Τα φασιστικά συνθήματα στο Έλος της Αγυιάς, σόκαραν. Προκάλεσαν φόβο και ανησυχία αλλά κυρίως προκάλεσαν αποστροφή. Συνθήματα ρατσιστικά και ομοφοβικά, σβάστικα και νοσταλγοί του χιτλερισμού.
Η «Πολιτεία» ήταν από τις πρώτες που εντόπισε το συμβάν και πήρε φωτογραφίες από το σημείο του ξύλινου πάρκου της Αγυιάς αλλά αντί να σταθεί σε ρόλο απλού παρατηρητή και καταγραφέα του συμβάντος, προτίμησε να αναζητήσει συμπολίτη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δίνοντάς του τον λόγο για να σχολιάσει, βγάζοντας προς τα έξω τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του προκάλεσαν οι ενέργειες των ανεγκέφαλων εμπνευστών αυτών των συνθημάτων.
Διατηρεί την ανωνυμία του για ευνόητους λόγους. Προφανώς για το ότι δυστυχώς ακόμα ζούμε σε μια κοινωνία που λέει να πάει μπροστά αλλά κάποιοι, που ζουν ανάμεσά μας, επιμένουν να την κρατούν κολλημένη πίσω… Συγκλονίζει με όσα γράφει αλλά και με τον τρόπο γραφής. Αξίζει να διαβάσει κανείς, και να… μάθει. Παραθέτουμε λοιπόν αυτολεξεί τα όσα ΤΟ άτομο από την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα μα έγραψε (τα στοιχεία του είναι στη διάθεση της εφημερίδας):
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ:
«Έχοντας πρόσφατη στην συλλογική μου μνήμη τη φασιστική αγριότητα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, πρώτη μου σκέψη ήταν: «Μα και εδώ; Και στην Πάτρα;». Ένας δήμος με συστηματικά κόκκινο χρώμα στον εκλογικό χάρτη των τελευταίων ετών, και με ζωντανή αναρχική και αντιφασιστική δραστηριότητα;
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε βέβαια φασιστική σημειολογία και ρητορική, είναι η πρώτη φορά που την βλέπουμε γραπτά, ωμά και σε τέτοια έκταση, στην πιο ακραία της μορφή. Το “Heil Hitler” με στένσιλ είναι για έμενα το αποκορύφωμα. Το στένσιλ προμηνύει με τον πιο δυστοπικό τρόπο οτι προβλέπεται να βαφτούν πολλοί ακόμα τοίχοι με το φασιστικό δηλητήριο.
Μήπως αυτό το καθόλου μεμονωμένο περιστατικό θα έπρεπε να γίνει η αφορμή για να ανοίξουν επιτέλους ουσιαστικές συζητήσεις για την ελευθερία και τη ζωή, το φασισμό, την επάνοδό του και τα εγκλήματά του, σε κάθε μικρή ή μεγάλη κοινότητα των πόλεων; Κατά τη γνώμη μου, το σβήσιμο των αντιφασιστικών συνθημάτων στο παρατηρητήριο της Πλαζ και η αντικατάστασή τους από ναζιστικά, ομοφωνικά, σεξιστικά – όπως αποδέχονται και οι ίδιοι – δεν είναι η αρχή ενός πολέμου φυλετικού και ιδεολογικού που ξεκάνει τώρα. Και σίγουρα δεν τελειώνει, όπως ολοκάθαρα φαίνεται, με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Οι νοσταλγοί του χίτλερ, οι Σπαρτιάτες, οι ΕΟΝίτες, «τα αρπακτικά πουλιά», κυκλοφορούν ανάμεσά μας και διεκδικούν χώρο στις πόλεις μας. Είναι ένας πόλεμος που διεξάγεται άλλοτε ηχηρά, με θύματα γυναίκες, θηλυκότητες, μετανάστες και ΛΟΑΤΚΙ άτομα, με περιστατικά που κυκλοφορούν σε εβδομαδιαία βάση στα social media και σε στήλες εφημερίδων, κι άλλοτε βουβά, στα σκοτεινά στενά των πόλεων, στους τέσσερις τοίχους του ορθόδοξου πατριαρχικού νοικοκυριού ή και μέρα μεσημέρι, σε μια ακροδεξιά αφίσα, μια πατριωτική φυλλάδα ή ένα διακριτικό γκράφιτι που διαφημίζει το «kinima.com» και καλεί τους «πατριώτες» να πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους.
Πως δηλαδή; Με επιθέσεις σε οτιδήποτε απειλεί την φαντασιακή ομοιογένεια του έθνους – κράτους;
Το ειρωνικό εδώ, και το ενδιαφέρον για εμένα ως αντιφασίστα, τολμώ να πω ότι είναι το εξής:
Δεν πρέπει να αποπροσανατολιστεί η προσοχή μας από την ουσία της ζήτησης, που δεν είναι άλλη από την θρασύτατη αλλά ειλικρινέστατη και διάφανη – ή μήπως να πω καλυτέρα «φανερή» κραυγή των φασιστών. Ναι, είναι τόσο φανεροί, που μας το φωνάζουν ξεδιάντροπα με ο, τι δίαυλο επικοινωνίας διαθέτουν, ακόμα και με σπρέι.
Φωνάζουμε εμείς για δικαιοσύνη και δικαιώματα, και αυτοί απαντούν. Και αντίστροφα. Λογικό και επόμενο. Είναι ένας πόλεμος σωμάτων σε εξέλιξη και το μόνο εμπόδιο, που δίνει μάλιστα μια αίσθηση τάξης και ασφάλειας, είναι ο καθωσπρεπισμός της αστικής μας δημοκρατίας και οι μηχανισμοί «σιωπής» που διαθέτει.
Άλλοτε μέσω της κρατικής καταστολής, της αστυνομικής βίας, και άλλοτε με δική μας πρωτοβουλία και συγκατάθεση: «Να μη γράφετε στους τοίχους, είναι δημόσια περιουσία! Δε με αφορά τι γράφουν, η φθορά είναι φθορά, απ’ όπου κι αν προέρχεται!
«Φασιστικά γκράφιτι στην πλαζ; Από πού κι ως πού; Δεν είδα κάτι..». Εμείς λοιπόν που είδαμε, (και πάθαμε κάποιοι/ες/α από εμάς), δεν πρέπει να μιλήσουμε; Να ενημερώσουμε και τους άλλους; Να τους προσκαλέσουμε να σπάσουν τη σιωπή τους; Έστω και αν αυτό σημαίνει απλά να στρέψουν το βλέμμα στους τοίχους των κτηρίων κατά τον απογευματινό τους περίπατο. Να αφουγκραστούν την πόλη τους και τους διαλόγους της. Τους θορυβώδεις και τους σιωπηλούς. Και να διεκδικήσουμε όλοι/ες/α μια πόλη καθαρή, πεντακάθαρη. Όχι από γκράφιτι. Από φασισμό».