Κάποτε τα Χριστούγεννα, μύριζαν ενθουσιασμό και οι μποναμάδες αποτελούσαν σημείο αναφοράς μιας πόλης που αγαπούσε την Πρωτοχρονιά και της το έδειχνε.
Δείτε φωτογραφίες που ανιχνεύσαμε από τις σελίδες Patras Memories “Αναμνήσεις από την Παλιά Πάτρα” και Patras Old Special από περασμένα Χριστούγεννα στην Πάτρα.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΙΝΟΥ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΡΙΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Η αλλοτινή μαγεία της Χριστουγεννιάτικης Πάτρας, έτσι όπως αυτή αναδύεται και μέσα από το υπέροχο κείμενο του γνωστού Πατρινού στιχουργού Γιώργου Παυριανού για τις δικές του γιορτές στο μακρινό πλέον 1965.
“Παραμονή Χριστουγέννων του 1965, σε μια γειτονιά της Πάτρας, σηκώθηκα μόλις ξημέρωσε, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου («τριψάνα» το λέγαμε, ζεστό γάλα με μπόλικη ζάχαρη και ξεροκόμματα κομμένα σε κύβους σαν αντίδωρο), ντύθηκα ζεστά, πήρα το τρίγωνο και ένα άδειο κονσερβοκούτι από πελτέ ΚΥΚΝΟΣ και πήγα δίπλα στους γείτονές μας να ξυπνήσω το φίλο μου τον Νίκο. Είμαι 10 χρονών, πηγαίνω στην Γ΄ Δημοτικού και μετά από κλάματα και παρακάλια οι γονείς μου με αφήνουν να πάω να πω τα κάλαντα στη γειτονιά, άντε και στη διπλανή που μένουν συγγενείς μας. Έχω δει σε μια βιτρίνα ένα «διαστημικό» όπλο που του βάζεις μια τσακμακόπετρα και όταν πατάς τη σκανδάλη βγάζει σπίθες, σαν κι αυτά που έχουν οι αστροναύτες στο «Lost in Space», στην τηλεόραση. Το θέλω πολύ αυτό το όπλο, στοιχίζει 30 δραχμές και ο μόνος τρόπος για να το αποκτήσω είναι να μαζέψω χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Ο Νίκος είναι κι αυτός πανέτοιμος, με το τριγωνάκι του και ένα άδειο μεταλλικό κουτί από μπισκότα πτι-μπερ Παπαδοπούλου για να βάλουμε μέσα τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που θα μας πρόσφεραν. Η εντολή από τους γονείς μας είναι αυστηρή: «Δεν θα φάτε τίποτα από αυτά που θα σας προσφέρουν!». Εκείνη την εποχή πολλές αφηρημένες νοικοκυρές μπέρδευαν τη ζάχαρη άχνη με το παραθείο που είχαν για τα ποντίκια, με αποτέλεσμα να έχουν ξεκληριστεί ολόκληρες οικογένειες. «Θα τα βάλετε όλα στο κουτί, θα τα φέρετε στο σπίτι και εμείς θα σας πούμε τι θα φάτε!» μας είπαν οι μανάδες μας. Μεταξύ μας, δεν ήταν τόσο ο φόβος του παραθείου, αλλά η περιέργεια να δούνε πώς είχαν φτιάξει τα γλυκά άλλες νοικοκυρές.
Ήταν μια τεράστια βίλα, περιτριγυρισμένη από κάγκελα, με φύλακες και σκυλιά. Κανείς δεν τολμούσε να πάει εκεί. «Μα πώς θα μπούμε μέσα; Θα μας φάνε τα σκυλιά!» μου λέει τρομαγμένος ο Νίκος. «Θα χτυπήσουμε το κουδούνι». Πάμε, χτυπάμε το κουδούνι, στην είσοδο μετά από λίγο έρχεται ένας φύλακας. «Τι θέλετε;» «Να πούμε τα κάλαντα στον κύριο Λαδόπουλο». Μας κοιτάει από πάνω ως κάτω, «περιμένετε να δω αν έχει ξυπνήσει», μας λέει, φεύγει, ξανάρχεται, μας ανοίγει τη βαριά καγκελόπορτα, τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα, ένα από αυτά ξεφεύγει από τα χέρια του φύλακα, ορμάει, με δαγκώνει στο πόδι και μου σκίζει το παντελόνι! «Αζόρ, κάτω! κάτω!» λέει ο φύλακας, ο σκύλος μαζεύεται, αλλά το κακό έχει γίνει. Το καλό μου παντελόνι είναι σκισμένο! «Στο είπα, θα μας φάνε τα σκυλιά» μουρμουρίζει ο Νίκος. Ο φύλακας μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ήταν σαν σκηνικό χριστουγεννιάτικης ταινίας. Όλα τα σπίτια φωτισμένα, παρ’ όλο που ήταν πρωί, έξω στις αυλές φάτνες με αγαλματάκια του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωσήφ, των Μάγων, ψεύτικο χιόνι στα παράθυρα και στις πόρτες, μυρωδιές από φαγητά και γλυκά, κοκκινομάγουλα παιδιά να παίζουν στο δρόμο, χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κλασική μουσική, τροφαντές Γερμανίδες μανάδες και πανύψηλοι πατεράδες να μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και στη μέση εμείς, με τα τενεκεδάκια κρεμασμένα στο λαιμό μας και τα τρίγωνα στα χέρια μας να θέλουμε να πούμε τα κάλαντα σ’ αυτούς που δεν είναι Χριστιανοί και θα μας πιάσουν να μας εκτελέσουν, όπως στην Κατοχή.
Η γειτονιά των Γερμανών είχε 50 σπίτια επί «ντέκα ντραχμές» βγάλαμε ένα ωραιότατο 500άρικο και επειδή είχαμε πια απομακρυνθεί αρκετά από την περιοχή μας συνεχίσαμε να λέμε τα κάλαντα και μέσα στην πόλη. Πήγαμε σε συνοικίες που δεν τις γνωρίζαμε, μπήκαμε σε πλουσιόσπιτα και φτωχοκαλύβες, είδαμε γέρους και γριές κατάκοιτους να βγάζουν κάτω από το μαξιλάρι το κομπόδεμά τους, να το λύνουν και να μας δίνουν εκείνα τα ωραία, ασημένια 200άρικα με το δελφίνι. Σε μερικά σπίτια μάς φώναζαν! «Καλέ, ελάτε να τα πείτε και σε εμάς», σε άλλα μας έδιωχναν «Τώωωωωρα; Μας τα είπαν άλλοι!». Μια γυναίκα ανύπαντρη, γεροντοκόρη, μας ζήτησε να πούμε «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να ’ρθει να σε ζητήσει». Μια άλλη, δασκάλα, μας διόρθωσε «όχι εν τω σπηλαίω κείτεται, το σωστό είναι εν τω σπηλαίω τίκτεται». Ένας παππούς μάς ρώτησε αν ξέρουμε τα Ποντιακά κάλαντα και όταν του είπαμε «όχι» άρχισε να τα τραγουδάει μόνος του. Μια κυρία μάς παρακάλεσε να πάμε να φέρουμε μια πίτα από το φούρνο και όταν της την πήγαμε επέμεινε να κάτσουμε να φάμε. Είχε φτάσει πια μεσημέρι και εμείς συνεχίζαμε. Δεν ήταν μόνο για το κέρδος, καταλάβαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι μονάχοι που αν δεν τους λέγαμε εμείς τα κάλαντα δεν θα τους τα έλεγε κανείς. Έτσι πήγαμε σε αστυνομικά τμήματα, στο νοσοκομείο, στο άσυλο ανιάτων, στο γηροκομείο. Μέσα σε μια μέρα είδα και έζησα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν.
Ο μικρός Παυριανός
Γύρισα σπίτι στις 3, έφαγα ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου που είχε τρελαθεί από την αγωνία της. Πήγε να με αρχίσει πάλι τις σφαλιάρες όταν είδε το σκισμένο παντελόνι και ηρέμησε μόνο όταν άδειασα το τενεκεδάκι με το μικρό μου θησαυρό, κι όταν της έδειξα το παντελόνι που μου είχε δώσει ο Λαδόπουλος.
Με τον Νίκο μοιράσαμε τα λεφτά και πήρε ο καθένας μας από 732 δραχμές, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή. Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στην αγορά, πήρα το «διαστημικό» μου όπλο, αγόρασα ένα καροτσάκι για τη μικρή μου αδελφή, ένα λευκό καλσόν για τη μεγάλη και τα υπόλοιπα λεφτά τα έδωσα στη μάνα μου να τα φυλάξει. Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, ντυθήκαμε, σενιαριστήκαμε, ανεβήκαμε στα Ψηλά Αλώνια και βγάλαμε μια φωτογραφία. Αυτή τη φωτογραφία ανακάλυψα και στην αφιερώνω μαζί με τις ευχές μου, αυτά τα Χριστούγεννα να είναι τα ωραιότερα της ζωής σου.”