Στην πολυσέλιδη μελέτη που υπογράφει η Νικολέττα Πικραμένου, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, νομικός αλλά και μέλος της συντονιστικής ομάδας της Intersex Greece διαπιστώνεται πως «αν και η θέση της Ελλάδας εκτοξεύθηκε λίγο μετά την ψήφιση του νόμου για την ισότητα στον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, η συγκεκριμένη «διάκριση» είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων και συνθηκών που προέκυψαν κυρίως από το 2014 και μετά».
Οι προσπάθειες για την νομική αλλαγή στην Ελλάδα ξεκίνησε επίσημα το 2014 και κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια με μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Στην έρευνα, επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως υπήρξε οικονομική και πολιτική σταθερότητα αλλά και πολιτική βούληση προκειμένου να επιτευχθούν οι νομικές αλλαγές.
Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας, είναι πως «τα στοιχεία που προέκυψαν από τις κοινωνιολογικές μελέτες σχετικά με την κοινή γνώμη δείχνουν ότι οι «τάσεις» στην κοινωνία είναι ρευστές. Συνεπώς, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η νομική αλλαγή επηρεάζει πάντα τις κοινωνικές στάσεις, αλλά ούτε ότι αυτή προκύπτει όταν η κοινωνία θεωρείται «έτοιμη». ‘Αλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η επιτυχία της νομικής αλλαγής κρίνεται από την αποτελεσματική της εφαρμογή καθώς η ψήφιση ενός νομοσχεδίου δεν αρκεί. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι το αδύναμο σημείο σχεδόν όλων των μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων είναι η αναποτελεσματική εφαρμογή».
Αυτή η αδυναμία, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, «φαίνεται να οφείλεται πρώτον στο γεγονός ότι η νομοπαρασκευαστική διαδικασία έχει έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα πολλά νομικά κείμενα να καταλήγουν «ελλιπή», καθώς πρωταρχικός στόχος κατά την παραγωγή τους είναι αποκλειστικά η ψήφισή τους στη Βουλή. Δεύτερον, η μελέτη αναδεικνύει και τον κρίσιμο ρόλο των κοινωνικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ευαισθητοποίησης του κοινού αλλά και της έγκυρης και συνεχούς πληροφόρησής του για τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα. Η απουσία εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε συνδυασμό με την περιορισμένη ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ και την παραπληροφόρηση που πολλές φορές υπάρχει στα ΜΜΕ αποτελούν τροχοπέδη για την εφαρμογή όλων των παραπάνω μεταρρυθμίσεων. ‘Αλλες προκλήσεις σχετίζονται με την πολυδιάστατη φύση των ΛΟΑΤΚΙ+ θεμάτων, η οποία απαιτεί διεπιστημονικές έρευνες και διατομεακή συνεργασία».
Η Ελλάδα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024 έγινε η 16η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η 37η στον κόσμο που αναγνώρισε την ισότητα στον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και σύμφωνα με την έρευνα, ένας εκ των κρίκων αυτής της αλυσίδας γεγονότων είναι ο αντιρατσιστικός νόμος του 2014 «που εισήγαγε για πρώτη φορά τον «σεξουαλικό προσανατολισμό» και την «ταυτότητα φύλου» επεκτείνοντας έτσι το αξιόποινο στην περίπτωση ρατσιστικών περιστατικών. Αργότερα, το 2017, με τον Ν. 4491/2017 προστέθηκαν και τα «χαρακτηριστικά φύλου». Οι συγκεκριμένες νομικές εξελίξεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο δρόμος για την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στην Ελλάδα φαίνεται να «άνοιξε» νομικά μέσω της ψήφισης του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου και όχι κάποιου νομοσχεδίου που αφορά στις διακρίσεις, όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες της ΕΕ».
Η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια ήταν μια κατάκτηση αυτού του αγώνα που έδωσαν τα κινήματα με αποτέλεσμα το 2008 «ήταν το εναρκτήριο έτος για την ουσιαστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό στην Ελλάδα, καθώς με τον Νόμο 3719/2008 εισήχθη για πρώτη φορά το σύμφωνο συμβίωσης στην ελληνική έννομη τάξη (αν και αφορούσε αποκλειστικά τα ετερόφυλα ζευγάρια), ενώ τελέστηκαν δύο γάμοι ομόφυλων ζευγαριών στην Τήλο, στις 3 Ιουνίου του 2008. Αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις συνθήκες κατά τις οποίες τελέστηκαν οι γάμοι τότε στην Τήλο, καθώς σηματοδότησαν την αρχή της νομικής αλλαγής στην Ελλάδα για τα ομόφυλα ζευγάρια, η οποία θεωρητικά κορυφώθηκε το 2024 με τη θεσμοθέτηση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Ένα άλλο τμήμα της έρευνας ασχολείται με τις διακρίσεις στην εργασία και στην απασχόληση: «Το 2016 ψηφίστηκε ο Ν. 4443/2016, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, την Οδηγία 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και την Οδηγία 2014/54/ ΕΕ περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Συμπεραίνουμε ότι και το 2016 παρατηρείται η ίδια «τάση»: οι νομικές εξελίξεις ακολουθούν τις εξελίξεις που διαδραματίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο, απαγορεύονται οι διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Ως προς τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, το 2015 η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) δημοσίευσε την έκθεση Διεμφυλικά ‘Ατομα και Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου. «Ανάμεσα στις κορυφαίες συστάσεις τις ΕΕΔΑ ήταν: α) η πλήρης νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και η δυνατότητα αλλαγής των εγγράφων ταυτοποίησης των διεμφυλικών ατόμων με βάση τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας φύλου τους, χωρίς την προϋπόθεση μη αναστρέψιμων χειρουργικών επεμβάσεων προσδιορισμού φύλου28 ή άλλων διαδικασιών β) η τροποποίηση της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων με ρητή συμπερίληψη της ταυτότητας φύλου μεταξύ των λόγων διάκρισης και γ) η πρόσβαση σε ιατρικές επεμβάσεις επαναπροσδιορισμού φύλου». Όπως μάλιστα καταγράφεται στην έρευνα, «το 2024, επτά χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, στην έρευνα της διαΝΕΟσις Τι πιστεύουν οι Έλληνες, το 61,4% των Ελλήνων δηλώνει πως συμφωνεί με τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Η μεταβολή στη συγκεκριμένη στάση είναι εντυπωσιακή, καθώς τον Δεκέμβριο του 2016 μόνο το 42,9% συμφωνούσε (διαΝΕΟσις, 2024). Τα συγκεκριμένα ποσοστά αναδεικνύουν τη δυναμική που έχει η νομική αλλαγή και τη σχέση της με την κοινωνική αλλαγή, η οποία είναι μία σχέση αλληλεξάρτησης».
Στη συγκεκριμένη έρευνα, γίνεται επίσης αναφορά στις χώρες οι οποίες τάσσονται υπέρ των μεταρρυθμίσεων για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αλλά και σε αυτές που επιμένουν να τηρούν αρνητική στάση. «Η παρούσα μελέτη επαληθεύει ότι ο ρόλος της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν καθοριστικός προκειμένου να επιτευχθεί η ΛΟΑΤΚΙ+ νομική αλλαγή στην Ελλάδα. Θα πρέπει, όμως, να ληφθεί υπ’ όψιν ότι καθώς στις μέρες μας υπάρχει έντονη αύξηση της αντι-ΛΟΑΤΚΙ+ στάσης στην Ευρώπη, οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες και θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων σε ευρωπαίκό -ενδεχομένως και σε παγκόσμιο- επίπεδο», αναφέρεται χαρακτηριστικά στα συμπεράσματα της έρευνας.