Η Ασμά αλ Άσαντ πέρασε το ήμισυ της ζωής της στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη χώρα της οποίας είναι υπήκοος. Αλλά δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτη εκεί.
Σύμφωνα με τα ρωσικά κρατικά πρακτορεία ειδήσεων, η 49χρονη Ασμά, έχει βρει μαζί με τον σύζυγό της καταφύγιο στη σύμμαχο Μόσχα.
Στις 23 Μαρτίου 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση πάγωσε τα περιουσιακά της στοιχεία και απαγόρευσε τα ταξίδια στο έδαφός της τόσο σε εκείνη όσο και σε άλλα στενά μέλη της οικογένειας του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ως μέρος των κλιμακωτών κυρώσεων κατά της συριακής κυβέρνησης
Αλλά είναι κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου και τυπικά δεν της απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα.
Ερωτηθείς το βράδυ της Δευτέρας ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας Ντέιβιντ Λάμι ήταν ωστόσο κατηγορηματικός. «Έχω ακούσει να λέγεται τις τελευταίες ημέρες ότι η Ασμά αλ Άσαντ, ένα πρόσωπο με βρετανική υπηκοότητα, προσπαθεί να έρθει στη χώρα μας. Θέλω να επιβεβαιώσω ότι υπόκειται σε κυρώσεις και ότι δεν είναι ευπρόσδεκτη» είπε.
«Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να διασφαλίσω ότι κανένα μέλος αυτής της οικογένειας δεν μπορεί να εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο» σημείωσε.
Η Ασμά σπούδασε Πληροφορική στο King’s College του Λονδίνου και στη συνέχεια πήρε πτυχίο στη Γαλλική Φιλολογία. Έπειτα έκανε το μεταπτυχιακό της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και έπιασε δουλειά στην Deutsche Bank και μετά στην JP Morgan. Ωστόσο, εγκατέλειψε τη δουλειά της όταν παντρεύτηκε.
Τον περασμένο Μάιο, η συριακή προεδρία ανακοίνωσε ότι η Άσμα έπασχε από λευχαιμία, έχοντας ήδη υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του μαστού το διάστημα μεταξύ 2018 και 2019.
Κατηγορείται από τους επικριτές της ότι πλούτισε χάρη στο Syria Trust for Development, μια φιλανθρωπική οργάνωση που ίδρυσε και η οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από το εξωτερικό. Με τον σύζυγό της, πήρε επίσης τον έλεγχο πολλών τμημάτων της συριακής οικονομίας μέσω πληρεξούσιων, σύμφωνα με τον ειδησεογραφικό ιστότοπο The Syria Report.
Το 2020, η Ασμά βρέθηκε στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων (όπως ακριβώς οι γονείς και τα δύο αδέρφια της) και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών της περιόδου εκείνης Μάικ Πομπέο την χαρακτήρισε «ένα από τα πρόσωπα που επωφελήθηκαν περισσότερο από τον πόλεμο στη Συρία».