Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης ήταν: μήπως υπερεκτιμάται από τους δημοσκόπους το ποσοστό του Ντόναλντ Τραμπ και υποεκτιμάται αυτό της Χάρις; Η απάντηση δόθηκε και πάλι πριν από λίγες ώρες: το ποσοστό του Τραμπ υποεκτιμήθηκε εκ νέου, όπως έγινε το 2016 και σε έναν βαθμό και το 2020, ενώ πλέον ο κ. Τραμπ κατάφερε κάτι που δεν κατάφερε κανείς Ρεπουμπλικανός εδώ και 20 χρόνια: κέρδισε και στη λαϊκή ψήφο, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές με πάνω από 5 εκατομμύρια ψήφους εν σχέσει με την κ. Χάρις. Ο τελευταίος Ρεπουμπλικανός που το είχε πετύχει ήταν ο Τζωρτζ Μπους το 2004, απέναντι στον Τζον Κέρι. Παράλληλα ο Τραμπ κατάφερε να επαναφέρει τη Γερουσία στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων ενώ φαίνεται ότι θα κερδίσει και σε όλες τις λεγόμενες swing states.
Ο Τραμπ πάντως είναι και επίσημα ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ καθώς έπιασε τους 279 εκλέκτορες.
H oριζόντια νίκη
Η στρατηγική του Τραμπ είναι προφανές ότι έφερε αποτελέσματα, καθότι στόχευσε σε θέματα που πραγματικά απασχολούσαν τον μέσο Αμερικανό πολίτη. Τα exit polls έδειξαν ότι οι Αμερικανοί ήταν ως επί το πλείστον απογοητευμένοι ή και θυμωμένοι με την κατάσταση της χώρας μετά την προεδρία Μπάιντεν, με το κόστος ζωής να έχει ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη. Ο κ. Τραμπ προέταξε την οικονομία, αλλά και το ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο φαίνεται ότι έπιασε τόπο, όχι μόνο σε αρκετές περιοχές, αλλά και σε κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ισπανόφωνοι ψηφοφόροι.
Η ποιοτική διαφορά του αποτελέσματος του κ. Τραμπ εν σχέσει με αυτή της κ. Χάρις ήταν η εξής: κράτησε τα προπύργια των Ρεπουμπλικανών με άνετες πλειοψηφίες και στη συνέχεια διαμόρφωσε μια οριζόντια πλειοψηφία, ανεβάζοντας μάλιστα και τα ποσοστά των Ρεπουμπλικανών σε περιοχές που ήταν προπύργια των Δημοκρατικών. Υπό άλλο πρίσμα, αυτό θα μπορούσε να αναγνωστεί και ως underperfomance της αντιπροέδρου Χάρις, η οποία φαίνεται ότι δεν πέτυχε σοβαρή διείσδυση στα κοινά των Δημοκρατικών και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις υστέρησε του αποτελέσματος που πέτυχε ο Τζο Μπάιντεν το 2020. Κάτι που εξηγεί ίσως την απροθυμία του εν ενεργεία προέδρου να την στηρίξει πιο ενεργά και να σταθεί στο πλευρό της σε προεκλογικές διοργανώσεις. Ο κ. Μπάιντεν μπορεί να μην ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος για τους Δημοκρατικούς πλέον, αλλά πολιτικά είναι πολύπειρος.
Πού κέρδισε ο Τραμπ
Ορισμένα επιμέρους στοιχεία που προκύπτουν από το exit poll της Edison είναι αποκαλυπτικά για τη νίκη του κ. Τραμπ. Η Κάμαλα Χάρις πράγματι κέρδισε στις γυναίκες με 54% έναντι 44% του κ. Τραμπ, αλλά ο κ. Τραμπ ανέβασε το ποσοστό του κατά δύο μονάδες. Ο κ. Τραμπ κέρδισε με 55% έναντι 43% στους λευκούς ψηφοφόρους, αν και 3 μονάδες κάτω από το 2020. Η «έκρηξη» των ποσοστών Τραμπ που συνδέεται πρωτίστως με το μεταναστευτικό έρχεται στους Ισπανόφωνους ψηφοφόρους, παρά τα όσα ακούστηκαν για το Πουέρτο Ρίκο κ.ο.κ. Ο κ. Τραμπ πήρε το 45% της ψήφου των Ισπανόφωνων και η κ. Χάρις το 53%, όμως η άνοδος του κ. Τραμπ είναι 13 μονάδες σε σχέση με το 2020. Μάλιστα, στους Ισπανόφωνους άνδρες ο κ. Τραμπ κερδίζει κατά κράτος την κ. Χάρις με 54% έναντι 44%, 18 μονάδες πάνω από το 2020.
Και η ανάλυση ανά ηλικιακή ομάδα, με βάση τα στοιχεία του exit poll, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η καμπάνια της κ. Χάρις στόχευσε ιδιαίτερα τους νεότερους ψηφοφόρους, επενδύοντας σε μαζική κινητοποίησή τους. Πράγματι, στις ηλικίες 18-29, η κ. Χάρις κέρδισε με 55% έναντι 42% του κ. Τραμπ, ο οποίος όμως ανέβηκε 6 μονάδες από το 2020. Στους ψηφοφόρους 30-44 ετών, στις παραγωγικές ηλικίες δηλαδή, η ψαλίδα κλείνει κι άλλο με την κ. Χάρις να επικρατεί με 51% έναντι 46%. Η ανατροπή γίνεται στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών, όπως ο κ. Τραμπ επικρατεί με 53% έναντι 45% και στους ψηφοφόρους άνω των 65 έχουμε πρακτικά ισοπαλία, με 50% της κ. Χάρις και 49% του κ. Τραμπ.
Οι χλιαρές επιδόσεις της Χάρις
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, η παγωμάρα ήταν εμφανής στο campus του πανεπιστημίου Χάουαρντ, όπου η κ. Χάρις αναμενόταν, αλλά δεν εμφανίστηκε. Δεν είναι μόνο ότι έχασε στις πολιτείες που αποτελούν το «γαλάζιο τείχος», δηλαδή στην Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, όπου ο κ. Μπάιντεν είχε καταφέρει να επικρατήσει το 2020. Ούτε ότι δεν «κράτησε» το προπύργιο των Ρεπουμπλικανών, την Τζώρτζια, στην οποία ο κ. Μπάιντεν κατέγραψε οριακή νίκη. Το βασικό πρόβλημα της κ. Χάρις είναι ότι, ακόμα και σε παραδοσιακά «προπύργια» των Δημοκρατικών που κέρδισε, πήγε χειρότερα από τον κ. Μπάιντεν.
Στη Νέα Υόρκη, φερ ειπείν, η κ. Χάρις κέρδισε με 12 μονάδες έναντι 23 το 2020. Στο Νιού Τζέρσει με κάτι παραπάνω από 4 μονάδες, έναντι 16 το 2020. Στη Μασαχουσέτη έχασε 7 μονάδες σε σχέση με τη νίκη του 2020 (26 από 33), στο Ρόουντ Άιλαντ 10 (13 από 23), στο Κονέκτικατ 12 (8 από 20), στο Μέριλαντ 10 (22 από 33) και στο Ντέλαγουερ (έδρα του κ. Μπάιντεν) 5 μονάδες (14 από 19). Με αυτά τα νούμερα, είναι σαφές ότι η κ. Χάρις δεν είχε εν τέλει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει στα swing states. Και δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε μια από τις επτά πολιτείες!