Πριν από πεντέμισι μήνες, το βράδυ της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης, δεν υπήρξε ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Κι όμως έκτοτε το πολιτικό σκηνικό ανασχηματίζεται με ταχύτητα έως και με πρωτόγνωρα γεγονότα, φέρνοντας απότομα τις «παραδοσιακές» δυνάμεις μπροστά στο νέο τοπίο και σε καινούργιες προκλήσεις – πρώτα από όλα σε εκείνη της προσαρμογής στα δεδομένα. Ακόμα και αν ο εκλογικός ορίζοντας μοιάζει μακρινός, εφόσον ληφθούν υπόψη οι διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για κάλπες σε δυόμισι χρόνια, το 2027, και με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, στο παρασκήνιο αναλύονται από τώρα όσα προδιαγράφουν μέχρι στιγμής μια νέα, δυσκολότερη πολιτική άσκηση. Το τετ α τετ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη που έγινε με τριετή καθυστέρηση, οι δημοσκοπήσεις που αναδεικνύουν το περιβάλλον ρευστότητας και επισφαλών εκτιμήσεων ως προς τις εκλογικές συμπεριφορές, καθώς και η γαλάζια ρητορική του τελευταίου διαστήματος ζωηρεύουν σενάρια κυβερνητικών συνεργασιών. Τα φέρνουν πιο κοντά – ως προοπτική ή μονόδρομος ή ανησυχία, ανάλογα με το ποιος τα συζητεί.
Τα «κουκιά»
Ολα τα γκάλοπ επιβεβαιώνουν τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Ακόμα και με την αντοχή που επιδεικνύει η ΝΔ, παρά τα τραύματά της, αλλά και με τη σαφή ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης, η δύναμη των δύο πόλων κινείται αθροιστικά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 50% του εκλογικού σώματος βάσει της εκτίμησης ψήφου. Κινούνται δηλαδή πολύ μακριά από ένα περιβάλλον ισχυρού δικομματισμού – τότε που το γαλάζιο και το πράσινο στρατόπεδο άθροιζαν ποσοστά πέριξ του 80%. Στο ερώτημα εάν και πώς θα έβγαιναν τα «κουκιά» εφόσον στήνονταν σήμερα εθνικές κάλπες προκύπτουν δύο συμπεράσματα.
Πρώτον, το άθροισμα που δίνει κοινοβουλευτική πλειοψηφία προϋποθέτει τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος. Οποιοσδήποτε «συνδυασμός» είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού συστήματος (ακόμα και αν φαντάζει εξαρχής ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας) δεν βγάζει έτσι κι αλλιώς κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς τη ΝΔ.
Δεύτερον, τα σενάρια δεν είναι πολλά. Στο ένα η ΝΔ μπορεί να κοιτάξει στα αριστερά της, στο άλλο να κοιτάξει δεξιότερα. Στη βάση των ευρημάτων της GPO/Παραπολιτικά 90,1 (18-22 Νοεμβρίου), στην εκτίμηση ψήφου προκύπτει ότι μια συνεργασία ΝΔ – ΠΑΣΟΚ θα έδινε 183 έδρες, ενώ μια συνεργασία της ΝΔ με τα δεξιά της θα απαιτούσε οπωσδήποτε άλλα δύο κόμματα. Ο Μητσοτάκης θα χρειαζόταν, για παράδειγμα, την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και τη Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου για 168 έδρες ή τον Βελόπουλου και τη Νίκη του Δημήτρη Νατσιού για 160 έδρες ή τη Λατινοπούλου και τον Νατσιό για 152 έδρες.
Η εικόνα «κανονικότητας»
Στο μεταξύ, ύστερα από έναν μήνα με τη γνωστή ρητορική της ΝΔ περί «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ» για το ΠΑΣΟΚ, ήρθε το πράσινο τσάι στην πριβέ συζήτηση Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη. Αμφότεροι είχαν κάθε λόγο να κάνουν τώρα το θεσμικό τους ραντεβού. Από τη μία ο Πρωθυπουργός είχε «επιλέξει» ως αντίπαλο το ΠΑΣΟΚ, καθιστώντας επί της ουσίας ως συνομιλητή τον Ανδρουλάκη προτού η Χαριλάου Τρικούπη πάρει επισήμως τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Η δική μας στρατηγική αυτοδυναμίας δεν εγκαταλείπεται» επιμένει πρόσωπο του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. «Και για τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας», προσθέτει, «θέλεις να έχεις τον απέναντι, θέλεις συναινέσεις στα μεγάλα, αλλά θέλεις και συγκρίσεις και – σε ένα αποδεκτό πλαίσιο – συγκρούσεις». Εξ ου και η κυβερνητική πλευρά προβάλλει απλώς ως εικόνα «κανονικότητας» τους διαύλους ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη ο Ανδρουλάκης επενδύει στο δίπολο για να υπηρετήσει τον στόχο της Χαριλάου Τρικούπη να εδραιωθεί ως ο βασικός προοδευτικός πόλος – και εναλλακτική λύση. Είναι σαφές ότι οι δύο πλευρές επανατοποθετούνται εγκαίρως στο (νέο) σκηνικό, επιδιώκοντας να μπουν στο παιχνίδι του Κέντρου με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τους ίδιους. Με λίγα λόγια, αναγνωρίζεται ότι η επίτευξη των (εκλογικών) στόχων τους περνά μέσα από τους διαύλους με τους κεντρώους – ακροατήρια που ο Μητσοτάκης τράβηξε στη ΝΔ σε διαδοχικές αναμετρήσεις, αλλά τα είδε να του γυρνούν την πλάτη στις ευρωεκλογές.
«Αν ο λαός κρίνει…»
Στο φόντο των δημοσκοπήσεων και του νέου κοινοβουλευτικού τοπίου, το Μαξίμου προσπαθεί να δείξει ότι στέκεται απέναντι στην τοξικότητα (έχει διαπιστώσει σε κυλιόμενες μετρήσεις ότι το ήπιο κλίμα ευνοεί την κυβέρνηση). Εμφανώς στρογγυλεύονται οι (γαλάζιες) γωνίες που υπήρχαν μέχρι πρότινος με τη διαρκή ταύτιση ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και επιπλέον η κυβέρνηση θέλει να προβάλλει ως βασικό στόχο της τις συναινέσεις εντός του Κοινοβουλίου σε σημαντικά θέματα. Αναγκάζεται επίσης να προβάλλει στην κοινωνία ένα (πιο) «μετρημένο» προφίλ – ώστε αυτό να συνάδει και με τη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες και με τα γκάλοπ που μαρτυρούν τις πιέσεις για την κυβέρνηση. Στρογγύλεμα επιχείρησε και ο ίδιος ο Μητσοτάκης αναφερόμενος στο τοπίο και τους στόχους του 2027. Για να δείξει αυτοπεποίθηση ξεκαθάρισε ότι θα διεκδικήσει τρίτη θητεία ως επικεφαλής της ΝΔ και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έκαψε τη θέση του ότι η χώρα χρειάζεται αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Περισσότερο προσπάθησε να ξεκόψει, αλλά με μετριοπάθεια, τα περί συνεργασιών. «Αν ο ελληνικός λαός κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει», είπε (ΑΝΤ1), «αν πάλι ο λαός κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του».