Διαμάχη έχει ξεσπάσει μεταξύ των ισχυρότερων κρατών της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τον έλεγχο ενός νέου νομισματικού εργαλείου, το οποίο και οι δύο πλευρές ανησυχούν ότι θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα της ηπείρου.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται το ψηφιακό ευρώ. Εδώ και χρόνια, η ΕΚΤ αναπτύσσει το μέσο, οραματιζόμενη ένα πανευρωπαϊκό μέσο πληρωμών με τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί τα βαριά ονόματα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Visa και η Mastercard.
Καθώς όμως το σχέδιο πλησιάζει στην ολοκλήρωση, έχει ξεσπάσει μια διαμάχη. Αρκετές κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Γερμανίας, υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ έχει αποκτήσει υπερβολικό έλεγχο όσον αφορά το πόσο το ψηφιακό νόμισμα θα επιτρέπει στους πολίτες να κατέχουν «ψηφιακά πορτοφόλια» που υποστηρίζονται από την κεντρική τράπεζα.
Για ορισμένους, πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση κατά της υπερβολικής επίδρασης της ΕΚΤ. Όμως στη Φρανκφούρτη, οι αξιωματούχοι τη θεωρούν ως πολιτική ανάμειξη σε ένα πεδίο που θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένο από αυτήν. Στον πυρήνα της, όπως το έθεσε ειλικρινά ένας διπλωμάτης, η διαμάχη αφορά λιγότερο τεχνικές λεπτομέρειες και περισσότερο μια «μάχη για την εξουσία».
Τεχνοκρατία εναντίον δημοκρατίας
Πάνω από 100 κεντρικές τράπεζες έχουν διερευνήσει την ιδέα της δημιουργίας ενός εθνικού ψηφιακού νομίσματος, ωθούμενες σε δράση μετά την ατυχή προσπάθεια του Facebook να λανσάρει ένα παγκόσμιο κρυπτονόμισμα, το Libra, το 2019, που προκάλεσε σοκ στον χρηματοπιστωτικό κόσμο.
Ενώ πολλές από αυτές τις προσπάθειες έχουν έκτοτε αποτύχει, η ΕΚΤ παρέμεινε αποφασισμένη, υπερασπιζόμενη το ψηφιακό ευρώ ως μια εναλλακτική λύση που θα αλλάξει τα δεδομένα στα υφιστάμενα συστήματα πληρωμών – μια λύση που ελπίζει ότι θα χαλαρώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τις κυρίαρχες υπηρεσίες πληρωμών των ΗΠΑ και τρίτων χωρών, οι οποίες σήμερα διαχειρίζονται περίπου το 70% των πληρωμών της Ε.Ε.
Όμως, η αδιάκοπη πρόοδος της κεντρικής τράπεζας έχει επίσης τρομάξει βασικά κράτη-μέλη, τα οποία θεωρούν πλέον το σχέδιο ως επικίνδυνα τεχνοκρατικό. Στις Βρυξέλλες, αξιοποιούν την πολιτική τους επιρροή σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τη δύναμη της Τράπεζας στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις σχετικά με κρίσιμες πτυχές του σχεδιασμού του ψηφιακού ευρώ.
Σύμφωνα με το σχέδιο που επεξεργάζονται οι νομοθέτες και οι κυβερνήσεις, η ΕΚΤ και μόνο θα αποφασίζει πόσα ψηφιακά νομίσματα μπορούν να έχουν οι πολίτες στα πορτοφόλια τους.
Η Φρανκφούρτη θεωρεί ότι αυτό συνάδει με το όραμά της για το ψηφιακό ευρώ ως έκφραση της ευρωπαϊκής νομισματικής κυριαρχίας. Επιπλέον, αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι η κεντρική τράπεζα είναι η μόνη αρχή που επιτρέπεται να προσαρμόζει την προσφορά χρήματος.
Ωστόσο, τουλάχιστον εννέα χώρες διαφωνούν. Πριν από το καλοκαίρι, μια ομάδα στην οποία συμμετείχαν η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία υποστήριξε ότι η αποκλειστική νομισματική αρμοδιότητα της Φρανκφούρτης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τον «περιορισμό της εξουσίας λήψης αποφάσεων», σύμφωνα με πληροφορίες του POLITICO.
Η συνθήκη της Ε.Ε. δίνει στην ΕΚΤ πολύ ισχυρά νομικά προνόμια όσον αφορά τη ρύθμιση της προσφοράς χρήματος, αλλά μόνο περιορισμένα προνόμια όσον αφορά την τραπεζική εποπτεία και τις πληρωμές. Επιτρέπει επίσης ρητά στο Συμβούλιο της Ε.Ε. και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να «θεσπίζουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος» – αν και «με την επιφύλαξη των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
Ορισμένες χώρες ανησυχούν επίσης έντονα για το πώς οι πολίτες τους θα υποδεχθούν ένα σχέδιο που επινοήθηκε από τεχνοκράτες, τους οποίους υποπτεύονται ότι είναι εκτός πραγματικότητας.
Ένας άλλος τομέας ανησυχίας είναι ότι το να επιτραπεί στην ΕΚΤ να ορίσει το όριο θα προσέφερε στο θεσμικό όργανο αποκλειστική επιρροή σε ένα νέο εργαλείο που θα μπορούσε να έχει υπέρμετρες επιπτώσεις στην τραπεζική σταθερότητα.
Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η διασφάλιση της ευρωστίας των τραπεζών αποτελεί βασικό μέρος των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, δεδομένου ότι τα εν λόγω ιδρύματα αποτελούν τον κύριο αγωγό μέσω του οποίου ασκεί τη νομισματική της πολιτική.
Πολλές κυβερνήσεις, ωστόσο, δεν πείθονται. Υποστηρίζουν ότι είναι ο νομοθέτης που καθορίζει πολλές από αυτές τις εποπτικές αρμοδιότητες. Επίσης, δεν εμπιστεύονται την ΕΚΤ με τις τράπεζες που θεωρούν ότι είναι πατριωτικό καθήκον τους να προστατεύσουν.
H Φρανκφούρτη, μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει προειδοποιήσει ότι το να επιτραπεί στις κυβερνήσεις να καθορίσουν το όριο θα μπορούσε να εκθέσει την ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα σε πολιτικές πιέσεις. Ένας άλλος Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε ότι οι πολιτικοί θα μπορούσαν να υποχωρήσουν στα λαϊκά αιτήματα για αύξηση του ορίου, πλήττοντας τις τράπεζες. Κατά ειρωνικό τρόπο, πολλοί τραπεζίτες τάσσονται τώρα με το μέρος της ΕΚΤ, αφού αυτή έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά από μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση της απειλής για τα ιδρύματά τους.
Ο Στίβεν Κετσέτι, καθηγητής στο Brandeis International Business School, συμφώνησε ότι το ψηφιακό ευρώ είναι πρωτίστως μια υποδομή του συστήματος πληρωμών, αλλά δήλωσε ότι το όριο θα πρέπει να αποφασιστεί από τους ίδιους ανθρώπους που αποφασίζουν αν οι πολίτες της Ε.Ε. μπορούν να χρησιμοποιούν χαρτονομίσματα των 500 ευρώ: το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Αυτού του είδους τα παράπονα υποδηλώνουν ότι «στους πολιτικούς δεν αρέσει το γεγονός ότι οι τεχνοκράτες ανέλαβαν αυτόν τον ρόλο», είπε, προσθέτοντας ότι αν έχουν πρόβλημα με αυτό «θα πρέπει να διαμαρτυρηθούν στις κεντρικές τους τράπεζες».
Αλλά τα κράτη-μέλη δεν τα έχουν παρατήσει. Ένας πιθανός συμβιβασμός είναι να αφήσουν τους νομοθέτες να καθορίσουν τις παραμέτρους εντός των οποίων λειτουργεί η ΕΚΤ, αλλά να δώσουν στην τράπεζα τον τελικό λόγο.
Ακόμα κι έτσι, αυτό μπορεί να μην κάνει πολλά για να επιλύσει την ευρύτερη ανησυχία – ότι ένα σχέδιο που είχε ως στόχο να σώσει την Ευρώπη από την υπέρμετρη οικονομική κυριαρχία της αμερικανικής τεχνολογίας απειλεί τώρα να γίνει αυτοτελής κίνδυνος, αν η ΕΚΤ προχωρήσει χωρίς επαρκή δημοκρατική υποστήριξη.