Εξακόσια εκατομμύρια άνθρωποι θα εκτεθούν σε πλημμύρες από την άνοδο της στάθμης του νερού· η παραγωγή τροφίμων θα μειωθεί κατά το ήμισυ· οι βιότοποι θα υποστούν καταστροφικά επίπεδα απώλειας. Οι πόλεις μας θα μετατραπούν σε αερόθερμα· οι κάτοικοι θα υποστούν τις συνέπειες του καύσωνα· οι ιοί θα κάνουν πάρτι· τα ενεργοβόρα συστήματα δροσισμού θα τροφοδοτήσουν τον φαύλο κύκλο της επιβίωσης των ανθρώπων και της επιπλέον επιβάρυνσης της κλιματικής κρίσης.
Μία νέα έρευνα, αυτή τη φορά από το World Resources Institute, έρχεται να επιβεβαιώσει το ζοφερό μέλλον των μεγάλων πόλεων του κόσμου εάν δεν καταφέρει ο πλανήτης να παραμείνει στον επιπλέον 1,5°C από τα προβιομηχανικά επίπεδα και σκαρφαλώσει έως τους συν 3°C έως το 2100. Και όλα αυτά, αν πραγματικά δεν ληφθούν μέτρα, αφενός, για τη μείωση των ανθρωπογενών ρύπων (π.χ. ορυκτά καύσιμα) και, αφετέρου, για τον παθητικό δροσισμό των πόλεων, δηλαδή την ψύξη τους πέραν των τεχνητών μέσων, όπως είναι τα κλιματιστικά.
Eξαιτίας της ιδιαίτερης διασύνδεσης του σύγχρονου κόσμου, η κλιματική καταστροφή σε κάποιο μέρος του πλανήτη μπορεί να καταστεί πρόβλημα για τους ανθρώπους και τις κυβερνήσεις οπουδήποτε αλλού.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς οι πόλεις και οι άνθρωποι θα βιώσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη τόσο για να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν όσο και για να εργαστούμε για να τη σταματήσουμε. Για πολλές από τις πόλεις του κόσμου –και για τους δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους τους– η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 3°C θα σήμαινε σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, τις οικονομίες και τον βασικό αστικό ιστό. Και εξαιτίας της ιδιαίτερης διασύνδεσης του σύγχρονου κόσμου, η κλιματική καταστροφή σε κάποιο μέρος του πλανήτη μπορεί να καταστεί πρόβλημα για τους ανθρώπους και τις κυβερνήσεις οπουδήποτε αλλού», λέει στην «Κ» ο Τεντ Γουόνγκ, επικεφαλής της έρευνας του World Resources Institute.
Χίλιες πόλεις του κόσμου
Η έρευνα αυτή καλύπτει σχεδόν 1.000 μεγάλες πόλεις του κόσμου –όπου επί του παρόντος κατοικούν 2,1 δισ. άνθρωποι ή το 26% του παγκόσμιου πληθυσμού, με τους ανθρώπους σε πόλεις με χαμηλό εισόδημα να είναι πιθανό να πληγούν περισσότερο–, για τις οποίες εφαρμόστηκαν τρία διαφορετικά κλιματικά μοντέλα και διεθνώς αποδεκτοί δείκτες για την εμφάνιση του καύσωνα, τη διάρκειά του αλλά και την εμφάνιση ιογενών εντόμων, όπως τα κουνούπια, αλλά και ασθενειών όπως η ελονοσία.
Η έρευνα αυτή καλύπτει σχεδόν 1.000 μεγάλες πόλεις του κόσμου, όπου επί του παρόντος κατοικούν 2,1 δισ. άνθρωποι ή το 26% του παγκόσμιου πληθυσμού, με τους ανθρώπους σε πόλεις με χαμηλό εισόδημα να είναι πιθανό να πληγούν περισσότερο.
Ανάμεσα στις παγκόσμιες μητροπόλεις που εξετάστηκαν, βρίσκονται η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, για τις οποίες οι προβλέψεις δεν είναι ιδιαιτέρως… απελπιστικές, αν συγκρίνει κανείς τον βασικό πυλώνα της έρευνας: πώς θα ζούμε στις δύο πόλεις αν πιάσουμε τον στόχο του +1,5ºC, αλλά και τι θα συμβεί αν, έως το 2100, σπάσουμε κάθε ρεκόρ.
Εχει σημασία, εν προκειμένω, να σημειώσουμε ότι η χρήση μόνο τριών μοντέλων αυξάνει το εύρος της αβεβαιότητας και του στατιστικού λάθους για τα αποτελέσματα, ωστόσο δείχνουν μία τάση. Από την άλλη, όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής της έρευνας, «πιστεύουμε ότι οι μέθοδοί μας μπορούν να υποτιμήσουν τη ζέστη στις πόλεις. Ενας σημαντικός (σ.σ. υπολογιστικός) περιορισμός είναι ότι τα κλιματικά μοντέλα που χρησιμοποιούμε δεν μοντελοποιούν ρητά τα αποτελέσματα των αστικών θερμικών νησίδων. Ως αποτέλεσμα, οι εκτιμήσεις μας είναι συντηρητικές».
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη
Στη συνομιλία που είχαμε με τον Τεντ Γουόνγκ, του ζητήσαμε να επικεντρωθεί στις προβλέψεις των τριών κλιματικών μοντέλων για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Συζητήσαμε τα αποτελέσματα των μετρήσεων εκείνου και της ομάδας του γύρω από τις προβλέψεις σχετικά με τη διάρκεια των καυσώνων, τη συχνότητα εμφάνισής τους, τις ανάγκες δροσισμού, την εμφάνιση κουνουπιών και ασθενειών που μεταφέρουν. Και όλα αυτά χωρισμένα στον 1,5°C και στο δυσοίωνο σενάριο του να σκαρφαλώσει η θερμοκρασία της Γης στους συν 3°C σε σχέση με την περίοδο προ της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Στοιχεία ανά περιοχές του πλανήτη
Αύξηση διάρκειας καυσώνων από τον 1,5°C στους 3°C
- Ανατ. Ασία & Ειρηνικός +66%
- Μέση Ανατολή και Β. Αφρική +60%
- Υποσαχάρια Αφρική +58%
- Ν. Ασία +58%
- Ευρώπη & Κεντρική Ασία +36%
- Β. Αμερική +34%
- Ν. Αμερική & Καραϊβική +25%
Αύξηση συχνότητας καυσώνων από τον 1,5°C στους 3°C
- Υποσαχάρια Αφρική +56%
- Ν. Αμερική & Καραϊβική +48%
- Ανατ. Ασία & Ειρηνικός +30%
- Ν. Ασία +30%
- Β. Αμερική +23%
- Μέση Ανατολή και Β. Αφρική +13%
- Ευρώπη & Κεντρική Ασία +8%
Αυξομείωση μεταδοτικότητας ασθενειών μέσω εντόμων από τον 1,5°C στους 3°C
- Υποσαχάρια Αφρική +25,2 ημέρες
- Ν. Αμερική & Καραϊβική +12,8 ημέρες
- Ανατ. Ασία & Ειρηνικός +6.9 ημέρες
- Β. Αμερική +5,9 ημέρες
- Ευρώπη & Κεντρική Ασία +3 ημέρες
- Μέση Ανατολή και Β. Αφρική –0,7 ημέρες
- Ν. Ασία –3,8 ημέρες
Ως γενικό σχόλιο, πάντως, ο επικεφαλής της έρευνας του World Resources Institute επισημαίνει στην «Κ» πως «φαίνεται ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν να δουν σχετικά ήπιες αλλαγές όσον αφορά τη θερμότητα, αλλά, παράλληλα, σημαντικές αυξήσεις στη ζήτηση για δροσισμό. Ειδικά η Αθήνα θα μπορούσε να δει μια αύξηση 67% στη ζήτηση για ψύξη εάν ο κόσμος φτάσει τους 3°C της υπερθέρμανσης του πλανήτη».
Η διάρκεια και η συχνότητα των καυσώνων
Διεθνώς, στις περίπου 1.000 πόλεις που εξετάστηκαν από την ερευνητική ομάδα του Τεντ Γουόνγκ, προκύπτει κατά παγκόσμιο μέσον όρο ότι:
- Η διάρκεια του ετήσιου μεγαλύτερου καύσωνα υπολογίζεται σε 16,3 ημέρες στον 1,5°C και σε 24,5 ημέρες στο σενάριο των 3°C – αύξηση 51%. Για τον 1,5°C, τα ηνία της διάρκειας κρατεί η Μέση Ανατολή & η Β. Αφρική (22,8 ημέρες) με πιο «τυχερή» τη Β. Αμερική (12,4 ημέρες), ενώ στους 3°C έντονη πίεση θα δεχθεί και πάλι η Μέση Ανατολή & Β. Αφρική με 36,3 ημέρες, ενώ και πάλι η Β. Αμερική θα έχει τα λιγότερα προβλήματα, με 16,6 ημέρες.
- Ο αριθμός των καυσώνων ετησίως υπολογίζεται στους 4,9 στον 1,5°C και στους 6,4 στους 3°C – αύξηση 29%.
- Στις πόλεις με χαμηλά εισοδήματα, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 4,7 και 6,9 – αύξηση 45%. Οι δείκτες αυτοί καταδεικνύουν την ταξικότητα της κλιματικής κρίσης.
Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, οι μέσοι όροι των τριών κλιματικών μοντέλων που έχουν χρησιμοποιήσει οι επιστήμονες αναλύονται στα παρακάτω γραφήματα.
Η πόλη-πρότυπο
Στην Μπενγκαλούρου της Ινδίας, όπου το μεγαλύτερο κύμα καύσωνα κάθε χρόνο μπορεί να είναι κατά μέσον όρο 13,5 ημέρες στον 1,5°C και 37,8 ημέρες στους 3°C, η υπερβολική ζέστη προκαλεί ήδη σοβαρές ελλείψεις νερού και αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας. Η πόλη είναι η πέμπτη πιο πυκνοκατοικημένη στην Ινδία και το 16% του ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού της ζει σε άτυπους οικισμούς.
Πέρυσι, η Μπενγκαλούρου ξεκίνησε το πρώτο της σχέδιο δράσης για το κλίμα, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για το πώς οι μεγάλες πόλεις με υψηλή ανισότητα μπορούν να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα. Το σχέδιο συμπεριλαμβάνει τον συμπεριληπτικό σχεδιασμό, επιστρατεύοντας ενεργά όλους τους τομείς της κοινωνίας για να συμμετάσχουν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή λύσεων για την κλιματική αλλαγή που βασίζονται στη φύση, όπως η φύτευση δέντρων και η επέκταση του πρασίνου.
Η Μπενγκαλούρου στο κλιματικό της σχέδιο λαμβάνει υπ’ όψιν τον καθαρό αέρα και άλλα στοιχεία που βοηθούν την ανθρώπινη ευημερία. Το σχέδιο έχει επίσης ευρεία εμβέλεια, στοχεύοντας τομείς όπως η διαχείριση στερεών αποβλήτων, τα όμβρια ύδατα, το πράσινο, η ενέργεια, οι μεταφορές και η βιοποικιλότητα.
(Πηγή: World Resources Institute)
Οι… συνοδευτικές ασθένειες
Σύμφωνα με το World Resources Institute, όσον αφορά τις ημέρες κάθε έτους όπου θα σημειώνεται η αιχμή της μετάδοσης των ασθενειών μέσω εντόμων (κυρίως κουνουπιών), ο παγκόσμιος μέσος όρος διαμορφώνεται ως εξής:
- 74,7 ημέρες για τον 1,5°C και 80,7 ημέρες για τους 3°C – αύξηση κατά 6 ημέρες κατά το χειρότερο σενάριο.
- Ειδικά για την υποσαχάρια Αφρική: 103,7 ημέρες για τον 1,5°C και 128,8 ημέρες για τους 3°C – αύξηση κατά 25,2 ημέρες.
- Για τις πόλεις με χαμηλά εισοδήματα: 73,4 ημέρες για τον 1,5°C και 87,4 ημέρες για τους 3°C – αύξηση κατά 14 ημέρες.
Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα ως άνω αποτελέσματα από τα τρία κλιματικά μοντέλα είναι ως παρακάτω.
Από την άλλη, αναφορικά με τις ημέρες εντονότερης μεταδοτικότητας της ελονοσίας, ο παγκόσμιος μέσος όρος υπολογίζεται σε:
- 114 ημέρες για τον 1,5°C και σε 104,4 ημέρες για τους 3°C – μείωση κατά 9,6 ημέρες.
- Στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, 31,2 ημέρες για τον 1,5°C και 34,4 ημέρες για τους 3°C – αύξηση 3,2 ημέρες.
Τα παρακάτω γραφήματα δείχνουν τις προβλέψεις για τις δύο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις.
Ανάγκες δροσισμού
Σύμφωνα με την έκθεση, οι μεγαλύτεροι και συχνότεροι καύσωνες και οι εξαιρετικά ζεστές ημέρες θα αυξήσουν σημαντικά τη ζήτηση για ψύξη σε σπίτια και χώρους εργασίας – και μαζί με αυτήν, τη ζήτηση για ενέργεια εάν αυτές οι ανάγκες καλυφθούν με μηχανικά μέσα όπως ο κλιματισμός. Πολλές ανάγκες ψύξης μπορούν να καλυφθούν αποτελεσματικά μέσω της παθητικής ψύξης –συμπεριλαμβανομένης της επιλογής υλικού, της σκιάς, της μόνωσης και του αερισμού–, αλλά αυτές οι λύσεις πολύ συχνά αγνοούνται υπέρ των μηχανικών μεθόδων που θεωρούνται εν γένει πιο βολικές.
Στην Αθήνα, όπως λέει η έρευνα και επισημαίνει στην «Κ» ο επικεφαλής της, στους 3°C της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα σημειωθεί 67% αύξηση ανάγκης δροσισμού σε σχέση με το σενάριο της αύξησης της θερμοκρασίας της Γης κατά 1,5°C.
Στην Αθήνα, στους 3°C της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα σημειωθεί 67% αύξηση ανάγκης δροσισμού σε σχέση με το σενάριο της αύξησης της θερμοκρασίας της Γης κατά 1,5°C. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Θεσσαλονίκη είναι 10% αύξηση.
Οσον αφορά τον φαύλο κύκλο του κλιματισμού και της υπερθέρμανσης του πλανήτη, «αυτό είναι μια σοβαρή ανησυχία», σύμφωνα με όσα λέει στην «Κ» ο Τεντ Γουόνγκ. «Η μηχανική ψύξη που καταναλώνει ενέργεια μπορεί να επιδεινώσει την υπερθέρμανση του πλανήτη, ιδιαίτερα εάν η ενέργεια προέρχεται από ορυκτά καύσιμα».
Το παράδειγμα του Γιοχάνεσμπουργκ
Τα κύματα καύσωνα στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής γίνονται μεγαλύτερα και συχνότερα. Η ζήτηση του Γιοχάνεσμπουργκ για ψύξη στους 3°C εκτιμάται ότι θα είναι 69% μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον 1,5°C. Ο κλιματισμός δεν λειτουργεί καλά όταν οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν ελλείψεις νερού και διακοπές ρεύματος, όπως συνέβη σε ένα πρόσφατο κύμα καύσωνα που επηρέασε το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αφρικής. Και για πολλούς από τους κατοίκους του Γιοχάνεσμπουργκ που ζουν σε φτωχότερους οικισμούς –περίπου 1 στους 5 ανθρώπους– το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα είναι αναξιόπιστα όλο τον χρόνο.
Ο συχνά θανατηφόρος συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών και υψηλής ανισότητας στις πόλεις απαιτεί επιθετική δράση από τις κυβερνήσεις και τις κοινότητες. Στο Γιοχάνεσμπουργκ αυτό ξεκινά με τη χαρτογράφηση. Το 2022, αξιωματούχοι της τοπικής κυβέρνησης συνεργάστηκαν με την κοινωνία των πολιτών για να μετρήσουν τις θερμοκρασίες και να δημιουργήσουν χάρτες που δείχνουν τη σύνδεση θερμότητας και ευαλωτότητας. Η προσπάθεια παρείχε στις Αρχές δεδομένα υψηλής ποιότητας, δημιούργησε μια συναρπαστική βάση αποδεικτικών στοιχείων για συγκεκριμένα μέτρα ψύξης και έφερε τους ενδιαφερομένους σε όλη την πόλη στο ίδιο τραπέζι του κοινού σχεδιασμού. Καθώς η πόλη προχωρεί με δενδροφυτεύσεις, λευκές στέγες και άλλες πρωτοβουλίες ψύξης, οι προσπάθειές της υποστηρίζονται από δεδομένα που συλλέγονται από τους κατοίκους, βελτιώνοντας την κάλυψη των πιο ευάλωτων.
(Πηγή: World Resources Institute)
Οι προκλήσεις για τα εθνικά συστήματα υγείας
Αυτά τα ευρήματα έχουν τεράστιες συνέπειες για τις ζωές και τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων, καθώς και για τις οικονομίες των πόλεων, τις υποδομές και τα δημόσια συστήματα υγείας, λένε τα συμπεράσματα της έρευνας. Οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς οι πόλεις φιλοξενούν 4,4 δισ. ανθρώπους παγκοσμίως –περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού– και θα αυξηθούν ραγδαία τις επόμενες δύο δεκαετίες. Μέχρι το 2050, καθώς άλλα 2,5 δισ. άνθρωποι μετακινούνται σε αστικές περιοχές, τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας θα ζουν σε πόλεις, με πάνω από το 90% αυτής της ανάπτυξης στην Αφρική και την Ασία.
Ο Χρήστος Γιάνναρος, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ, μέλος του meteo του Αστεροσκοπείου και επικεφαλής ερευνητής του Heat-Alarm, μιας συνεργασίας του ΕΚΠΑ, του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και του Αστεροσκοπείου, επιβεβαιώνει ότι θα δοκιμαστούν τα ΕΣΥ ανά τον κόσμο. «Ειδικά στις πόλεις, η αύξηση, αφενός, του πληθυσμού και η γήρανσή του, αφετέρου, που σημαίνει λιγότερες αντοχές και δυνατότητες στη θερμορύθμιση του οργανισμού, θα επιφέρουν ιδιαίτερες προκλήσεις» με κοινωνικο-οικονομικό αντίκτυπο όπως φαίνεται.
Ειδικά στις πόλεις, η αύξηση, αφενός, του πληθυσμού και η γήρανσή του, αφετέρου, που σημαίνει λιγότερες αντοχές και δυνατότητες στη θερμορύθμιση του οργανισμού, θα επιφέρουν ιδιαίτερες προκλήσεις.
Ο Χρήστος Γιάνναρος, μάλιστα, συμπληρώνει ότι τα εθνικά υπουργεία Υγείας είναι και εκείνα που οφείλουν να παίξουν ιδιαίτερα σημαίνοντα ρόλο στην αντιμετώπιση των ασθενειών που προκύπτουν από τις ακραίες καιρικές συνθήκες όπως οι καύσωνες. «Χρειάζεται καταγραφή σε πραγματικό χρόνο όλων των δεδομένων των δομών υγείας κάθε χώρας, ώστε η κεντρική κυβέρνηση να γνωρίζει τι μέτρα πρέπει να λάβει ώστε να προειδοποιήσει και να προφυλάξει τους πολίτες», όπως λέει ο ίδιος στην «Κ».
Ωστόσο, επισημαίνει ότι διεθνώς –και όχι μόνο στην Ελλάδα– εντοπίζεται ζήτημα με τη συλλογή και επεξεργασία τέτοιων κρίσιμων δεδομένων, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία νοσηρότητας και θνησιμότητας εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών, που μας απασχολούν εν προκειμένω.
Λύσεις για τις πόλεις και τους πολίτες
Λύσεις, όμως, υπάρχουν και γι’ αυτό. Πέραν της ανάγκης να σταματήσει η χρήση ορυκτών καυσίμων… χθες, ο λεγόμενος παθητικός δροσισμός αποτελεί μέτρο που είναι απαραίτητο να υιοθετήσουν οι πόλεις μας. «Είναι σημαντικό οι κοινότητες να επενδύουν στην παθητική ψύξη (όπως η χρήση ανακλαστικών υλικών σε κτίρια και δρόμους), υποδομές ψύξης (όπως δομές σκιάς) και λύσεις ψύξης με βάση τη φύση (όπως δέντρα και χώρους πρασίνου). Οι λύσεις ψύξης μπορούν να σώσουν ζωές, αλλά δεν είναι όλες οι λύσεις ψύξης ενεργοβόρες», σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας του World Resources Institute.
Είναι σημαντικό οι κοινότητες να επενδύουν στην παθητική ψύξη (όπως η χρήση ανακλαστικών υλικών σε κτίρια και δρόμους), υποδομές ψύξης (όπως δομές σκιάς) και λύσεις ψύξης με βάση τη φύση (όπως δέντρα και χώρους πρασίνου).
Από την άλλη, βιώσιμες και κοινωνικο-οικονομικά προσιτές λύσεις υπάρχουν και σε ατομικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των υψηλών θερμοκρασιών πέραν των κλιματιστικών, όπως μας ενημερώνει ο Χρήστος Γιάνναρος. Μας τις υπέδειξε σε επικοινωνία που είχαμε μαζί του:
- Χρήση συμβατικού ανεμιστήρα: Επιταχύνει την απώλεια θερμότητας από το σώμα. Ωστόσο, αυτή η επίδραση σημειώνεται σε ηλικιωμένους/ες και σε συνθήκες αυξημένης θερμοκρασίας περιβάλλοντος (≥ 35°C).
- Χρήση ανεμιστήρα με σύστημα εξάτμισης: Αποδοτική μέθοδος μόνο σε συνθήκες χαμηλής υγρασίας (
- Χρήση ανεμιστήρα υδρονέφωσης: Απαραίτητη η χρήση σε καλά εξαεριζόμενους χώρους ή σε εξωτερικό περιβάλλον.
- Ψεκασμός δέρματος με νερό: Συνεισφέρει στη μείωση της αφυδάτωσης.
- Βύθιση ποδιών σε κρύο νερό: Μπορεί να βοηθήσει ιδιαίτερα σε συνθήκες αυξημένης υγρασίας περιβάλλοντος (~50%).
- Εφαρμογή υγρού ρουχισμού: Συνεισφέρει στην απώλεια θερμότητας λόγω εξάτμισης, χωρίς την ανάγκη εφίδρωσης, περιορίζοντας έτσι την αφυδάτωση.
- Εφαρμογή παγωμένων κομπρεσών στον λαιμό και στο στήθος: Μπορεί να μειώσει τη θερμοκρασία του σώματος και την καρδιαγγειακή καταπόνηση.
- Κατανάλωση κρύου νερού: Απαραίτητη για την αποφυγή αφυδάτωσης. Μπορεί να παρέχει ακόμα και εσωτερικό δροσισμό και να μειώσει τη θερμοκρασία του σώματος.
Ο Χρήστος Γιάνναρος, πάντως, τονίζει ότι δεν χρειάζεται να… απελπιστούμε. «Αρκεί να υιοθετήσουμε και να εφαρμόσουμε όλες τις οδηγίες που προτείνουν οι διεθνείς φορείς. Χρόνος υπάρχει…»