Του Θέμη Μπάκα
Το τραπεζικό σύστημα είναι ένας βασικός πυλώνας της οικονομίας. Χωρίς τις τράπεζες δεν μπορεί να λειτουργήσει απολύτως τίποτα. Και είναι αυτός ο λόγος που το κράτος έσπευσε την περίοδο της οικονομικής κρίσης να τις στηρίξει.
Υπενθυμίζεται ότι τα μνημονιακά χρόνια, από το 2012 έως το 2016, πραγματοποιήθηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών από το ελληνικό Δημόσιο (μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), οι οποίες κόστισαν συνολικά περί τα 40 δισ. ευρώ. Μόνο η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση (2012-2013) κόστισε στους Έλληνες φορολογούμενους 25,5 δισ. ευρώ, ενώ συμμετείχαν σ’ αυτήν και ιδιώτες με 3 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, οι τράπεζες διασώθηκαν με τα χρήματα των πολιτών, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρό τους στον βωμό μιας άνευ προηγουμένου αισχροκέρδειας. Με μια χαοτική διαφορά μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού και των επιτοκίων χορηγήσεων, με ληστρικές χρεώσεις στις προμήθειες, αλλά και με την πρόσθεση νέων, οι συστημικές τράπεζες μόνο τη διετία 2022 – 2023 αποκόμισαν κέρδη 7 δισ. ευρώ!
Θα έλεγε κανείς ότι τουλάχιστον ισχυροποιείται η οικονομία, έτσι ώστε να έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό οι ιδιώτες και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες;
Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν συμβαίνει, καθώς μόλις το 5% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καταφέρνει να πάρει δάνειο!
Επιπλέον, όμως, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν συμμετέχουν στην αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος της χώρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα στεγαστικά δάνεια που έχουν χορηγήσει οι εμπορικές τράπεζες αντιστοιχούν στο 61,6% της αξίας των κατοικιών, ενώ στο 27,2% των εκταμιεύσεων ο δείκτης ήταν μικρότερος ή ίσος με 50%, δηλαδή οι τράπεζες χρηματοδοτούν λιγότερο από το ήμισυ της αξίας ενός ακινήτου. Το σύνολο των νέων στεγαστικών δανείων που εκδόθηκαν το 2023 δεν ξεπέρασε τα 1,3 δισ. ευρώ μαζί με το πρόγραμμα «ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ (Ι)». Σημειώνεται ότι το μέσο δάνειο για αγορά κατοικίας το πρώτο εξάμηνο του 2024, δεν ξεπέρασε τις 60.000 ευρώ.
ΜΟΙΡΑΖΟΥΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ
Την ίδια ώρα, οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών μοιράζουν εκατομμύρια σε μισθούς και μπόνους στους εαυτούς τους. Με βάση τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, οι ετήσιες αμοιβές των CEO και των εκτελεστικών μελών των Δ.Σ. των συστημικών τραπεζών, που κινούνταν περίπου στις 300.000-350.000 ευρώ, το 2023 εκτινάχθηκαν στα 500.000 – 600.000 ευρώ για τους διευθύνοντες συμβούλους και τους αναπληρωτές τους. Τα δε μπόνους κυμάνθηκαν από 275.000 ευρώ έως 811.000 ευρώ!
Οι συνολικές αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων σχεδόν τριπλασιάστηκαν καθώς το άθροισμα των σταθερών αποδοχών με εκείνο των μεταβλητών, αλλά και των ειδικών παροχών (συνταξιοδοτικά προγράμματα) ξεπέρασε κατά πολύ το 1 εκατομμύριο ευρώ ετησίως.
Οι διοικήσεις συνόδευσαν τις ανακοινώσεις και την αιτιολόγηση των μεγάλων αυξήσεων και των υπέρογκων για τα ελληνικά δεδομένα αμοιβών με το επιχείρημα ότι οι τράπεζες πρέπει να δίνουν ανταγωνιστικές αμοιβές για να προσελκύουν ικανά στελέχη αλλά και λόγω των καλών οικονομικών αποτελεσμάτων που εμφάνισαν οι ισολογισμοί.
Παρουσίασαν, επίσης, έρευνα που έδειξε ότι η μέση αμοιβή διευθύνοντος συμβούλου σε άλλες ελληνικές επιχειρήσεις είναι γύρω στις 600.000 ευρώ ετησίως (στο επίπεδο δηλαδή που πήγαν και οι μισθοί των τραπεζιτών), ενώ στις ευρωπαϊκές τράπεζες ο διάμεσος μισθός είναι γύρω στις 900.000 ευρώ).
Βέβαια, η ανάλυση αυτή παραγνωρίζει αρκετές παραμέτρους της κερδοφορίας των τραπεζών όπως το γεγονός ότι τα τρία τελευταία χρόνια τα κέρδη τους προήλθαν κατά 80% από παθητική «ραντιέρικη» διαχείριση της τεράστιας «λίμνης ρευστότητας», που τους παρέχουν οι καταθέσεις, για τις οποίες πληρώνουν επιτόκιο κάτω από μισό τοις εκατό στους αποταμιευτές, αλλά τα χρήματα τα τοποθετούν σε καταθέσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σε ομόλογα με επιτόκια άνω του 3%, κερδίζοντας από τη διαφορά άκοπα και χωρίς κανένα ρίσκο.
Αλλά και η εικόνα των «κόκκινων» δανείων που παρουσιάζονται μειωμένα στους τραπεζικούς ισολογισμούς είναι κι αυτή ελλιπής, αφού το πρόβλημα τους παραμένει. Απλώς, μεταφέρθηκε από τις τράπεζες στα funds, τα οποία τα αγόρασαν στο 10-20% της αξίας τους, και μάλιστα με κρατική εγγύηση άνω των 20 δισ. ευρώ από τα προγράμματα «Ηρακλής».
Επομένως, η μεν κερδοφορία προκύπτει από παθητική διαχείριση των φθηνών κεφαλαίων που παρέχουν οι καταθέτες -των οποίων τα χρήματα εξανεμίζονται από τον πληθωρισμό αφού δεν αυγατίζουν. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη… επιτυχία της μείωσης των «κόκκινων» δανείων έγινε με κρατική εγγύηση, και μάλιστα οδήγησε στη δημιουργία ενός προβληματικού κλάδου διαχείρισης (οι servicers και τα funds) ο οποίος εκπλειστηριάζει τις περιουσίες των δανειοληπτών. Κι ενώ ουδείς γνωρίζει ποιος είναι ο τελικός κάτοχος των «κόκκινων» δανείων, αφού κάθε «πακέτο» δανείων πουλήθηκε σε διαφορετική εταιρεία σφραγίδα με έδρα στο εξωτερικό.
Πάντως, από κόσκινο θα περνάει ο SSM τις μεταβλητές αμοιβές των τραπεζικών στελεχών και εργαζομένων, και κυρίως τα bonus, σύμφωνα με τα όσα είπε στην ομιλία της η επικεφαλής επόπτρια Claudia Buch σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο Bocconi υπό τον τίτλο: «Κερδοφορία τραπεζών: «Ένας καθρέφτης του παρελθόντος, που δημιουργεί ένα όραμα για το μέλλον».
Έτσι, λοιπόνν ο SSM δίνει όλο του το βάρος στην καλή κεφαλαιακή ποιότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτή διασφαλίζεται με σωστό υπολογισμό του κινδύνου.
Στο πλαίσιο αυτό, στο μικροσκόπιο μπαίνουν τα bonus των τραπεζικών στελεχών προκειμένου να μην δημιουργούνται κίνητρα δημιουργίας βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας που δεν ενσωματώνουν σωστά τα μοντέλα κινδύνου.
Όμως, αυστηροποιούνται και τα κριτήρια κεφαλαιακής ποιότητας σε ότι αφορά τις κεφαλαιακές διανομές των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Μια βασική, λοιπόν, προσδοκία των εποπτικών αρχών είναι ότι οι μεταβλητές αποδοχές (bonus) πρέπει να συνδέονται στενά με το πλαίσιο ανάληψης κινδύνου που αναλαμβάνει μια τράπεζα σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στην ομιλία της επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ και με αυτήν την λογική να αποδίδονται.
ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΩΣ ΚΙΝΗΜΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ως προς την αντιμετώπιση αυτής της επιεικώς απαράδεκτης κατάστασης, είναι προφανές ότι απαιτείται μία πολύ ισχυρή πολιτική παρέμβαση, χωρίς κανένα συμβιβασμό.
Ως Κίνημα Δημοκρατίας καταθέτουμε μία ολοκληρωμένη πρόταση, γειωμένη στην πραγματικότητα της εθνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε την επιβολή ετήσιου τέλους στα καθαρά έσοδα των τραπεζών, από επιτόκια και προμήθειες, για τρία χρόνια με προοδευτική κλίμακα συντελεστών: 1%, 4% και 7%.
Η συλλογιστική είναι απλή. Εάν οι τράπεζες συνεισφέρουν περισσότερο στην πραγματική οικονομία, θα πληρώνουν μικρότερη έκτακτη εισφορά. Εάν δεν προσθέτουν ρευστότητα στην αγορά, θα πληρώνουν περισσότερη. Εννοείται και εξυπακούεται ότι οι πόροι που θα εισπράττονται θα διοχετεύονται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν έλλειψη ρευστότητας. Αυτή η ιδέα δεν είναι καινούρια. Εφαρμόζεται, ήδη, στην Ισπανία.
Ωστόσο, το εύλογο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να παρέμβει σε ένα μείζονος οικονομικής και κοινωνικής σημασίας πρόβλημα, το οποίο έχει μεγεθυνθεί εξαιτίας της αδράνειας της.
Διότι περιορισμένη σε ρόλο θεατή παρακολουθεί έως τώρα, απλώς, τις τράπεζες να «αλωνίζουν».
Έως πότε;
ΣΣ: Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας