Στις 22 Σεπτεμβρίου, κατά την ομιλία του στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, δήλωσε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να υποδεχθεί το Παγκόσμιο Τάγμα Μπεκτασήδων σε “κυρίαρχο κράτος εντός της αλβανικής πρωτεύουσας”, παρόμοιο με το Βατικανό.
Η ιδέα αυτή του Ράμα επικοινωνήθηκε και από συνέντευξή του στους New York Times, όπου ως σκοπός αυτού του “μικροκράτους” εμφανίστηκε η προώθηση του ανεκτικού Ισλάμ, την οποία εκπροσωπεί το Τάγμα των Μπεκτασήδων.
Ο “πατριάρχης” των Μπεκτασήδων επικροτώντας την ιδέα του Αλβανού πρωθυπουργού, ανέφερε ότι αυτό το νέο κράτος δεν έχει να κάνει με πολιτική αλλά με πνευματική ηγεσία και ότι αποκτώντας κυριαρχία παρόμοια με του Βατικανού, του επιτρέπεται αυτονομία στην διαχείριση των διοικητικών και θρησκευτικών του υποθέσεων. Κάποιοι αναλυτές, έσπευσαν να αναφέρουν ότι πρόκειται για μία προσπάθεια του Αλβανού πρωθυπουργού να κεντρίσει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας σκηνής. Είναι όμως έτσι ή μήπως κρύβεται κάτι βαθύτερο σε αυτή την κίνηση του Ράμα;
Οι Μπεκτασήδες θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η πιο κοσμική εκδοχή του Ισλάμ, καθώς το συγκεκριμένο θρησκευτικό ρεύμα συνδυάζει φιλοσοφίες των Σιιτών με άλλες, εκτός του ισλαμικού τόξου – ανάμεσά τους και η Ορθοδοξία.
Από το 1990, με το τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος και της απαγόρευσης της θρησκείας στην Αλβανία, η κοινότητα των Μπεκτασήδων κατάφερε να αναβιώσει, αλλά αυτή η διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Άλλες θρησκευτικές κοινότητες, δέχθηκαν σημαντική βοήθεια – στους Καθολικούς για παράδειγμα συνέδραμαν το Βατικανό και φιλανθρωπικές οργανωσεις από την Ιταλία και την Αυστρία, όπως η Κάριτας, ενώ η μουσουλμανική κοινότητα έλαβε τεράστια οικονομική και τεχνική υποστήριξη από την Τουρκία, τα κράτη του Κόλπου και το Ιράν, ώστε κάθε πόλη και χωριό στην Αλβανία να αποκτήσει τζαμί και ιμάμη.
Για τους Μπεκτασήδες όμως τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, καθώς στην αρχή δεν είχαν “ξένο προστάτη” να προσφέρει χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση των τόπων λατρείας τους, των τεκέδων, αλλά και για την εκπαίδευση των ντόπιων κληρικών – μόνο κάποιες πολύ περιορισμένες δωρεές από Μπεκτασήδες Αλβανούς στην Αμερική. Τα πράγματα, όσον αφορά τις σχέσεις τους με “ξένους προστάτες”, φαίνεται ότι θα άλλαζαν αργότερα, τουλάχιστον από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία τους προσέγγισε έπειτα από δεκαετίες εκδίωξής τους.
Σε διαβαθμισμένο ως “ευαίσθητο” τηλεγράφημα του προξενείου των ΗΠΑ στην Αλβανία, το οποίο περιλαμβάνεται στα Wikileaks, αποκαλύπτεται ότι τον Ιούνιο του 2006 ο Μπουλέντ Αρίντς, τότε πρόεδρος του τουρκικού κοινοβουλίου και συνιδρυτής του AKP του Ερντογάν, επισκέφθηκε το κέντρο των Μπεκτασήδων στα Τίρανα και προσκάλεσε τον επικεφαλής της κοινότητας να ταξιδέψει στη χώρα του. “Αυτή θα ήταν η πρώτη επίσημη επαφή της Τουρκίας με την ιδιαίτερα φιλελεύθερη αίρεση των Μπεκτασήδων του σιιτικού Ισλάμ από τότε που εκδιώχθηκαν από την Τουρκία 85 χρόνια πριν”, αναφέρεται στο τηλεγράφημα. Σύμφωνα με ειδικό σε θέματα θρησκευτικών ελευθεριών στην Αλβανία, αυτό ήταν ένα βήμα προς τη συμφιλίωση με τον μπεκτασισμό και είχε στόχο να στείλει ένα πολιτικό μήνυμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η Τουρκία υποστήριζε τη θρησκευτική ανοχή.
Σε αυτή την “συμφιλίωση” του 2006 σημαντικό ρόλο, σύμφωνα με τις πληροφορίες των αμερικανών, είχε παίξει το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Ερντογάν είχε τοποθετήσει στην Αλβανία πρέσβη που έλκυε την καταγωγή του από οικογένεια Μπεκτασήδων. Ο εν λόγω πρέσβης είχε κάνει προσωπική επίσκεψη στα Τίρανα για τις πρώτες επαφές και αργότερα κανόνισε να παραβρεθεί ο Τούρκος Υπουργός Πολιτισμού στο Παγκόσμιο Συνέδριο Μπεκτασήδων που πραγματοποιήθηκε στην αλβανική πρωτεύουσα στα τέλη του 2005. Οι επαφές πήγαν καλά και το αποτέλεσμα ήταν “ο πάγος να σπάσει” και επίσημα το 2006.
Σε άλλο εμπιστευτικό τηλεγράφημα των αμερικανών διπλωματών το 2009, όπου αναφέρεται μία πιθανή περίπτωση νοθείας των εκλογών της αλβανικής ισλαμικής κοινότητας, αναφέρονται τα εξής: κατ’ αρχήν ότι οι εκλογές επισπεύθηκαν εξαιτίας των συμφωνιών που θα ψηφίζονταν από την αλβανική κυβέρνηση για τις τέσσερις θρησκευτικές ομάδες (Ισλαμική Κοινότητα, Ορθόδοξη Εκκλησία, Καθολική Εκκλησία και Τάγμα Μπεκτασήδων) έτσι ώστε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα καλύτερης ρύθμισης των δραστηριοτήτων τους αλλά και χρηματοδότηση από το αλβανικό κράτος. “Σύμφωνα με τις συμφωνίες, οι τέσσερις κοινότητες θα μπορούν να διαχειρίζονται οι ίδιες τα ακίνητά τους και να ξοδεύουν τα αφορολόγητα έσοδα με τρόπο που κρίνουν κατάλληλο. Η κυβέρνηση της Αλβανίας ελπίζει ότι με αυτά τα έσοδα, οι τέσσερις ομάδες θα μπορέσουν να αυτοχρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους, αποφεύγοντας έτσι τα συμφέροντα εξωτερικών παραγόντων όπως το Ιράν, η Αίγυπτος, η Συρία και η Σαουδική Αραβία που επιθυμούν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην Αλβανία”, αναφέρεται στο τηλεγράφημα του 2009.
Από τις πληροφορίες των Αμερικανών φαινόταν ότι οι θρησκευτικές κοινότητες θα έχουν “καθεστώς προτεραιότητας” στις υποθέσεις αποκατάστασης περιουσιακών στοιχείων, τα οποία είχαν κατασχεθεί κατά το κομμουνιστικό καθεστώς. “Ωστόσο, αν και αυτό το πλαίσιο είναι αξιέπαινο, μπορεί να ανοίξει την πόρτα στη διαφθορά, καθώς κάθε απόφαση αποκατάστασης πρέπει να λαμβάνεται κατά περίπτωση, αυξάνοντας το ρίσκο για εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, υποθέσεις αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. Η βάση για τις υποθέσεις αποκατάστασης προέρχεται από ένα μητρώο της δεκαετίας του 1960 που αναφέρει ποιες περιουσίες ανήκαν στις διάφορες θρησκευτικές ομάδες όταν τις ιδιοποιήθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς. Ενώ το μητρώο θεωρείται ακριβές από τους περισσότερους παρατηρητές, η ταξινόμηση των μυριάδων αξιώσεων ιδιοκτησίας, ειδικά εάν ένα ακίνητο έχει πολλαπλή ιδιοκτησία, είναι αρκετά περίπλοκο. Οι τέσσερις θρησκευτικές ομάδες θα μπορούσαν να γίνουν από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες στην Αλβανία”, καταλήγει το τηλεγράφημα. Την ίδια χρονιά, σε άλλο αμερικανικό τηλεγράφημα, φαίνεται ότι οι σχέσεις της κοινότητας των Μπεκτασήδων και κυβερνητικών αξιωματούχων της Αλβανίας και επισήμων εκπροσώπων των διπλωματικών σωμάτων γίνονται κάπως πιο στενές καθώς οι τελευταίοι παραβρέθηκαν σε εορτασμούς των πρώτων – μία τάση που οι Αμερικανοί παρατηρούσαν για πρώτη φορά το 2009.
Από επιστημονικά συγγράματα φαίνεται ότι η ακίνητη περιουσία των Μπεκτασήδων που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια του κουμμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, μόνο αμελητέα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι τεκέδες, τόποι λατρείας της κοινότητας, είχαν στην κατοχή τους γη έκτασης τουλάχιστον 400 στρεμμάτων ο καθένας, και σε κάποιες περιπτώσεις από τις δωρεές των πιστών μπορεί να υπερέβαιναν και τα 1.500 με 2.000 στρέμματα. Κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος οι περισσότεροι από τους τεκέδες έμειναν με 10-20 στρέμματα – τα υπόλοιπα κατασχέθηκαν.
Με την επιστροφή της δημοκρατικής εξουσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Μπεκτασήδες μπόρεσαν να ανακτήσουν τα περισσότερα από τα θρησκευτικά αντικείμενα που είχαν κατασχεθεί από τους τεκέδες από το κομμουνιστικό καθεστώς. Όμως, μια μόνιμη λύση για την ιδιοκτησία γης και την περιουσία που χάθηκε ήταν μια σημαντική νομική ενασχόληση του Τάγματος από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 500 τεκέδες και άλλα μνημεία καταστράφηκαν με τη γη τους να κατάσχεται, το οποίο σημαίνει ότι η ακίνητη περιουσία που μπορούσε πλέον να διεκδικήσει η κοινότητα των Μπεκτασήδων μετά την σχετική νομοθεσία ανερχόταν σε αρκετές δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- χιλιάδες στρέμματα.
Σε επιστημονική διατριβή για την κοινότητα το 2019 (Οι Αλβανοί Μπεκτασήδες – The Albanian Bektashi) αναφέρεται ότι ένα μεγάλος μέρος της εκτεταμένης περιουσίας τους σε γη κατορθώθηκε να επαναποκτηθεί με την πάροδο του χρόνου και φυσικά, δικαστικούς αγώνες. Από την εκμετάλλευση αυτών των ιδιοκτησιών, πχ τη μίσθωσή τους για βοσκότοπους, η κοινότητα ζει σε μεγάλο βαθμό, επισημαίνεται στη διατριβή.
Ωστόσο οι διαφορές με την κυβέρνηση Ράμα όσον αφορά την ακίνητη περιουσία των Μπεσακτήδων δεν έχουν εντελώς επιλυθεί, τουλάχιστον όχι μέχρι την ανακοίνωση από την πλευρά του για τη δημιουργία αυτόνομου κρατιδίου για την κοινότητα. Στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ του 2022 για τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Αλβανία αναφέρεται ότι η κοινότητα των Μπεκτασήδων μαζί με άλλες μουσουλμανικές κοινότητες “ανέφεραν και πάλι προβλήματα για την υπεράσπιση των τίτλων τους σε ορισμένα ακίνητα”. Επιπλέον φαίνεται ότι σε εκκρεμότητα, παρέμενε εκείνη τη χρονιά αίτημα αποζημίωσής τους για 20 ακίνητα που έχουν καταληφθεί παράτυπα, ενώ πρόβλημα ήταν, σύμφωνα με όσα είπαν εκπρόσωποι της κοινότητας στους Αμερικανούς, οι μεγάλες καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες για την επανάκτηση των ακινήτων. “Εκπρόσωποι Μπεκτασί ανέφεραν ότι τουλάχιστον επτά υποθέσεις επιστροφής περιουσίας και αποζημίωσης που αφορούσαν την κοινότητα των Μπεκτασήδων και την κυβέρνηση ή ιδιώτες εξακολουθούσαν να εκκρεμούν στο δικαστήριο στο τέλος του έτους” αναφέρεται στην έκθεση του 2022. Σημειώνεται ότι οι Μπεκτασήδες ήταν αυτοί που έλαβαν τα μεγαλύτερα ποσά αποζημιώσεων από την αλβανική κυβέρνηση εντός του 2022 σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινότητες, σύμφωνα με τα στοιχεία της κρατικής υπηρεσία κτηματολογίου. – συγκεκριμένα, αποζημιώθηκαν με 1,1 εκατομμύριο δολάρια για περίπου 5.000 τετραγωνικά μέτρα που είχαν καταληφθεί παράτυπα. Επιπλέον, είχαν καταθέσει αγωγή κατά της αλβανικής κυβέρνησης τον Μάιο του 2021 ζητώντας αποζημίωση για την ανέγερση διαμερισμάτων χωρίς την άδεια της κοινότητας για άτομα που έχασαν τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του σεισμού του 2019 με την υπόθεση να παραμένει σε εκκρεμότητα στο δικαστήριο μέχρι το τέλος του 2022. Και υπήρχαν και άλλες προσφυγές κατά αποφάσεων δικαστηρίων για ιδιοκτησίες.
Τον Δεκέμβριο του 2022 το αλβανικό κοινοβούλιο τροποποίησε τη νομοθεσία για την απόδοση περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης της περιουσίας των θρησκευτικών ομάδων που κατασχέθηκε από την πρώην κομμουνιστική κυβέρνηση. Η νομοθεσία απαιτεί από τις ομάδες να υποβάλουν αναφορές στον Οργανισμό για τη Μεταχείριση Περιουσίας (ATP) ή στα δικαστήρια για αποκατάσταση, θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές αποζημίωσης για περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούσαν να επιστραφούν και ορίζει ως προθεσμία την 31η Δεκεμβρίου 2024, ώστε να καθοριστεί και να αποδοθεί δίκαιη αποζημίωση.
Σύμφωνα με την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Αλβανία το έτος 2023, η κοινότητα των Μπεκτασήδων ανέφερε ότι είχε λάβει 333.000 δολάρια ως αποζημίωση από τον Οκτώβριο και έλαβε έγκριση αλλά όχι αποζημίωση για 51 ακίνητα που καταλαμβάνονταν με άτυπα κτήρια από την περίοδο 2020-22. “Οι Μπεκτασήδες υπέβαλαν καταγγελίες στο υπουργείο Δικαιοσύνης, στον Πρωθυπουργό και στον Ανώτατο Ελεγκτή του Κράτους, ένα ανεξάρτητο κυβερνητικό όργανο, σχετικά με την έλλειψη πληρωμής, αλλά δεν έλαβαν απάντηση”, αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Την ίδια χρονιά, ο Έντι Ράμα δηλώνει με διάφορους τρόπους την προσήλωσή του στον στόχο της ανάπτυξης του τουρισμού στην Αλβανία. Αρχικά στην συνεδρίαση της Διευρυμένης Συνέλευσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος λέει ότι μέχρι το τέλος του έτους η Αλβανία μπορεί να φτάσει τον αριθμό των 10 εκατομμυρίων ξένων επισκεπτών. Έπειτα έθεσε τον πήχη για το 2024 στο διπλάσιο, ότι η Αλβανία θα φτάσει τους 20 εκατομμύρια τουρίστες.
Πριν από επτά μήνες, τον Μάρτιο του 2024 ο Αλβανός πρωθυπουργός χαιρέτισε δημόσια τα σχέδια της Affinity Partners και του Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρού του Ντόναλντ Τραμπ, να επενδύσουν στον αλβανικό τουρισμό. Ο Κούσνερ είχε δημοσιεύσει υλικό σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα σχέδια επενδύσεων στο νησί Σαζάν και στην παραλιακή περιοχή του Ζβέρνετς, το οποίο υπάγεται στην επαρχία του Αυλώνα (Βλόρε). Σχετικά με το τελευταίο, το αλβανικό υπουργείο Τουρισμού εκείνη την περίοδο δήλωνε ότι δεν γνωρίζει ακόμα τα επενδυτικά σχέδια.
«Τις τελευταίες ημέρες, ο Τζάρεντ Κούσνερ, ένας εξέχων αμερικανός επιχειρηματίας και γαμπρός του πρώην προέδρου Τραμπ, ανακοίνωσε δημόσια τη φιλοδοξία να επενδύσει σε δύο μεγάλα τουριστικά έργα στην Αλβανία. Όσοι μας έλεγαν για το Μαυροβούνιο για την ανάπτυξη του τουρισμού και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, σήμερα μας μιλούν για την απειλή που αποτελεί για το Σαζάν μετατρέποντάς το σε κόσμημα στο χρυσό στέμμα του τουρισμού στη Μεσόγειο», είπε ο Ράμα.
Αν και ανέφερε δύο έργα, ο Ράμα εστίασε μόνο στο σχέδιο για το νησί Σαζάν και δεν σχολίασε το σχέδιο για το Ζβέρνετς. Τον Αύγουστο του 2024 αρχίζουν οι αντιδράσεις πολιτών και οργανώσεων για την επένδυση του Ζβέρνετς, για περιβαλλοντικούς λόγους. “Πρόκειται για έναν απομονωμένο παράδεισο με παραλίες στην Αδριατική από τη μία πλευρά και μία λιμνοθάλασσα από την άλλη. Στην προστατευόμενη περιοχή υπάρχουν μέχρι και πινακίδες που προειδοποιούν ότι απαγορεύεται ακόμα και το κάμπινγκ” αναφέρεται σε δημοσίευμα για τα σχέδια επένδυσης. Στο στόχαστρο των ομάδων που αντιδρούν στην επένδυση τέθηκε και η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου που επέτρεπε την “πεντάστερη” ανάπτυξη σε τέτοιου είδους περιοχές παρά το καθεστώς προστασίας τους. “Ένα από τα τελευταία παράλια οικοσυστήματα άγριας ζωής μπορεί να χαθεί”, προειδοποιούσαν, προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις. Έως και τον Αύγουστο ο Κούσνερ δεν είχε υποβάλλει επισήμως στην αλβανική κυβέρνηση τα σχέδια για το Ζβέρνετς.
Στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας του Αυλώνα πάντως, όπου υπάγεται και το Ζβέρνετς, φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετές ιδιοκτησίες του Τάγματος των Μπεκτασήδων. Εκεί δρούσε ένας γνωστός αρχιερέας που κατάφερε να ανακτήσει μεγάλες εκτάσεις γης οι οποίες άνηκαν στο Τάγμα πριν την έλευση του κομμουνισμού στην Αλβανία και αξιοποιώντας τες, μαζί με δωρεές που έλαβε από πιστούς, κατάφερε να κτίσει έναν εμβληματικό τεκέ σε σημείο που να καταστεί ένα από τα πλέον σημαντικά κέντρα Μπεκτάσηδων στην Αλβανία.
Από τα χρόνια πριν την κομμουνιστική περίοδο της Αλβανίας η πώληση γης που άνηκε σε Μπεκτασήδες και θεωρούνταν ιερή ήταν απαγορευμένη. Όπως όμως αναφέρεται στην διατριβή “From the ashes of atheism: the reconstitution of Bektashi religious life in post communist Albania”, τα πράγματα μάλλον έχουν αλλάξει πλέον. “Φαίνεται να υπάρχει μια σιωπηρή διαπραγμάτευση αυτής της απαγόρευσης στους μετακομμουνιστικούς χρόνους, καθώς οι πηγές χρηματοδότησης που είναι απαραίτητες για την ανοικοδόμηση των τεκέδων είναι λίγες, και καμία από αυτές τις πηγές δεν έχει την οικονομική δυνατότητα που προσφέρουν οι πωλήσεις γης στις τρέχουσες πολύ διογκωμένες τιμές. Έτσι, λόγω της σύγχυσης που επικρατεί επί του παρόντος σχετικά με την ιδιοκτησία γης σε όλη την Αλβανία και λόγω των έντονων απαιτήσεων για πόρους για τη χρηματοδότηση της ανασύστασης της κοινότητας των Μπεκτασήδων, ασκείται μεγάλη πίεση στους κληρικούς να πουλήσουν”, αναφέρεται στη διατριβή. Για να δοθεί έγκριση για πώληση εκτάσεων χρειάζεται γραπτή έγκριση του ιερού συμβουλίου, ή να δοθεί πληρεξουσιότητα από επικεφαλής του Τάγματος.
Θα μπορούσε η κίνηση Ράμα περί αυτόνομου κρατίδιου Μπεκτασήδων να αποσκοπεί σε διευκολύνσεις όσον αφορά τη διάθεση ακίνητης περιουσίας προς τουριστική αξιοποίηση; Στο κάτω κάτω της γραφής, αν προχωρήσει το σχέδιο, τι είναι 27 στρέμματα που θα παραχωρήσει η αλβανική κυβέρνηση στα ανατολικά Τίρανα για την έδρα του “μικροκράτους”, μπροστά στην πρόσβαση που θα αποκτήσει σε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα με πολλά από αυτά να βρίσκονται σε περιοχές-φιλέτα;