«Όσα έχω ζήσει τα ΄χει πει η Βίσση»: Στην παραπάνω φράση – σλόγκαν, που φώναζαν ρυθμικά οι περίπου 65.000 άνθρωποι κάθε ηλικίας οι οποίοι γέμισαν ασφυκτικά το Καλλιμάρμαρο, στη μεγάλη συναυλία που έδωσε η τραγουδίστρια το βράδυ του Σαββάτου, εμπεριέχεται, εν ολίγοις, το μυστικό της διαχρονικής επιτυχίας της. Γιατί επιτυχημένος καλλιτέχνης, ανεξαρτήτως μουσικού ύφους ή εποχής, είναι αυτός που καταφέρνει να εκφράσει το συλλογικό βίωμα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων. Και η Άννα Βίσση, όπως αποδεικνύεται, είναι από τους λίγους εκείνους εκπροσώπους της ελληνικής μουσικής σκηνής που έχουν κατακτήσει τον μεγαλεπήβολο αυτό στόχο.
Δεν είναι διόλου εύκολο, ούτε τυχαίο, προφανώς, να παραμείνει ένας καλλιτέχνης στην πρώτη γραμμή για 50 ολόκληρα χρόνια ανανεώνοντας διαρκώς το κοινό του. Όπως επίσης δεν είναι συχνό φαινόμενο, αυτό που συνέβη προχθές στο Καλλιμάρμαρο. Γονείς με τα έφηβα παιδιά τους να τραγουδούν, με το ίδιο πάθος, τις επιτυχίες της, έχοντας συνδέσει καθένα από τα τραγούδια της με μια ιδιαίτερη προσωπική τους στιγμή η οποία συνέβη προσφάτως ή πριν από δεκαετίες. Αλλά ακόμα και εκείνοι που δεν ανήκαν ποτέ στο φανατικό κοινό της, να παραδέχονται, εντυπωσιασμένοι, παρακολουθώντας τα βίντεο της συναυλίας που κατέκλυσαν τα σόσιαλ μίντια, πως πράγματι, αυτή η γυναίκα αποτελεί ένα μουσικό φαινόμενο.
Και έχουν απόλυτο δίκιο. Γιατί, μάς αρέσει δεν μάς αρέσει, η Άννα Βίσση είναι μια από τις ελάχιστες εγχώριες μουσικές παρουσίες που διαθέτουν τα χαρακτηριστικά ενός σταρ: Μεταμορφώνεται όταν ανεβαίνει στη σκηνή, παρουσιάζει εντυπωσιακά one woman show, ερμηνεύει σωστά και με πάθος, ξεσηκώνει, συγκινεί… Κι όλα αυτά στα 66 της πλέον χρόνια έχοντας διαγράψει μια λαμπρή καριέρα μισού αιώνα, διάστημα κατά το οποίο το όνομά της βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς και εμπορικούς καλλιτέχνες.
Γι΄ αυτό και δικαίως, στην προχθεσινή της συναυλία, ένιωσε, όπως η ίδια εξομολογήθηκε επί σκηνής, πως έζησε το όνειρό της. «Έχω βιώσει πολύ συγκινητικά συναισθήματα. Στη ζωή μου έχω εισπράξει επιτυχία, αναγνώριση, αλλά και αμφισβήτηση. Γι’ αυτό το να είσαι 66 χρονών, όπως είμαι εγώ σήμερα, και να μπαίνεις σε ένα ξεχειλισμένο Καλλιμάρμαρο είναι η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου. Δεν είναι το νούμερο, είναι αυτό που μού έδωσε ο κόσμος. Το χειροκρότημα καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας μου, το ότι τραγουδούσαν τα πάντα, αγαπούν τα τραγούδια μου, τον Νίκο Καρβέλα που τα έγραψε, τον τρόπο που τα λέω, τον τρόπο που τα αισθάνομαι, το ότι τα ζω» δήλωσε ενθουσιασμένη λίγα λεπτά μετά την ολοκλήρωση της βραδιάς για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Πάντα πίστευα ότι είμαι γεννημένη για να κάνω μουσική. Δεν ήξερα ακριβώς πώς θα γίνει, αλλά πάντα το ήξερα».
Βέβαια ανάμεσα στο να έχει κανείς συνειδητοποιήσει, από πολύ μικρή ηλικία, ποια είναι η κλίση και ο προορισμός του μέχρι να καταφέρει να χτίσει μια σταθερή και επιτυχημένη καριέρα 50 χρόνων έχει τεράστια απόσταση. Κι αυτή είναι μια διαδρομή που εκτός από το ταλέντο απαιτεί σκληρή δουλειά, δυνατό ένστικτο, σωστές επιλογές και τεράστια επιμονή. Και η Άννα Βίσση τα πέρασε όλα αυτά τα στάδια με επιτυχία, όπως αποδείχτηκε.
Το ότι αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή της ήταννα τραγουδά το ένιωθε από τα παιδικά της κιόλας χρόνια. Και το πάθος της αυτό το κυνήγησε μπαίνοντας, έφηβη ακόμα, στα δύσκολα γρανάζια της δισκογραφίας και του χώρου της διασκέδασης. Ήταν δεδομένο ότι είχε μια πολύ καλή φωνή η οποία, αρχικά δοκιμάστηκε σε δουλειές σημαντικών συνθετών του έντεχνου ρεπερτορίου όπως ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Σπανός αλλά και ο μέγας Μίκης Θεοδωράκης.
Η ψυχή της όμως, τα βήματά της τήν οδηγούσαν σε διαφορετικούς δρόμους τους οποίους δεν δίστασε να ακολουθήσει παρότι γνώριζε πως η μετάβαση σε ένα πιο εμπορικό ρεπερτόριο θα συναντούσε επικριτικά σχόλια από μια μερίδα κόσμου που την είχε συνδέσει ως τότε με κάτι άλλο, πιο ποιοτικό.
Τόλμησε, ωστόσο, και από τις αρχές της δεκαετίες του ΄80 άρχισε να χτίζει, μαζί με τον Νίκο Καρβέλα στον οποίο εμπιστεύθηκε αποκλειστικά την δημιουργία των τραγουδιών της, ένα διαφορετικό μουσικό ύφος που συνδύαζε την χορευτική ποπ με τον λαϊκό ήχο, τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα με το ροκ ύφος μια συναυλίας.
Κι όχι μόνο πέτυχε η συνταγή αλλά δημιούργησε κι ένα ολόκληρο μουσικό ρεύμα, το λεγόμενο λαϊκοπόπ, που κυριάρχησε στην εγχώρια μουσική διασκέδαση, τροφοδότησε το ελληνικό ρεπερτόριο με εκατοντάδες επιτυχίες, που συνεχίζουν να τραγουδιούνται δεκαετίες μετά την δημιουργία τους, μετέτρεψε τις ζωντανές εμφανίσεις σε λαμπερά σόου, με εντυπωσιακές χορογραφίες, περίτεχνα κοστούμια και σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό, τόλμησε ακόμη και ροκ όπερα να παρουσιάσει σε εποχές που κάτι τέτοιο έμοιαζε με αυτοκτονική κίνηση. Κι όμως τής βγήκαν όλα. Γιατί τα πίστεψε και τα δούλεψε.
Εδώ και πολλά χρόνια πολλές ήταν οι νέες τραγουδίστριες που ονειρεύτηκαν και προσπάθησαν να γίνουν η νέα Βίσση. Μέχρι σήμερα πάντως καμία δεν τα έχει καταφέρει. Και αυτό, λέει πολλά.