Με έναν εξαιρετικά γενναίο αλλά και βαθιά ανθρώπινο τρόπο θέλησε να μοιραστεί. για πρώτη φορά, ο Διονύσης Σαββόπουλος τη μάχη που έδωσε τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο.
Μπορεί η σοβαρή περιπέτεια της υγείας του ξεκίνησε στα μέσα του 2020, ο ίδιος, ωστόσο, επέλεξε να συνεχίσει κανονικά τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες δίχως να κάνει καμία απολύτως δημόσια αναφορά στον αγώνα που έδινε για τη ζωή του.
Ανοίγει την καρδιά του διάπλατα, και με απόλυτη ηρεμία και ψυχραιμία, χωρίς δακρύβρεχτους συναισθηματισμούς, διηγείται, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, που ανέκαθεν υπήρξε μαγικός γι’ αυτό και συνεπαίρνει τα πλήθη, την αναμέτρησή του με τον καρκίνο, από τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και τις θεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι την προσβολή του από κορωνοϊό που έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέσα από αυτή την εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση ο Σαββόπουλος, εκθέτει – για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό – , με περισσή γενναιότητα, την τρωτή, την αδύναμη πλευρά του εαυτού του, θέλοντας να υπογραμμίσει πως απέναντι στην ασθένεια είμαστε όλοι ίσοι. Και την ίδια στιγμή περνά ένα πολύτιμο μήνυμα ελπίδας και δύναμης προς όλους όσοι αντιμετωπίζουν τον καρκίνο. Ένα μήνυμα το περιεχόμενο του οποίου θα μπορούσε να συνοψιστεί στον τίτλο που ο ίδιος είχε επιλέξει να δώσει στην έκθεση που ετοίμασε το 2022 για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: ««Σήκω Ψυχή μου!»
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.
Οι καλλιτεχνικές προκλήσεις, ωστόσο και η δύναμη του χαρακτήρα του, φυσικά, που τού υπαγόρευε να συνεχίσει να ζει κανονικά τη ζωή του στη μετά διάγνωση εποχή και να αντιμετωπίζει ένα – ένα τα εμπόδια όταν έρχονται, τον κράτησαν όρθιο και ενεργό. Αντλώντας δύναμη από την αγάπη και τη στήριξη της οικογένειάς του αλλά και από το ασίγαστο πάθος του για δημιουργία αναλάμβανε τη μία αποστολή μετά την άλλη. «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει ο ίδιος, ποιητικά, στο βιβλίο του.
Είχαν συμπληρωθεί ήδη δύο χρόνια από την ημέρα της επίσημης διάγνωσης της ασθένειάς του και οι θεραπείες του συνεχίζονταν. Μέχρι που ο εφιάλτης του κορωνοϊού χτύπησε και την δική του πόρτα, σε μια χρονική στιγμή που ο οργανισμός τους ήταν αδύναμος, εξασθενημένος:
Η διήγηση ενός περιστατικού που συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσιμης εκείνης νοσηλείας του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Γιατί αποτυπώνει σε λέξεις, που γεννούν νοερές αλλά πολύ δυνατές εικόνες, τα συναισθήματα ενός ανθρώπου, ισχυρού πάντα στα μάτια των άλλων, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία του, το φθαρτό της ύπαρξής του. Και αποδεικνύει, περίτρανα, πως, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές ένα ανθρώπινο άγγιγμα, μια καλή κουβέντα από έναν άγνωστο αποτελούν το πιο πολύτιμο δώρο:
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.
Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο…ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τί άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
– Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
– Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
– Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα.»