Ενα πραγματικά δύσκολο παζλ καλείται να διαχειριστεί και να λύσει εντός του 2025 η κυβέρνηση, καθώς το στοίχημα της πραγματικής βελτίωσης των εισοδημάτων περνάει μέσα από την ενίσχυση των μεσαίων και υψηλών αμοιβών και όχι μόνο μέσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η πραγματική αύξηση των μισθών, εντός του νέου έτους, θα κινηθεί πέριξ του 3%, καθώς προβλέπουν ότι οι αυξήσεις θα «τρέξουν» φέτος με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι το 2024. Οπως φάνηκε, δε, μέσα από τον προϋπολογισμό του 2025 οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας θα ενισχυθούν κατά 3,4% (σωρευτικά +8,6% στη διετία 2024-2025) και των αμοιβών ανά εργαζόμενο από +2,7% έως +3,2% (σωρευτικά +7,5% στη διετία 2024-2025).Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός για το 2024 θα κλείσει στο 2,7% και το 2025 θα υποχωρήσει στο 2,1%, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, το εύρος της πραγματικής αύξησης των μισθών θα κινηθεί πέριξ του 3%.
Αντίστοιχα, αυξήσεις μισθών κατά 5,6% προβλέπει για φέτος και η Τράπεζα της Ελλάδος, ελαφρώς χαμηλότερες από τις αυξήσεις του 2024 σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που κινήθηκαν πλησίον του πεδίου του 5,9%.
Συγκεκριμένα, στην ενδιάμεση έκθεσή της η ΤτΕ εκτιμά πως για το 2025 οι συνολικές αμοιβές και οι αμοιβές ανά μισθωτό θα επιβραδυνθούν ελαφρώς έναντι του 2024, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μικρή επιτάχυνση της παραγωγικότητας, θα συντελέσει σε υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Σημειώνεται, δε, ότι η άνοδος των αποδοχών το 2024 επηρεάστηκε από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό.Στο σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι αυξήσεις ήταν της τάξης του 5,9% το 2024 και η πρόβλεψη για το 2025 είναι ότι θα αυξηθούν κατά 5,6%.
Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, βέβαια, κατέγραψαν για τον ιδιωτικό τομέα, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024, μισθολογικές αυξήσεις που σε ετήσια βάση ξεπέρασαν τις προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου.
Για παράδειγμα, στις κατηγορίες Μεταφορά και αποθήκευση, Παροχή καταλύματος και εστίασης, Ενημέρωσης και επικοινωνίας, Διαχείριση ακίνητης περιουσίας, Επαγγελματικές, Επιστημονικές, Τεχνικές, Διοικητικές και Υποστηρικτικές δραστηριότητες, ο δείκτης μισθών και ημερομισθίων έδειξε αύξηση της τάξης του 13,3%, κατά 10,4% στις Κατασκευές, κατά 8,1% σε Ορυχεία και λατομεία, Μεταποίηση, Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, Παροχή νερού, και κατά 7,3% σε Χονδρικό και Λιανικό εμπόριο, Επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών.
Ακόμη όμως κι έτσι, ο στόχος της κυβέρνησης για μισθολογικές αυξήσεις τέτοιες που θα οδηγήσουν το 2027 σε μέσο μισθό της τάξης των 1.500 ευρώ μεικτά δεν φαίνεται εύκολος. Είναι χαρακτηριστική, και ενδεικτική των διλημμάτων που θα κληθεί να διαχειριστεί το οικονομικό επιτελείο, η πρόσφατη αναφορά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων από τη χώρα μας, παρότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι 1,7 εκατ. μισθωτοί (σε σύνολο 2.296.845) που αμείβονται με μισθό υψηλότερο από τον κατώτατο των 830 ευρώ μεικτά έλαβαν το 2023 αυξήσεις που κυμαίνονται κατά μέσον όρο 4%-5%, δηλαδή ελάχιστα πάνω από τον ετήσιο πληθωρισμό 3,5%. Με αποτέλεσμα, η Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του 2023, να πέσει ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μοχλός για την ενίσχυση αμοιβών οι συλλογικές συμβάσεις
Ισως ένα από τα ισχυρότερα θεσμικά εργαλεία για την αύξηση και προστασία των αμοιβών είναι οι συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και η κυβέρνηση, η οποία κυρώνοντας την κοινοτική οδηγία για αξιοπρεπείς μισθούς όρισε ρητώς πως έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους θα εκπονηθεί πρόγραμμα δράσης που θα συμβάλει στην αποτελεσματική προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η Ε.Ε. άλλωστε έχει ξεκαθαρίσει πως τα κράτη-μέλη στα οποία οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν καλύπτουν το 80% των εργαζομένων έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουν σχέδιο δράσης που θα τις προωθεί. Πρόκειται για μια νομική υποχρέωση των κρατών-μελών, όπως η χώρα μας, όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καλύπτουν ίσως και λιγότερο από το 25% με 30% των εργαζομένων, με μεγάλη όμως πίστωση χρόνου, καθώς η οδηγία προβλέπει πως οι χώρες-μέλη θα πρέπει ανά διετία να υποβάλλουν έκθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι χαρακτηριστικό πως, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία του ΟΟΣΑ και του Eurofound, στην Ελλάδα η πυκνότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών είναι χαμηλή (περί το 20% για τους εργαζομένους και υπολειπόμενο του 20% για τους εργοδότες για το έτος 2023, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ) και είναι επίσης χαμηλή η κάλυψη με συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) – περί το 30%, ίσως και πολύ χαμηλότερα για το έτος 2023, με βάση στοιχεία του Eurofound.
Η πολυετής δημοσιονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής είχαν άλλωστε ως αποτέλεσμα τη δραματική αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων στην Ελλάδα, γεγονός που επιβάλλει πλέον σημαντικές παρεμβάσεις τόσο σε μια σειρά από θεσμικά ζητήματα, όπως είναι η μετενέργεια και η επεκτασιμότητα, όσο και σε θέματα όπως η λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).
Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο γνωστός δικηγόρος Γιάννης Καρούζος, που ειδικεύεται σε εργασιακά θέματα, σήμερα οι συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα καλύπτουν περίπου το 25% των εργαζομένων και τούτο οφείλεται όχι μόνο στις δομικές μεταβολές του νομικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων με το οποίο αντιμετωπίστηκε η οικονομική κρίση 2010-2018 και στη –σχεδόν– διακοπή της λειτουργίας οικονομικών δραστηριοτήτων για την αντιμετώπιση της πανδημίας της COVID-19, αλλά και στα εξής:
α) Τη δομή των ελληνικών επιχειρήσεων, με το 99,1% αυτών να είναι πολύ μικρές ή μικρομεσαίες, απασχολώντας όμως το 85% των εργαζομένων στη χώρα. Οι δε εργοδότες και εργαζόμενοι αυτών δεν συμμετέχουν σε εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιστοίχως.
β) Την αποχώρηση επιχειρήσεων από τις εργοδοτικές οργανώσεις για την αποφυγή της δέσμευσής τους από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.
γ) Την πολυετή έλλειψη κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων και την εκτεταμένη διαμόρφωση των αμοιβών εργασίας με ατομικές συμβάσεις εργασίας σύμφωνα με τη μισθολογική πολιτική των επιχειρήσεων.
δ) Την αδυναμία επέκτασης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων, διότι δεν πληρούται η προϋπόθεση κάλυψης του 51% των εργαζομένων στον κλάδο ή στο επάγγελμα.
ε) Την έλλειψη διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας από τους κοινωνικούς εταίρους.
στ) Την αποσταθεροποίηση της διαπραγματευτικής ισορροπίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, με βάση την εμπειρία της λειτουργίας του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και συλλογικών διαπραγματεύσεων, επτά είναι οι παρεμβάσεις που ενδεχομένως να αποτελέσουν και το βασικό περιεχόμενο του σχεδίου δράσης μέσω του οποίου θα δημιουργηθεί θετικό περιβάλλον ενθάρρυνσης της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων:
1. Η νομοθετική διασφάλιση της σταθερότητας ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων για τα εξής:
α) Τη διατήρηση ως όρων ατομικής σύμβασης εργασίας, όλων των όρων ΣΣΕ, ακόμη και μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της και τη μετενέργεια αυτής, με δυνατότητα τροποποίησης των όρων μόνο με συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου εάν δεν συναφθεί νέα ΣΣΕ.
β) Την επαναφορά της διάρκειας της μετενέργειας των 6 μηνών για τους όρους της ΣΣΕ που έληξε, αντί των 3 μηνών.
2. Η νομοθετική ανάκληση – κατάργηση της αναστολής της συνδικαλιστικής ιδιότητας και της ικανότητας συλλογικής διαπραγμάτευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων που δεν έχουν εγγραφεί στο μητρώο – ΓΕΜΗΣΟΕ, όπως ισχύει για τις εργοδοτικές οργανώσεις, και ο περιορισμός των απαιτούμενων στοιχείων εγγραφής στα μητρώα εργαζομένων και εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ και ΓΕΜΗΟΕ) μόνον στα στοιχεία που προσδιορίζουν τη νομική ταυτότητα και τη νόμιμη εκπροσώπησή τους.
3. Η ανάπτυξη πρακτικής των κοινωνικών εταίρων να αιτούνται από κοινού την επέκταση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων και να προτείνουν ειδικούς όρους για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ιδίως με οικονομικά προβλήματα, εάν στη συλλογική σύμβαση δεν περιέλαβαν σχετικούς όρους.
4. Ο νομοθετικός επανακαθορισμός του ποσοτικού κριτηρίου επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε ρεαλιστικό ποσοστό, διότι το 51% δεν ανταποκρίνεται στην υπάρχουσα κατάσταση πυκνότητας των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων.
5. Η δημιουργία βάσεων δεδομένων για την ευχερή και επίκαιρη πληροφόρηση των κοινωνικών εταίρων, ιδίως για:
α) Τους μισθούς πλήρους απασχόλησης κατά κλάδο της οικονομίας, τις μέσες καταβαλλόμενες αποδοχές και τις αποδοχές ανά επάγγελμα/ειδικότητα εργαζομένων.
β) Τις συλλογικές συμβάσεις και το επίπεδο των αμοιβών των εργαζομένων σε αυτές.
γ) Την απασχόληση και την κατανομή της στους κλάδους της οικονομίας και ανά γεωγραφική περιοχή της χώρας.
δ) Την εξέλιξη του πληθωρισμού, της απασχόλησης, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και λοιπών παραγόντων της ελληνικής οικονομίας.
6. Η δημιουργία και διάδοση εύληπτων πληροφοριών για το περιεχόμενο και την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων καθώς και οδηγίες για τη διαδικασία συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυσης συλλογικών διαφορών με συμφιλίωση, μεσολάβηση ή διαιτησία.
7. Η αξιοποίηση του ΟΜΕΔ, που διοικείται αμιγώς από τους κοινωνικούς εταίρους, ως του κατάλληλου φορέα για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.