Αυτά ισχύουν εν πολλοίς για την αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο Αναστασία Κουμούση, η οποία πριν από λίγες ημέρες ανακάλυψε, ενώ βρισκόταν μαζί με το συνεργείο που εκτελούσε έργα συντήρησης στο Παλαιομονάστηρο της Μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας, ότι πίσω από μια κατ’ επανάληψη καμένη τοιχογραφία -εξ ου και τα ξεπλυμένα χρώματά της- υπήρχε η μορφή του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Αντικρίζοντας την τοιχογραφία από απόσταση 5 μέτρων διέκρινε από χαμηλά τους δικέφαλους αετούς και καθώς ανέβηκε στη σκαλωσιά, τότε είδε σε απόσταση 30 εκατοστών τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Aγνώστου δημιουργού
Μια ανακάλυψη που μας πηγαίνει τουλάχιστον 571 χρόνια πίσω, καθώς πρόκειται για τη μοναδική προσωπογραφία του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου η οποία δημιουργήθηκε πριν από την Αλωση, ενώ ήταν ζωντανός. Πορτρέτα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου υπάρχουν, αλλά έχουν δημιουργηθεί αργότερα. Ο δημιουργός της εν λόγω τοιχογραφίας είναι άγνωστος. Κατά πάσα βεβαιότητα προερχόταν από τον Μυστρά και γνώριζε τον αυτοκράτορα, γι’ αυτό και τον αποτύπωσε με τέτοια επιτυχία.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη επιβεβαίωσε ότι «ο ζωγράφος πρέπει να απέδωσε τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ’ από ιδία αντίληψη, δηλαδή το πρότυπό του να μην ήταν ένα επίσημο αυτοκρατορικό πορτρέτο, όπως συνηθιζόταν, αλλά ο ίδιος ο αυτοκράτορας».
Η προσωπογραφία
Στο Καθολικό της Παλαιάς Μονής διατηρούνται δύο στρώματα τοιχογραφιών υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας των ύστερων βυζαντινών χρόνων, που αντανακλούν τις αισθητικές τάσεις της Κωνσταντινούπολης. Η προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου εντοπίστηκε στο δεύτερο στρώμα. Σε αυτήν απεικονίζεται η μορφή ενός ώριμου άνδρα που φέρει αυτοκρατορικά διάσημα (πολυτελή λώρο πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκο, διάλιθο στέμμα) και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο.
Ο χρυσοκέντητος πορφυρός του μανδύας διακοσμείται με μετάλλια στα οποία εγγράφονται δικέφαλοι αετοί με στέμμα ανάμεσα στις κεφαλές τους, απολύτως διακριτικό των μελών της οικογένειας των Παλαιολόγων. Η παρουσία των δικέφαλων αετών στο ένδυμα της μορφής, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα insignia (εμβλήματα), αποτελούν ένα εικονογραφημένο μήνυμα που επιτρέπει στον θεατή να ταυτοποιήσει αδιαμφισβήτητα τον άνδρα με αυτοκράτορα.
Ως πορτρέτο δεν είναι ιδεαλιστικό ή τυποποιημένο. Πρόκειται για αυθεντική προσωπογραφία που αποδίδει με ακρίβεια τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Είναι μια μορφή γήινη, ένας ώριμος άνδρας, με λεπτό πρόσωπο και εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αποπνέουν ηρεμία και ευγένεια.
Πόσο σημαντικό είναι τελικά όλο αυτό; Αρκεί να σταθεί κανείς στα λόγια της κυρίας Μενδώνη λίγες ημέρες αργότερα, κατά τα εγκαίνια της επανέκθεσης των μόνιμων συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Αιγίου. Απευθυνόμενη στην κυρία Κουμούση έδωσε το στίγμα του επιτεύγματος: «Ο Θεός σε αξίωσε να ανακοινώσεις ίσως το σημαντικότερο εύρημα της τελευταίας εικοσαετίας στη βυζαντινή αρχαιολογία»!
Η σύνδεση με τη Μονή
Το ερώτημα είναι γιατί να βρεθεί εκεί, στην Παλαιά Μονή των Ταξιαρχών στην Αιγιαλεία, η προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Οι βαθείς γνώστες της διαδρομής της τελευταίας γενιάς των Παλαιολόγων, η οποία έγραψε και το έσχατο -ηρωικό, πλην οδυνηρό- κεφάλαιο της ένδοξης ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξηγούν ότι η οικογένειά τους είχε άμεσες σχέσεις με τη μονή.
Βασική αιτία η στενή συγγένεια με τον ιδρυτή της, Οσιο Λεόντιο, που ώθησε τους αδελφούς του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Θωμά και Δημήτριο, δεσπότες της Πελοποννήσου, να γίνουν μεγάλοι χορηγοί-δωρητές της μονής. Θείοι του οσίου, τον θαύμαζαν για την αρετή του και το έδειξαν γενναιόδωρα.
Οι δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμάς και Δημήτριος, συνάρχοντες το 1448-1460, ενίσχυσαν οικονομικά τη μονή παραχωρώντας της κτήματα, ανεγείροντας εκ θεμελίων οικοδομήματα και δωρίζοντας πολύτιμα ιερά κειμήλια, πραγματικούς θησαυρούς.
Σπουδαιότερα εξ αυτών, τα Αχραντα Πάθη του Σωτήρος Χριστού, τα οποία μετέφεραν από την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν από την Αλωση το 1450: τεμάχια από το Τίμιο Ξύλο, το Ακάνθινο Στεφάνι, την Κόκκινη Χλαμύδα, τον Κάλαμο, τον Σπόγγο, τα Καρφιά, καθώς και τμήμα της πλεξίδας των τριχών της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Σώζονται άθικτα μέχρι σήμερα στο Καθολικό της Μονής. Σε αυτούς τους θησαυρούς προστίθεται 570 χρόνια μετά η προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Είχε προηγηθεί η λήξη του πρώτου μεταξύ των δύο αδελφών «ενδο-οικογενειακού πολέμου» (1449-1450), που επιτεύχθηκε μάλιστα με παρέμβαση του Κωνσταντίνου, όπως αναφέρει ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης.
Σύμφωνα με την κυρία Κουμούση, ο Θωμάς και ο Δημήτριος ως δωρητές της μονής έβαλαν την τοιχογραφία του Κωνσταντίνου ώστε να δείξουν τη συνέχεια της δυναστείας. Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας άτεκνος αυτοκράτορας. Τα δύο συγκεκριμένα αδέλφια του (είχε άλλα επτά) θα διεκδικούσαν τη διαδοχή – βέβαια, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. «Γι’ αυτό τον έβαλαν εκεί, απέναντι από αυτούς, σε μια πολύ σημαντική θέση για να δείξουν τη δυναστική συνέχεια, τα ίσα δικαιώματα και τα νόμιμα απέναντι στον θρόνο. Αυτή είναι η σχέση του Κωνσταντίνου με τη μονή μέσω των αδελφών του», ανέφερε η κυρία Κουμούση.
Το Παλαιομονάστηρο
Σήμερα το Παλαιομονάστηρο είναι σχεδόν κατεστραμμένο. Ο εξωτερικός περίβολος έχει σχεδόν καταπέσει, σώζεται ο πύργος της εισόδου και στο τείχος της διακρίνεται αψίδα με δύο κομψές κολόνες. Φέρει διπλό σταυρό. Εισερχόμενος στον χώρο της μονής ο επισκέπτης συναντά το Καθολικό, τον κυρίως Ναό, χτισμένο στη μέση της μεγάλης ανοιχτής σπηλιάς του απόκρημνου βράχου. Είναι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Χωρίζεται με πεσσούς σε τρία κλίτη και είναι θολοσκεπές. Το Ιερό Βήμα έχει τρεις ημικυκλικές κόγχες, την Πρόθεση, το Ιερό Βήμα με την Αγία Τράπεζα και το Διακονικό.
Ο ναός είναι πλήρης από τοιχογραφίες του 15ου και 16ου αιώνα οι οποίες είναι κατεστραμμένες από πυρκαγιά και προσφάτως συντηρημένες από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Εφάπτεται δεξιά, στη νότια πλευρά του, με μονόχωρο παρεκκλήσιο με τρούλο, αφιερωμένο στον Οσιο Λεόντιο. Αριστερά του Καθολικού, στη βόρεια πλευρά, σε χαμηλότερο επίπεδο, μέσα σε μικρή κοιλότητα του βράχου, υπάρχει ένας ακόμα μικρός ναός με τοιχογραφίες.
Ενας μικρός εξώστης θυμίζει την αρχιτεκτονική των αρχοντικών του Μυστρά. Ο εξώστης, η αψίδα και ο τρούλος του παρεκκλησίου χτίστηκαν την εποχή των Παλαιολόγων. Μετά την καταστροφή του Παλαιομονάστηρου, μετά το 1500, οι μοναχοί ίδρυσαν το σημερινό Μοναστήρι των Ταξιαρχών σε ομαλότερη τοποθεσία.
Προσωπογραφίες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, σε ηλικία άνω των 45 ετών, υπάρχουν ακόμη σε δύο σωζόμενες σφραγίδες εγγράφων. Η πρώτη σφραγίδα είναι σε χρυσόβουλο προς την Κοινότητα της Ραγούζας, το σημερινό Ντουμπρόβνικ, το οποίο σήμερα βρίσκεται εκεί. Η δεύτερη σε επιστολή προς τον Μπόρσο ντ’ Εστε, μαρκήσιο της Φεράρα στην Ιταλία.
Πρόκειται για χειρόγραφο του 15ου αιώνα του Βυζαντινού Χρονικού του Ζωναρά, που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Εστε στη Μόντενα και περιέχει και μικροσκοπικά πορτρέτα κεφαλής όλων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Μεταξύ αυτών απεικονίζεται και ο Κωνσταντίνος ΙΒ’ Παλαιολόγος. Πρόκειται για έναν άνδρα με στρογγυλό πρόσωπο, γενειάδα κοντύτερη από εκείνη του αδελφού του Ιωάννη Η’ και αρκετά λιγότερο πυκνή από την αντίστοιχη του πατέρα του Μανουήλ Β’.
Ιστορία και θρύλοι
Μπορεί ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος, οι Μακεδόνες αυτοκράτορες και άλλοι να έχουν συνδεθεί έντονα με τις περιόδους ακμής του Βυζαντίου αποτελώντας πλέον εμβληματικές μορφές της υπερχιλιετούς Ιστορίας του, όμως ο τελευταίος των αυτοκρατόρων, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, πέρασε στα όρια του θρύλου. Καθώς πέφτοντας μαχόμενος κατά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου του 1453 αναδείχθηκε σε μία από τις πλέον θρυλικές μορφές της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς».
Στέφθηκε αυτοκράτορας στις 6 Ιανουαρίου του 1449, σε ηλικία 44 ετών, κατ’ επιθυμία του προκατόχου του και αδελφού του, Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου. Ηταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς. Καθώς λάτρευε τη μητέρα του, πρόσθεσε το επώνυμό της δίπλα στο δικό του όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Οταν τον Νοέμβριο του 1423 ο Ιωάννης Η’ ταξίδεψε σε Βενετία και Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας απέναντι στην οθωμανική απειλή κατά της Πόλης, όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα. Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του δεσπότη και μετά το 1427 ο αδελφός του Θεόδωρος Β’, δεσπότης του Μυστρά, του παραχώρησε ικανό μέρος εδαφών, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία και την Καλαμάτα. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Τόκκο, ανιψιά του δεσπότη της Ηπείρου, η οποία όμως πέθανε έναν χρόνο μετά.
Τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά Παλαιολόγο, δεσπότη Πελοποννήσου από το 1430, να ανταλλάξουν τις περιοχές τους. Ετσι εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα, πρώην έδρα του Θωμά. Και το 1436 ορίστηκε από τον Ιωάννη συναυτοκράτορας για όσο εκείνος θα έλειπε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών μέχρι το 1440. Το επόμενο έτος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Γατελούζου στη Μυτιλήνη. Την έχασε κι αυτή όμως ενώ ήταν έγκυος, όταν εγκλωβίστηκαν από τον οθωμανικό στόλο στη Λήμνο και πολιορκήθηκαν για 27 ημέρες στο Παλαιόκαστρο (Μύρινα).
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά, κέντρο τότε της τέχνης και του πολιτισμού, που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη. Ως φιλοενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Μετά τον θάνατο του αδελφού του Ιωάννη Η’ τον Οκτώβριο του 1448 στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά και όχι στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Αιτία ήταν ότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση των Εκκλησιών και οι ανθενωτικοί απειλούσαν με ταραχές.
Θρύλοι συνοδεύουν την τύχη του κατά την Αλωση. Κάποιες πηγές καταγράφουν απλά ότι σκοτώθηκε μαχόμενος, ελάχιστες υποστηρίζουν ότι ίσως διέφυγε, πολλές δεν αναφέρονται καν στο γεγονός. Πάντως, ο στενός του φίλος και συνεργάτης Γεώργιος Φραντζής, ο μόνος ιστορικός της Αλωσης που την έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου που μαχόταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ανέφερε ότι κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα του διερωτήθηκε: «Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου;».
Τότε ένας Τούρκος τον έπληξε και εκείνος έπεσε νεκρός. Οι κατακτητές τον παράτησαν εκεί, ανάμεσα σε άλλους νεκρούς, νομίζοντας ότι είναι ένας απλός στρατιώτης. Αλλοι θρύλοι σχετίζονται με τον τόπο ταφής του. Από το ότι το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ και όταν η σορός βρέθηκε, τον θρήνησε και τον έθαψε μέχρι ότι ετάφη στην Αγία Σοφία, ή στη Μονή της Παναγίας Περιβλέπτου, ή σε εκείνη της Ζωοδόχου Πηγής, ή ακόμα στον πρώην Ναό της Αγίας Θεοδοσίας (σήμερα τέμενος). Και βέβαια, υπάρχει και ο πασίγνωστος θρύλος που καλλιεργήθηκε από την επομένη της Αλωσης, ότι δεν πέθανε και θα επιστρέψει απελευθερωτής.
Πολιτισμός και ισχύς
Με τα έργα τέχνης το Βυζάντιο άφησε στον κόσμο τη μεγαλοπρεπέστερη και διαρκέστερη κληρονομιά του. Μέσα από αυτά αναβλύζουν η σύνθεση, η υφή και ο πλούτος του βυζαντινού πολιτισμού. Τα καλλιτεχνικά έργα ήταν όμως και ένα μέσο προπαγάνδας για την κατοχύρωση και επιβολή του εκάστοτε αυτοκράτορα στους υπηκόους του. Αλλωστε το πρώτο πράγμα που έκανε κάθε νέος κάτοχος του θρόνου ήταν να κόψει νομίσματα με το όνομα και τη μορφή του, ως συμβολική πράξη κατοχύρωσης της εξουσίας και της ισχύος του. Η λατρεία του αυτοκράτορα είχε χαρακτηριστικά μεγαλοπρέπειας και λαμπρότητας.
Συνήθως τα πορτρέτα τους συνοδεύονταν από φωτοστέφανο, για να υποδηλώνουν τη σύνδεσή τους με το Θείο. Οι αυτοκράτορες, όπως και οι άγιοι, είχαν στρογγυλό φωτοστέφανο (halo). Συνήθως οι δημιουργοί δεν είχαν απευθείας οπτική επαφή με τους αυτοκράτορες. Επαφίεντο σε ιδεατά πορτρέτα ή οδηγίες που τους δίνονταν από το Παλάτι.
Πλην του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, σωζόμενες εν ζωή προσωπογραφίες Βυζαντινών αυτοκρατόρων που εντυπωσιάζουν είναι αυτές του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή στην Εκκλησία Αγίου Φωκά στην Καππαδοκία, στην παλαιά πόλη του Τσαβουσίν. Στη βόρεια κόγχη του Ιερού Βήματος της εκκλησίας είναι ορατή η τοιχογραφία του Νικηφόρου Β’ Φωκά (963-969).
Πλαισιώνεται εξ αριστερών από μια αταυτοποίητη γυναικεία μορφή -πιθανότατα η σύζυγός του Θεοφανώ- και εκ δεξιών από τον πατέρα του Βάρδα Φωκά και τον αδελφό του Λέοντα. Το έτος δημιουργίας της είναι το 965. Στην ανατολική πλευρά του βόρειου τοίχου είναι ορατή και η τοιχογραφία του Ιωάννη Τσιμισκή (969-976). Η επιγραφή ωστόσο είναι φθαρμένη. Αναφέρει το όνομά του, όμως δεν διακρίνεται αν είναι αυτοκράτορας, άρα αν είναι κατασκευασμένη μετά το 969 ή πριν. Πίσω του διακρίνεται έφιππος, ο στρατηγός Μελίας.
Εκτιμάται ότι και αυτές οι τοιχογραφίες δημιουργήθηκαν κατόπιν προσωπικής επαφής του καλλιτέχνη με τους αυτοκράτορες. Βρέθηκαν εκεί κατά τις εκστρατείες τους. Είναι αρκετά φθαρμένες λόγω κακής/ελλιπούς συντήρησης, αλλά και εξαιτίας βανδαλισμών από Τούρκους. Η είσοδος στον ναό έχει απαγορευτεί εδώ και 20 χρόνια, επισήμως για λόγους εργασιών αναστήλωσης.
Τα ψηφιδωτά
Αντί φορητών εικόνων ή τοιχογραφιών με χρώματα, οι Βυζαντινοί ζωγράφοι προτιμούσαν να φτιάχνουν ψηφιδωτά, τα οποία άκμασαν ιδιαίτερα μεταξύ 10ου-12ου αιώνα. Στα πλέον χαρακτηριστικά ψηφιδωτά είναι εκείνο του 10ου αιώνα, πάνω από την είσοδο του νοτιοδυτικού προπυλαίου στον νάρθηκα του Ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, με θέμα την Ενθρονη Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα, που κρατάει στην αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και οι αυτοκράτορες Ιουστινιανός και Μέγας Κωνσταντίνος, αριστερά και δεξιά, της προσφέρουν ο πρώτος τον Ναό της Αγίας Σοφίας και ο δεύτερος την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την ευλογία τς.
Ακόμα, υπάρχει το ψηφιδωτό με τον Ενθρονο Χριστό του 1044, όπου παριστάνονται επίσης οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος (1042-1055) και Ζωή (1028-1055) να προσφέρουν δώρα απαθανατίζοντας τις δωρεές τους, οι οποίες, σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη, εξασφάλισαν την καθημερινή τέλεση της λειτουργίας. Το συγκεκριμένο βρίσκεται στο νότιο υπερώο (γυναικωνίτης). Και η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, έργο του 1118, ανάμεσα στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β’ τον Κομνηνό (1118-1143) και Ειρήνη την Ουγγαρέζα με ξανθά μαλλιά και φωτεινά μάτια να προσφέρουν δώρα, που βρίσκεται επίσης στον γυναικωνίτη.
Σπουδαία δείγματα ψηφιδωτών είναι και αυτά στη Ραβένα της Ιταλίας, η οποία κατελήφθη από τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιουστινιανού το 540. Σημαντικά για τον ρόλο της τέχνης στην προβολή της ηγεμονικής φυσιογνωμίας των αυτοκρατόρων είναι τα δύο ψηφιδωτά στην αψίδα του Ιερού Βήματος του Αγίου Βιταλίου, που δείχνουν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, τον καθέναν με τη συνοδεία του, να συμμετέχουν στην εναρκτήρια πομπή της πρωτοβυζαντινής Θείας Λειτουργίας μεταφέροντας τον δίσκο για τον άρτο και το δισκοπότηρο για τον οίνο. Με την εφαρμογή της βυζαντινής τεχνοτροπίας, οι πρωταγωνιστές της εικόνας κατατάσσονται στη χορεία των αγίων και οι πράξεις τους περιβάλλονται με ιερότητα.