Ο γιος του είναι σήμερα 21 ετών και θυμάται τον πατέρα του να βγάζει τα σκονισμένα εξώφυλλα των βινυλίων κάθε Κυριακή στο σπίτι, να τα σκουπίζει ευλαβικά, να ακουμπάει με προσοχή τη βελόνα πάνω στον δίσκο και να παίζει με τις ώρες, σαν παιδί που το έχουν αφήσει αμολητό στην παιδική χαρά, όλα τα είδη μουσικής που είχε. Η δική του Θεία Λειτουργία αποτελούνταν από Χατζιδάκι, Pink Floyd, Led Zeppelin, Judas Priest, Πλέσσα, ακόμα και Βαγγέλη Παπαθανασίου. Οταν τον ρωτάς τι αγαπάει περισσότερο στους δίσκους του, απαντάει «το χρατς χρατς που κάνουν».
Οι θησαυροί της Ηφαίστου
Το «Ωχ αμάν market» στην Ηφαίστου, όπως λεγόταν κάποτε το μαγαζί του πατέρα της Μάντι Μαύρου, που τώρα είναι γνωστό ως «Mr. Vinylios», είναι ένα από τα κλασικά και αγαπημένα στέκια όσων αγοράζουν δίσκους. Ανοιχτό από το 1993, το μαγαζί που κάποτε είχε κούτες με δίσκους από το εξωτερικό, έχει πλέον μετατραπεί σε προορισμό όσων επιθυμούν να αποκτήσουν κάποιο βινύλιο. Αν και βασικοί πελάτες είναι οι 30 και άνω, όπως μας εξηγεί η ιδιοκτήτρια, ειδικά μετά την ίδρυση του e-shop, όλο και περισσότεροι νέοι «διψάνε για βινύλια».
Σήμερα, ροκ, metal, jazz και ψυχεδελικοί ήχοι είναι εκείνοι που προτιμώνται από το αγοραστικό κοινό, το οποίο ξεκινάει από την ηλικία των εννέα ετών, όπως μας εξηγεί ο κ. Κωστής Παναγιώτης, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου «Le Disque Noir». «Βλέπω μικρά παιδιά να επισκέπτονται το κατάστημα με τους γονείς τους και να αγοράζουν από τα πιο εμπορικά άλμπουμ έως Dio, Metallica και Iron Maiden», μας αναφέρει χαμογελώντας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η pop μουσική κουλτούρα έχει με τη σειρά της εισέλθει δυναμικά στη λογική του βινυλίου, με δίσκους όπως της https://www.protothema.gr/tag/lana-ntel-rei/, της Τέιλορ Σουίφτ-ο δίσκος της «Midnights» έγινε το βινύλιο με τις υψηλότερες πωλήσεις του 2022 παγκοσμίως- και του Τζορτζ Μάικλ να πουλιούνται σωρηδόν, σύμφωνα με την κυρία Μαύρου. «Οι νέοι φαίνεται να καταλαβαίνουν σιγά-σιγά ότι η μουσική που βγαίνει από τον δίσκο δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνην από το Διαδίκτυο και αυτό ισχύει για όλα τα είδη», αναφέρει ο κ. Παναγιώτης. Ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι.
Η Αναγέννηση
Η έλευση των κασετών, των CD και αργότερα των ψηφιακών μορφών μουσικής οδήγησε σταδιακά στην πτώση παραγωγής των δίσκων. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, το βινύλιο θεωρήθηκε ξεπερασμένο, με την κυκλοφορία να περιορίζεται σε εξειδικευμένες αγορές και μουσικά είδη που απευθύνονταν σε DJs και συλλέκτες και φαν της μέταλ και ροκ μουσικής. Από το 2000 έως το 2012, σύμφωνα με τον Αντώνη Βαίλα, του epic metal συγκροτήματος Mars Triumph, υπήρξε γενικότερη πτώση του φυσικού προϊόντος στη μουσική βιομηχανία, σε όλα τα format. Το βινύλιο, όμως, επιβίωσε και μάλιστα σθεναρά στη μέταλ και ροκ σκηνή – όπως και στα υποείδη τους. «Ο μεταλάς έχει ταυτιστεί με το βινύλιο, διαχρονικά», μας αναφέρει ο ίδιος, εξηγώντας μας ότι «αν και κάποια στιγμή οι δίσκοι είχαν φτάσει να είναι αρκετά ακριβοί σαν κυκλοφορίες».
Σύμφωνα με την Ενωση Βιομηχανίας Ηχογράφησης της Αμερικής (RIAA), οι πωλήσεις βινυλίου ξεπέρασαν τις πωλήσεις CD για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες το 2020, σηματοδοτώντας ένα ιστορικό ορόσημο στην αναβίωση του format. Στην Ελλάδα, η αναβίωση του βινυλίου αντικατοπτρίζει τις παγκόσμιες τάσεις, καθοδηγούμενη από μια βαθιά εκτίμηση για τη μουσική και τη νοσταλγία. Ετσι καλλιτέχνες όπως ο Χάρι Στάιλς και η Aντέλ έως και ο Γιάννης Αγγελάκας ή ο Καζαντζίδης χαίρουν της εκτίμησης του νεότερου κοινού.
Gen Z και Millennials ερωτευμένοι με το βινύλιο
Ο Χρήστος, 30 ετών, για παράδειγμα, έχει το πικάπ του εδώ και τέσσερα χρόνια. Ηταν δώρο ενός φίλου του και από τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει τη δική του συλλογή, έχει αγοράσει από Σπυριδούλα και Σιδηρόπουλο έως Uriah Heep και Pink Floyd. Είτε μεταχειρισμένοι των 5 ευρώ, είτε καινούριοι των 50 ευρώ, για τον Χρήστο ο κάθε δίσκος φέρει μια αυθεντικότητα στον ήχο που δεν συγκρίνεται με κάτι άλλο. Του αρέσει, επίσης, η ιεροτελεστία που ενέχει το άκουσμα ενός βινυλίου από το να περιποιηθείς με οινόπνευμα το δισκάκι μέχρι να το γυρίσεις για να παίξει η δεύτερη πλευρά του με τα υπόλοιπα κομμάτια. Το να ακούει κανείς μουσική σε πικάπ είναι για εκείνον σαν το καλό φαγητό, όπως μας περιγράφει χαρακτηριστικά: «Αν το κάνεις βιαστικά, θα βγει junk».
Η Αλίκη, 23 ετών, αγοράζει πέντε-έξι δίσκους κλασικής, rock ή jazz μουσικής τον χρόνο. Ακόμα και οι φίλοι της, της παίρνουν δώρα βινύλια και ο λόγος είναι απλός για την ίδια: «Οταν παίζεις κάτι στο πικάπ είναι σαν ο ήχος να βγαίνει μέσα από το ξύλο, έχει μια vintage, μια πιο ζεστή υφή». Μας εξηγεί μάλιστα, ότι έχει στη συλλογή της κομμάτια που είναι 25 ετών, δηλαδή μεγαλύτερα και από την ίδια και ότι προτιμάει να πηγαίνει σε μαγαζιά που παίζουν μουσική από δίσκους.
Συναντήσεις δηλαδή, για ολόκληρες ακροάσεις δίσκων, είτε από τις προσωπικές τους συλλογές, είτε από άλλες που ξεφεύγουν από τα κλασικά settings των κλαμπ, με ήχους από Μάικλ Τζάκσον, Drake, Sade, The Weeknd και βινύλια RNB και Hip Hop.
O Nick.J είναι 25 ετών, ενώ η ηλικία του κοινού που τους ακολουθεί, το οποίο φαίνεται να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, κυμαίνεται από 15 έως 28 ετών. «Δυσκολευόμαστε να βρούμε χώρους που να χωράνε τόσα άτομα», μας αναφέρει, ενώ παράλληλα εξηγεί πως το κλάμπινγκ στην Αθήνα πεθαίνει και ότι το project τους είναι ουσιαστικά μια στροφή προς έναν πιο οικείο και πιο άνετο τρόπο διασκέδασης. «Ο δίσκος κρύβει εκπλήξεις, από το into μέχρι το outro του, ανακαλύπτεις την ολοκληρωμένη δουλειά ενός καλλιτέχνη, κάτι που στο Spotify δεν μπορείς να κάνεις. Απλά σκιπάρεις (=προσπερνάς) τα κομμάτια για να ακούσεις αυτό που προτείνει ο αλγόριθμος. Η τεχνολογία πίσω από το βινύλιο, απλά με σοκάρει».
Το παλιό μου πικάπ
Ο δίσκος βινυλίου έχει μετατραπεί μέσα στα χρόνια σε αντικείμενο υψηλής αξίας, το οποίο συμβολίζει την ποιότητα και την καλλιτεχνία. «Στο CD, ή σε άλλο ψηφιακό μέσο, ο ήχος συμπιέζεται με αποτέλεσμα να παραμορφώνεται», αναφέρουν οι Mars Triumph. Ειδικότερα για κομμάτια που έχουν οργανικές κιθάρες και ντραμς και όχι ηλεκτρονικά όργανα, ο ήχος θα αποτυπωθεί καλύτερα στον δίσκο. Το βινύλιο είναι ουσιαστικά «η απάντηση της ποιότητας στην ποσότητα», μας εξηγούν οι ίδιοι.
Επιπλέον, οι κυκλοφορίες περιορισμένης έκδοσης, το έγχρωμο βινύλιο και οι πολυτελείς συσκευασίες αναδεικνύουν τους δίσκους σε έργα τέχνης. Το κοινό έτσι, όταν θα πάρει στα χέρια του ένα βινύλιο, δεν θα εκτιμήσει απλά τη μουσική που κρύβεται μέσα του, αλλά και ολόκληρη την αισθητική του καλλιτέχνη που έχει επιμεληθεί το εξώφυλλο και τον σχεδιασμό του. Ο δίσκος μετατρέπεται με αυτόν τον τρόπο σε ένα έναυσμα για στήριξη του καλλιτέχνη -ειδικά αν είναι μικρότερης κλίμακας-, αλλά και σε ένα αντικείμενο που ανάλογα με την σπανιότητά του μπορεί να φτάσει να κοστίζει από 3.000 έως 5.000 ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και για τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για να παίξει κανείς τα βινύλιά του. Τα πικάπ και οι βελόνες έρχονται με ένα δικό τους εύρος κόστους που ανάλογα με την ποιότητα που θέλουμε και τα χρήματα που έχουμε να διαθέσουμε, προσφέρουν αντίστοιχες δυνατότητες.
Ο Σάκης Πετρόπουλος, ιδιοκτήτης της εταιρείας επισκευής μουσικών εξοπλισμών East Electronics και μηχανικός ηλεκτρονικών με ειδίκευση στα συστήματα ήχου, τονίζει ότι τα καλύτερα πικάπ είναι εκείνα της ιαπωνικής σχολής, τόσο γιατί είναι user friendly όσο και γιατί δίνουν βάση στην ποιότητα. «Οι Ιάπωνες είναι πρωτεργάτες στο είδος», σημειώνει.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πίτας που έχουν οι Ιάπωνες στην αγορά αυτή, ο κ. Πετρόπουλος μας εξηγεί ότι το εμβληματικό Τechnics mk2, το πικάπ που χρησιμοποιείται στα περισσότερα κλαμπ παγκοσμίως, προέρχεται από ιαπωνική εταιρεία, η οποία μάλιστα έσπασε ρεκόρ κυκλοφορώντας 2.5000.000 τέτοια κομμάτια. Σήμερα μπορεί κανείς να βρει ένα καλό πικάπ ξεκινώντας από 300 ευρώ και φτάνοντας στα διάσημα για το κόστος τους Kronos με 170.000 ευρώ το κομμάτι.
Ο ίδιος εκτιμά ότι μόνο στην Αθήνα υπάρχουν περίπου 200.000 πικάπ, με τον ίδιο να επισκευάζει 3.500 από αυτά κάθε χρόνο. Το κατάστημά του στους Αμπελόκηπους δέχεται κατά μέσον όρο 5.000 πελάτες ανά έτος, από 16 έως 90 ετών, με τον ίδιο να τονίζει ότι οι πιο «μανιακοί χρήστες πικάπ» είναι πλέον οι νέες γενιές.
Οι Ελληνες έχουμε βαθιά παράδοση με τους δίσκους μας, τους αποκτάμε, τους προσέχουμε και τους κρατάμε για μια ζωή, κληροδοτώντας τους στις επόμενες γενιές.
Από τα ιαπωνικά jazz kissa στα αθηναϊκά listening bars – Η τάση για επιστροφή στον αυθεντικό ήχο που έγινε must
Τα listening bars είναι οι σύγχρονες οάσεις για τους λάτρεις του τέλειου αναλογικού ήχου.
Οι ρίζες αυτής της τάσης, που βρίσκει εφαρμογή ακόμη και σε χώρους που δεν θα περίμενε κανείς, όπως το ελληνικό fine dining, βρίσκονται στην Ιαπωνία της μεταπολεμικής περιόδου.
Τα λεγόμενα jazz kissa ήταν τζαζ καφέ, όπου οι Ιάπωνες απολάμβαναν τις μελωδίες από βινύλια σε υψηλής ποιότητας ηχοσυστήματα – μια εμπειρία την οποία στην κατεστραμμένη οικονομία τους δεν είχαν την ευχέρεια να βιώσουν διαφορετικά. Η ιεροτελεστία περιλάμβανε και έναν καφέ ή ποτό, αλλά το επίκεντρο ήταν η τζαζ μουσική και όχι η κατανάλωση αλκοόλ ή η επικοινωνία. Για την ακρίβεια, συζητήσεις δεν επιτρέπονταν, πολύ περισσότερο η οχλαγωγία. Σε ορισμένα jazz kissa οι θαμώνες είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν κάποιο μουσικό κομμάτι, αλλά μόνο γραπτώς. Η παράδοση αυτών των ναών της jazz – soul – funk – swing μουσικής διατηρείται ακόμη και στη νεότερη εκδοχή τους. Το πρώτο αθηναϊκό listening bar άνοιξε στην πραγματικότητα το 2017 και ήταν το ιαπωνικής έμπνευσης «Birdman» του Aρη Βεζενέ, που συνεχίζει να έχει πρόγραμμα με καλεσμένους εξειδικευμένους DJ από την Ελλάδα και το εξωτερικό και είναι εξοπλισμένο με πικάπ με εξεζητημένες βελόνες και ειδικά ηχεία. Σήμερα, στο ιαπωνικό πλέον δρομάκι της οδού Σκούφου στο κέντρο της Αθήνας, έχει δημιουργήσει το δισκάδικο «Birdman Records», που είναι ντυμένο με ειδικό ξύλο σε συνδυασμό με ελβετικά ηχοαπωθητικά πάνελ τα οποία βρίσκει κανείς μόνο σε στούντιο ηχογράφησης. Ο Αρης Βεζενές υπολογίζει σε 15.000 τους δίσκους του «Birdman», αλλά θεωρεί μικρή τη συλλογή του σε σχέση με άλλους. «Αν θες να συλλέγεις, το σημαντικό είναι να μην κάθονται τα βινύλια και να πιάνουν σκόνη… Το θέμα είναι πόσο χρόνο αφιερώνεις για να κλείσεις τα μάτια σου και να ακούσεις αυτή τη μαγεία του ήχου».
Πώς ανταποκρίθηκε η Αθήνα στην άφιξη του αναλογικού κινήματος όμως; «Ξεκινήσαμε από την αγάπη για τον αναλλοίωτο ήχο του αναλογικού συστήματος ήχου. Θέλαμε δηλαδή να πάρουμε την απόλαυση του ήχου και να την αναδείξουμε σε εκθετικό βαθμό σε μια εποχή που όλα γίνονται digital. Οταν το τολμήσαμε δεν έγινε και viral αμέσως, τώρα έχει γεμίσει ο τόπος, τώρα όλα τα μαγαζιά εξοπλίζονται με βινύλια, αλλά το 2017 ο κόσμος απορούσε γιατί το κάναμε. Το κοινό που αγαπά πραγματικά τα listening bars παραμένει στο 20% του συνολικού κοινού, οι υπόλοιποι το ακολουθούν επειδή έγινε viral. Ενας πραγματικός λάτρης του βινυλίου έχει έστω και μια μικρή συλλογή. Πελάτης των δισκάδικων παραμένει το ίδιο κοινό που γνώρισα 8 χρόνια πριν.
Δεν είναι ότι τώρα που γνωρίζει άνθηση το βινύλιο τα δισκάδικα σκίζουν από δουλειά γιατί είναι ακριβό το βινύλιο. Για να ακούσεις ένα τραγούδι κάνει 25 ευρώ. Το κίνημα είναι να ακούμε από τα βινύλια τα κομμάτια. Είναι όλοι αυτοί πραγματικοί λάτρεις; Οχι, αλλά στην τελική και που το ανακάλυψαν και του έδωσαν την αγάπη που αξίζει είναι κάτι. Βλέπω τα πιτσιρίκια να έρχονται να φωτογραφίζουν το “Birdman Records”, άντε και να πάρουν κι ένα βινύλιο δώρο ο ένας στον άλλον, αλλά δεν βλέπω να φεύγουν από το Spotify για να ακούσουν βινύλια».
Το bar-restaurant «Pharaoh» έχει αφομοιώσει σήμερα τη νέα τάση με τον δικό του εκλεκτικό τρόπο. Ο πολυταξιδεμένος συνιδρυτής του Φώτης Βαλλάτος έχει βιώσει από κοντά τη σχεδόν θρησκευτικής ευλάβειας τελετουργία των ιαπωνικών μπαρ αναλογικού ήχου και περιγράφει: «Επειδή αγαπώ πολύ την κουλτούρα της Ιαπωνίας και ειδικά αυτά τα jazz kissa και αγαπώ την κουλτούρα των ελληνικών καφενείων, όπως και των natural wine bar της Γαλλίας, προσπάθησα όλο αυτό που ακούγεται στην αρχή κάπως ετερόκλητο και τρελό να το κάνω ένα πράγμα, να το συνθέσω. Ηταν λίγο ρίσκο, αλλά θεωρώ ότι το πετύχαμε και ήμασταν το πρώτο μαγαζί που έφερε αυτήν την αισθητική. Ενα κομμάτι του “Pharaoh” είναι ευθεία αναφορά στα jazz kissa. Παίζουμε μουσική μόνο από βινύλια, τα ηχεία μας είναι custom made, έχουμε κλασικά πικάπ. Αλλωστε και η όλη λογική του “Pharaoh” είναι αυτό που λέμε “πίσω στις ρίζες”. Και γι’ αυτό το βινύλιο ταιριάζει με τους ξυλόφουρνους, καθώς το φαγητό μας μαγειρεύεται στη φωτιά, όχι με ηλεκτρικό ή γκάζι, και τα κρασιά είναι φυσικά χωρίς τεχνολογικές παρεμβάσεις».
Σήμερα, η τάση για αναλογικό ήχο κερδίζει έδαφος και τα listening bars της Αθήνας αυξάνονται συνεχώς. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν το «Finos Audiophile Bar», που έχει κάτι από μπουάτ και παλιό ελληνικό κινηματογράφο, το «Kennedy» που διαθέτει ένα εξαιρετικό χειροποίητο ηχοσύστημα, ενώ η ολοκαίνουρια είσοδος του «Βουλκανιζατέρ» στην εστιατορική σκηνή της Αθήνας επιβεβαιώνει ότι η νέα τάση για ακουστική απόλαυση έχει μέλλον.
Ενα ακριβο αντικείμενο λατρείας
Τρεις επαγγελματίες της μουσικής βιομηχανίας εξηγούν το παράδοξο της επιστροφής στο βινύλιο
Το επαναλαμβανόμενο «χρατς» που αναπαράγει ένα άλμπουμ βινυλίου είναι η ατέλεια που προσδίδει στο συγκεκριμένο μέσο έξτρα δόσεις γοητείας. Το 2022 ήταν η πρώτη φορά μετά το μακρινό 1987 που τα μουσικά άλμπουμ από βινύλιο πούλησαν περισσότερο από τα CD παγκοσμίως. Ζητήσαμε από τρεις επαγγελματίες στη μουσική βιομηχανία να ερμηνεύσουν το φαινόμενο.
Γιάννης Πετρίδης (ραδιοφωνικός παραγωγός και συλλέκτης δίσκων)
«Ανήκω στη γενιά που έμαθε και ήρθε κοντά στη μουσική μέσω του βινυλίου. Εχω περάσει για δεκαετίες τη ζωή μου ψάχνοντας στα δισκοπωλεία του κέντρου της Αθήνας και στο Μοναστηράκι και μετά, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς, στην Ευρώπη και την Αμερική, για να βρω δίσκους που αγαπούσα. Αυτά βέβαια κάποια στιγμή σταμάτησαν, με την έλευση του CD κυρίως στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90. Οταν κατάλαβα ότι το βινύλιο παραμερίζεται, συνέχισα τη συλλογή μου αγοράζοντας CD. Μέχρι που φτάσαμε στην εποχή του streaming που είναι η σημερινή. Εξακολουθώ να αγοράζω CD και όχι βινύλια γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ υψηλές οι τιμές του βινυλίου, κυρίως στη δεκαετία που διανύουμε. Tο βινύλιο σήμερα είναι ένα hype, μια τάση, απέναντι στην οποία είμαι επιφυλακτικός. Παρόλο λοιπόν που τώρα έχει επιστρέψει το βινύλιο, εγώ συνεχίζω να αγοράζω CD.
Οταν, όμως, αγόραζα βινύλια, πέρα από τη μουσική έπαιζε ρόλο το εξώφυλλο, οι πληροφορίες που έχουν τα οπισθόφυλλα ή και τα εσώφυλλα. Οπως παίρνεις ένα βιβλίο, έτσι έπαιρνα έναν δίσκο. Στην πραγματικότητα, τα άλμπουμ αγοράζονται ως συλλεκτικά αντικείμενα από fans που ενδεχομένως δεν έχουν πικ-απ για να τα ακούσουν. Αυτό είναι το παράδοξο της επιστροφής του βινυλίου».
Στιβ Μπλέιμ (πρώην παρουσιαστής του MTV και νυν podcaster)
«Σε έναν κόσμο εύκολα προσβάσιμο σε πλατφόρμες streaming, το βινύλιο αρχικά μοιάζει με ένα ακριβό, απαρχαιωμένο και τελετουργικό αγαθό, ακόμη και αν συχνά (αμφισβητήσιμο) αναφέρεται ότι έχει ανώτερη ποιότητα ήχου. Για μένα, είναι οι ατέλειες που κάνουν το βινύλιο ξεχωριστό – ακουστές υπενθυμίσεις του πόσο μοναδικό είναι το δικό μας αντίγραφο. Το βινύλιο παρείχε πάντα έναν τρόπο να ξεχωρίζουμε τους ομοϊδεάτες μας, ένα σημάδι γούστου και ακεραιότητας, τόσο ισχυρό όσο και το ράφι με τα βιβλία. Αλλά το βινύλιο ήταν πάντα κάτι περισσότερο από τη μουσική, ήταν οι σημειώσεις στο εξώφυλλο, οι στίχοι και, πάνω απ’ όλα, ο σχεδιασμός του εξωφύλλου: Οι εννοιολογικές εικόνες του Storm Thorgerson για το “The Dark Side of the Moon”, η μπανάνα των Velvet Underground σχεδιασμένη από τον Αντι Γουόρχολ ή τα κομμένα γραφικά του Τζέιμι Ριντ στο “Never Mind the Bollocks” των Sex Pistols, και με τον Μπάουι, αυτό το φλας στο πρόσωπό του, εμπνευσμένο από ένα δαχτυλίδι του Ελβις Πρίσλεϊ και φωτογραφημένο από τον Μπράιαν Ντάφι, ο οποίος πρότεινε επίσης στον Μπάουι, να προσαρμόσει τον αρχικό τίτλο του «A Lad Insane» σε «Aladdin Sane».
Σήμερα, δεν χρειαζόμαστε το βινύλιο, έχουμε πρόσβαση σε μεγαλύτερη ποικιλία μουσικής στο Διαδίκτυο, ούτε μας είναι απαραίτητο το κόστος του, αλλά σε έναν όλο και πιο εικονικό κόσμο, το βινύλιο παραμένει μια αγαπημένη και απτή, τελετουργική πολιτιστική εμπειρία».
Θεοδόσης Μίχος (ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας)
«Το φαινόμενο ξεκίνησε στο πλαίσιο μιας ακατάσχετης ρετρολαγνείας που μας διακατέχει. Αλλά ξέφυγε κι από εκεί, ο δίσκος δεν είναι απλώς ένα ρετρό αντικείμενο. Μια μερίδα κόσμου θυμήθηκε το συγκεκριμένο format γιατί είναι ένα φυσικό αντικείμενο ιδιαίτερης αισθητικής. Ναι μεν ξεκίνησε ως τάση για σημερινούς mainstream καλλιτέχνες όπως η Τέιλορ Σουίφτ, αλλά έχει ακριβύνει πολύ. Δεν ξέρω αν αυτό το ακριβό σπορ αφορά τον νέο κόσμο. Ετσι πάλι το βινύλιο απευθύνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες με πιο βαθιές τσέπες. Εγώ δεν σταμάτησα ποτέ να αγοράζω βινύλιο τα τελευταία 30 χρόνια. Σε ένα επίπεδο έχει γίνει εθισμός, αγοράζω δίσκους που δεν έχω χρόνο να ακούσω. Μου αρέσει να τα έχω σαν φυσικά και όμορφα αντικείμενα για το σπίτι. Είναι κάτι αντίστοιχο με τη μεγάλη βιβλιοθήκη που σου επιτρέπει να καταλάβεις τι τύπος είναι ο άλλος».
Τοπ 10 των πιο εμπορικών δίσκων στην Ελλάδα
Με βάση το αρχείο του κ. Πέτρου Δραγουμάνου, μαθηματικού και δημιουργού του Αρχείου της Ελληνικής Δισκογραφίας 1950-2025, αυτοί είναι οι πιο εμπορικοί ελληνικοί σε κυκλοφορία δίσκοι από την δεκαετία του ’70 έως το 2000.
1/ 1969, Ο Δρόμος (LYRA) (Μίμης Πλέσσας – Λευτέρης Παπαδόπουλος), Γιάννης Πουλόπουλος, Πόπη Αστεριάδη, Ρένα Κουμιώτη
2/ 1982, Τα Νησιώτικα (MINOS), Γιάννης Πάριος
3/ 1983, Τα τραγούδια μου (Ορφέας) (MINOS), Γιώργος Νταλάρας
4/ 1979, Ο Σταυρός του Νότου (LYRA) (Θάνος Μικρούτσικος – Νίκος Καββαδίας), Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή
5/ 1987, Latin (MINOS), Γιώργος Νταλάρας
6/ 1975, 50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι (MINOS), Γιώργος Νταλάρας
7/ 1964, Το Αξιον Εστί (Emi) (Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσσέας Ελύτης), Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μάνος Κατράκης, Θεόδωρος Δημήτριεφ
8/ 2001, Γεια (HEAVEN) (Φοίβος), Δέσποινα Βανδή
9/ 1985, Τραγούδι Αισθηματικό (LYRA), Γλυκερία
10/1999, ΧΧΧ Ενθύμιον (EMI), Νότης Σφακιανάκης