί σε θέματα δημόσιας υγείας εξηγούν ότι ο πραγματικός αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τη ζέστη είναι πιθανότατα χιλιάδες στην Ινδία, αλλά επειδή η ζέστη συχνά δεν αναφέρεται στο πιστοποιητικό θανάτου, πολλοί δεν υπολογίζονται στα επίσημα στοιχεία.
Αναλυτικότερα, οι υγειονομικές αρχές δεν αποδίδουν επίσημα το θάνατο στη ζέστη, αλλά σε ασθένειες που επιδεινώνονται από τις υψηλές θερμοκρασίες, όπως οι καρδιαγγειακές και νεφρολογικές παθήσεις. Όπως επισημαίνει η ινδική εφημερίδα Hindu η ελλιπής καταμέτρηση των θυμάτων σημαίνει ότι δε δίνεται η προτεραιότητα που θα έπρεπε στο κρίσιμο πρόβλημα του καύσωνα με τις αρμόδιες αρχές να χάνουν πολύτιμες ευκαιρίες να προειδοποιήσουν και να προετοιμάσουν τους κατοίκους τους για τις «καυτές» περιόδους.
Ο Σρίναθ Ρέντι, ιδρυτής του Ιδρύματος Δημόσιας Υγείας της Ινδίας, διαπίστωσε πως εξαιτίας των κενών ή της καθυστέρησης στις αναφορές, καθώς και της λανθασμένης ταξινόμησης των θανάτων, τα θύματα της ζέστης υποεκτιμώνται σημαντικά σε όλη τη χώρα. Όπως αναφέρει η ινδική εφημερίδα, παρά τις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές για την καταγραφή των θανάτων, πολλοί γιατροί – ιδίως εκείνοι στα υπερπλήρη δημόσια νοσοκομεία – δεν τις ακολουθούν.
Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες με έρευνα του Climate Impact Lab να προβλέπει ότι περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο Ινδοί θα πεθαίνουν κάθε χρόνο από ακραία ζέστη μέχρι το 2100. Παράλληλα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εκτιμά ότι περισσότεροι από 2,4 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι κινδυνεύουν από υπερβολική ζέστη με τους καύσωνες να στοιχίζουν τη ζωή σε 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2050. Οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε υπερβολική ζέστη ή εργάζονται σε θερμά περιβάλλοντα μπορεί να κινδυνεύουν από θερμική καταπόνηση, η οποία δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε θερμοπληξία, θερμική εξάντληση, σε απώλεια συνειδήσεως, κώμα, ακόμα και θάνατο.
Άγνωστος ο πραγματικός αριθμός νεκρών στο Μάλι
Μόλις 130 είναι επισήμως τα θύματα της ακραίας ζέστης στο Μάλι της Δυτικής Αφρικής, τη στιγμή που τον περασμένο Απρίλιο μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες 102 άνθρωποι κατέληξαν από την ίδια αιτία. Το κύμα καύσωνα που πλήττει τη χώρα, αλλά και άλλες της λωρίδας του αφρικανικού Σαχέλ, όπως η Σενεγάλη, η Μπουρκίνα Φάσο, ο Νίγηρας, η Νιγηρία, σε συνδυασμό με τις διακοπές ρεύματος που άφησαν πολλούς ανθρώπους χωρίς κλιματιστικά και ανεμιστήρες, είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών ανθρώπων. Οι θερμοκρασίες ήταν κατά μέσο όρο 1,5 βαθμούς Κελσίου υψηλότερες από τις κανονικές, ενώ τοπικά δελτία ειδήσεων ανέφεραν ότι τα νεκροτομεία στο Μπαμάκο ήταν ασφυκτικά γεμάτα που πολλοί αναγκάστηκαν να κρατήσουν τους νεκρούς συγγενείς τους στο σπίτι.
Το World Weather Attribution (WWA), ομάδα ερευνητών που μελετά τη σχέση της ζέστης με την κλιματική αλλαγή, εκτιμά ότι ο επίσημος απολογισμός των νεκρών από το κύμα καύσωνα σε όλη την περιοχή του Σαχέλ είναι υποεκτιμημένος, καθώς τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν βάσει των κανονισμών που έχει επιβάλει η στρατιωτική χούντα.
Το Κέντρο για το Κλίμα του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου αναφέρει ότι η έλλειψη δεδομένων στο Μάλι και σε άλλες χώρες της Δυτικής Αφρικής που επλήγησαν από το κύμα καύσωνα καθιστά αδύνατο να γνωρίζουμε πραγματικά πόσοι θάνατοι εξαιτίας του καύσωνα υπήρξαν, αλλά εκτιμά ότι ο αριθμός των νεκρών είναι πιθανότατα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες.
Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου, ο καύσωνας του Σαχέλ «δεν θα είχε συμβεί χωρίς την κλιματική αλλαγή», με τις θερμοκρασίες σε πολλές περιοχές να φτάνουν ακόμα και τους 48,5 βαθμούς Κελσίου.
Τόσο οι παρατηρήσεις όσο και τα μετεωρολογικά μοντέλα αποδεικνύουν ότι ο καύσωνας θα ήταν αδύνατος χωρίς την υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου, με τον Κισουεντσίντα Γουίγμα του Κέντρου Κλίματος της Μπουρκίνα Φάσο να αναφέρει στο BBC News: «Για κάποιους, ένας καύσωνας που είναι 1,4-1,5 βαθμούς Κελσίου θερμότερος εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής μπορεί να μην μοιάζει με σημαντική άνοδο. Αλλά αυτή η αύξηση αποτελεί διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για πολλούς ανθρώπους».