Του Ηρακλή Ρούπα, οικονομολόγου, στελέχους ΠΑΣΟΚ
Η περίοδος πολιτικών διεργασιών στον ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει ως δεδομένο ότι η πολιτική χαρακτηρίζεται από “μάχες”, στρατηγική και κινήσεις τακτικής. Κατ’ επέκταση ίσως να μην αποτελεί οξύμωρο να παραπέμπουμε –σε μία πιο προχωρημένη προσέγγιση– την ανάλυση πολιτικών εξελίξεων με βάση τα αίτια έναρξης ενός “αναγκαίου” –κατά τον φιλόσοφο Τομας Χόμπς– πραγματικού πολέμου, όπως ο Πελοποννησιακός. Ενός πολέμου που ανέλυσε διεξοδικά ο Θουκυδίδης υπό την οπτική της γνωστής πλέον “παγίδας του Θουκυδίδη”.
Η θεωρητική βάση της “Παγίδας του Θουκυδίδη” ακόμα και σήμερα ερμηνεύεται στα πλαίσια γεωστρατηγικών και πολιτικών αναλύσεων ανάλογα με το πως αντιλαμβάνεται ο αναλυτής τον διαχωρισμό μεταξύ του “αναγκαίου” και του “αναπόφευκτου” πολέμου. Στο πεδίο αυτό –ειδικά στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια– η στρατηγική τοποθέτηση των παικτών της εξουσίας ως προς την θεωρητική βάση των παραμέτρων της “παγίδας του Θουκυδίδη”, ίσως καταστήσει δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το τι είναι “αναγκαίο” και τι “αναπόφευκτο” ως προς τις πολιτικές κινήσεις κάθε χώρου που έχει την δυνατότητα να ασκήσει εξουσία. Άλλωστε, η ανάλυση της πολιτικής που διεκδικεί εξουσία, δεν διαφέρει πολύ από την προσέγγιση “δεδομένων μάχης”.
Ίσως οι λόγοι που οδήγησαν την στρατηγική διέξοδο του “αναγκαίου” Πελοποννησιακού Πολέμου να μην διαφέρουν από του λόγους για τους οποίους η “αναγκαία” ανάδειξη του προοδευτικού χώρου σήμερα ως επερχόμενου πυλώνα εξουσίας πρέπει να λειτουργήσει ως βάση αντίδρασης και αναγκαίας πολιτικής επιβίωσης της διαδικασίας ελέγχου της δημοκρατίας, εν μέσω ενδυνάμωσης της πρωτοκαθεδρίας του κυβερνώντος κόμματος.
Η ανάλυση του Θουκυδίδη μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως κάθε μεγάλη μεταβολή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με απλές θεωρητικές επισημάνσεις ή γενικές τοποθετήσεις. Η ανάδειξη μίας κυρίαρχης δύναμης δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί μέσω φυσιολογικής φθοράς. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος άλλωστε, δεν ήταν αποτέλεσμα απρόσωπων συστημικών πιέσεων, αλλά συνέπεια προσεκτικά μελετημένων αποφάσεων, οι οποίες ελήφθησαν από τις ηγεσίες. Στην πολιτική σήμερα αυτή πρέπει να είναι η κυριαρχούσα διαπίστωση με βάση την διαμόρφωση στρατηγικής εξουσίας.
Μία αναγωγή στην σημερινή εγχώρια –και ευρωπαϊκή– πολιτική σκηνή, με βάση την έννοια της προετοιμασίας αλλά και “πρόληψης” ενός πολέμου για πολιτική εξουσία (μεταφρασμένο σε πολιτική αντίδρασης) είναι δυνατόν να γίνει με βάση: α) την στρατηγική σύνεση, β)την αυτοσυγκράτηση και γ) την διάθεση αποτροπής μίας αναμενόμενης κοινωνικής έκρηξης σε πρώτη φάση. Εστιάζοντας δε στα εγχώρια πολιτικά δρώμενα, παρατηρούμε πως σε αντίθεση με τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, η κυβέρνηση, διατηρώντας τα παραπάνω συστατικά, θεωρώντας πως πορεύεται με βάση την “θεωρία της νίκης”, διεμβολίζει “αναπόφευκτα” πολιτικούς χώρους, εκμεταλλευόμενη τις στρατηγικές αδυναμίες των πολιτικών της αντιπάλων.
Σε αντίθεση με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι πολιτικές αυτές μεταβολές συντελέσθηκαν όχι με πόλεμο, αλλά με έξυπνες στρατηγικές διείσδυσης –κατά την πρώτη φάση– στην “επαναστατούσα” εξ ανάγκης κοινωνία και την κοινωνική έκρηξη εξαιτίας των μνημονίων. Κατά δε την δεύτερη φάση, η ανερχόμενη δύναμη της Κεντροδεξιάς κέρδισε την μάχη της εξουσίας με πολιτικές συσπείρωσης, βασιζόμενη στην ανάγκη των πολιτών για ηρεμία, καθώς και χρήσης προοδευτικών “όπλων” που αποτελούσαν ιστορικό πολιτικό κεκτημένο της Κεντροαριστεράς.
Όποιος συνεχίσει να θεωρεί ως δεδομένη την κληρονομικώ δικαίω –”χωρίς μάχη διεκδίκησης” ή λόγω ταμπέλας– εννοιολογική ταύτιση της “προόδου” μόνο με την Αριστερά ή με την Κεντροαριστερά στη νέα εποχή, έχει ήδη βρεθεί εκτός της ουσιαστικής συζήτησης των πολιτικών αφηγημάτων του μέλλοντος. Η μάχη για την μετασχηματισμό του προοδευτισμού ως αναδυόμενο πόλο εξουσίας κινδυνεύει να χαθεί, χωρίς να έχει δοθεί. Άλλωστε, όπως η ιστορία μεταλλάσσεται, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζονται και οι ιδεολογικές προσεγγίσεις. Πρέπει να εκσυγχρονίζονται στην βάση των απαιτήσεων των καιρών χωρίς κίνδυνο αυτοπαγίδευσης.