Σύμφωνα με πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν από τη Daily Mail, ο πατέρας της Kristina ήταν στο σπίτι για αρκετές ώρες μαζί με τις δύο εγγονές του, ηλικίας τριών και τεσσάρων ετών, και μάλιστα δείπνησε με τον Marc (σ.σ. τον σύζυγο), ο οποίος προσποιούνταν άγνοια σχετικά με την εξαφάνιση της συζύγου του.
Η ανησυχία της οικογένειας ξεκίνησε όταν το νηπιαγωγείο των κοριτσιών κάλεσε τους γονείς της Kristina να τα παραλάβουν, καθώς η ίδια δεν εμφανίστηκε όπως είχε προγραμματιστεί.
Την ίδια στιγμή, ο πατέρας της Kristina άρχισε να ψάχνει το σπίτι για τυχόν ίχνη της κόρης του. Όταν έφτασε στο υπόγειο, σε ένα απομονωμένο δωμάτιο με παχείς τσιμεντένιους τοίχους, όπου βρίσκεται το πλυσταριό, βρήκε μια μεγάλη μαύρη σακούλα απορριμμάτων με ξανθά μαλλιά να προεξέχουν. Όταν την άνοιξε, αντίκρισε το αποκεφαλισμένο κεφάλι της κόρης του. Σε απόσταση αναπνοής έπαιζαν τα παιδιά.
Έντρομος, έτρεξε έξω από το γκαράζ και φώναξε σε έναν περαστικό να καλέσει την αστυνομία, πριν επιστρέψει στο σπίτι για να αντιμετωπίσει τον γαμπρό του. Ο Marc, που πιθανώς δεν περίμενε να βρεθεί το σώμα τόσο σύντομα, έδειξε πλήρη αδιαφορία και δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Όταν η αστυνομία έφτασε και τον συνέλαβε, αυτός απάντησε ψυχρά στη μητέρα της Kristina λέγοντας: «Είπες ότι θα έμενες για λίγο».
Ο φόβος για την αποφυλάκιση του Marc είναι έντονος μεταξύ των φίλων της Kristina. Μία από τις στενές της φίλες, που γνώριζε την Kristina πολύ πριν γνωρίσει τον Marc, δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της αν αυτός αποφυλακιστεί. Η φίλη, η οποία θέλησε να παραμείνει ανώνυμη, είπε ότι φοβάται αντίποινα αν ο Marc κυκλοφορήσει ελεύθερος.
Τα δύο μικρά κορίτσια της Kristina υποβάλλονται σε ψυχολογική υποστήριξη. Οι ψυχολόγοι τους εξήγησαν κατά τη διάρκεια της κηδείας ότι «η μαμά κοιμάται» και «δεν είναι πια εδώ». Οκτώ μήνες μετά τον φρικτό φόνο, λουλούδια συνεχίζουν να τοποθετούνται στο σπίτι και στον τάφο της Kristina. Τα κορίτσια άφησαν επίσης ένα συγκινητικό έργο τέχνης με την επιγραφή «Σε αγαπάμε» γραμμένο στα σερβικά.
Παράλληλα, η επιμέλεια των παιδιών έχει προκαλέσει έντονες νομικές διαμάχες. Οι γονείς της Kristina, που αρχικά ανέλαβαν τη φροντίδα των κοριτσιών, κρίνονται από τις αρχές υπερβολικά μεγάλοι για να τα φροντίσουν μακροπρόθεσμα, ενώ η ψυχική τους κατάσταση έχει τεθεί επίσης υπό αμφισβήτηση. Η αδερφή του Marc, η οποία ζει στη Βέρνη με την οικογένειά της, έχει καταθέσει αίτημα για την επιμέλεια των παιδιών, υποστηριζόμενη από τον πλούσιο πατέρα της και την ομάδα των δικηγόρων του.
Το γεγονός ότι η οικογένεια της Kristina ανήκει στη μεσαία τάξη και δεν διαθέτει τα ίδια οικονομικά μέσα, καθιστά τον αγώνα για την επιμέλεια ακόμη πιο δύσκολο. Η οικογένεια της Kristina αντιμετωπίζει μια άνιση μάχη απέναντι σε ισχυρούς δικηγόρους που εκπροσωπούν την οικογένεια του Marc, και το μέλλον των παιδιών παραμένει αβέβαιο.