Πληθαίνουν οι θλιβερές πρωτιές για την Ελλάδα και στο θέμα της στέγασης, όπως αποτυπώνεται στη φετινή έκθεση της Eurostat – με στοιχεία για το 2023.
Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που επιβαρύνονται υπερβολικά από το στεγαστικό κόστος. Το κατώφλι της «υπερβολικής επιβάρυνσης» κόστους στέγασης έχει οριστεί από την Εurostat στο 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Στην Ελλάδα το 31% όσων ζουν στις πόλεις και το 25% όσων ζουν στην ύπαιθρο, ανήκει με τη βούλα στην κατηγορία όσων γονατίζουν από το βάρος του κόστους στέγασης. Για τους ενοικιαστές τα ποσοστά υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης είναι υπερδιπλάσια, αγγίζοντας το 79%, με βάση αντίστοιχη έρευνα της Eurostat.
Στην Ουγγαρία, όπου ο μισθός είναι πολύ κοντά στην Ελλάδα (16.900 ευρώ), η υπερβολική στεγαστική επιβάρυνση πλήττει το 9,6% του αστικού πληθυσμού.
Ο μέσος όρος υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης στην ΕΕ είναι 10,6% για τις πόλεις και 7% για τα χωριά.
Το 35% του εισοδήματος για στέγαση
Σύμφωνα με τη Εurostat, οι Έλληνες πληρώνουν κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης, επίσης το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 19,7%. Στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία το κόστος στέγασης ανέρχεται στο 19% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος – κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο ένας τους δύο με εκκρεμείς οφειλές στέγασης
Η τρίτη αρνητική πρωτιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν εκκρεμείς οφειλές λογαριασμών, ενοίκιων και δόσεων ενυπόθηκων δανείων. Σχεδόν ο ένας στους δύο στην Ελλάδα (47,3%) μένει πίσω στις πληρωμές των πάγιων στεγαστικών εξόδων, όταν το ανστίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 9,3%. Πρόκειται ίσως για την πλέον χαρακτηριστική ένδειξη οικονομικής ασφυξίας των νοικοκυριών, που παλεύουν απλώς για να μη βουλιάξουν στις οφειλές.
Στην Ουγγαρία εκκρεμείς οφειλές για πάγια έξοδα στέγασης έχει το 10,8% του πληθυσμού και στη Ρουμανία το 14,4%.
Υποχωρεί η ιδιοκατοίκηση
Στην Ελλάδα το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης υποχωρεί με ταχύ ρυθμό, προσεγγίζοντας πλέον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: Το 2023 σε ιδιόκτητη κατοικία έμενε το 69,6% των νοικοκυριών σε πανελλαδικό επίπεδο – από 73,9% το 2020.
Αντίστοιχα οι ενοικιαστές στην Ελλάδα ανέρχονται στο 30,4%, έναντι 26,1% το 2020.
Στην Ευρώπη των 27 σε ιδιόκτητη κατοικία διαμένει το 69,2% του πληθυσμού και το 30,8% νονικιάζει.
Στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης εκτιμάται ότι έχουν υποχωρήσει ως και κάτω από 65%, όπως έχει αναφέρει η επικεφαλής του τομέα ανάλυσης αγοράς ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Βασιλική Βλαχοστεργίου.
Αυτό σημαίνει ότι πάνω από ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ζουν στο ενοίκιο, με όλο και περισσότερους νέους να ανήκουν στις τάξεις της «Generation Rent».
Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης καταγράφονται στη Ρουμανία (96%), τη Σλοβακία (94%), την Κροατία και την Ουγγαρία (91% αμφότερες).
Στενότητα χώρου
Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα ζουν πιο «στριμωγμένα» από το μέσο όρο της ΕΕ και σε επίπεδο τετραγωνικών.
Όπως αναφέρει η έκθεση της Εurostat, ένας από τους τρόπους να μετρηθεί η ποιότητα της στέγης είναι και ο μέσος όρος των δωματίων που αντιστοιχούν ανά άτομο.
Το 2023 στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 1,3 δωμάτια ανά άτομο, έναντι 1,6 δωμάτια στο μέσο όρο της ΕΕ.
Σε πιο στενάχωρα σπίτια από εμάς ζουν μόνο οι Κροτάτες, οι Ρουμάνοι, οι Σλοβάκοι και οι Πολωνοί.
Σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν ζεστάνουν επαρκώς το σπίτι τους το χειμώνα – 19,2% έναντι 10,6%
Είναι το 5ο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με πρώτες την Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία και Λιθουανία.
Τέλος, βρισκόμαστε στον πάτο της ΕΕ στο θέμα της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών. Το 2023 μόλις το 11,9% του πληθυσμού από 16 ετών και άνω ζούσε σε νοικοκυριά που είχαν προβεί σε ενεργειακή αναβάθμιση την τελευταία πενταετία. Πρόκειται για το χαμηλότερ ποσοστό στην ΕΕ των 27, μετά τη Μάλτα (8,4%)
Κατά μέσο όρο στην ΕΕ ο ένας στους τέσσερις (25,5%) έχει αναβαθμίσει ενεργειακά την κατοικία του, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στην Ολλανδία (58,5%) και στην Εσθονία (46,7%)