Τη Renault τη γνωρίζουμε σήμερα ως μια από τις κορυφαίες εταιρείες στον χώρο της αυτοκίνησης. Δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες γι’ αυτό. Αν εστιάσουμε, όμως, στο πρόσωπο του ιδρυτή της, του Λουί Ρενό, θα διαπιστώσουμε πως μιλάμε για μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ιστορίας. Τα επιχειρήματα δεν είναι μόνο ηθικά. Σχετίζονται με την ίδια τη συμπεριφορά του γαλλικού κράτους, που οδήγησε τον Λουί Ρενό στη φυλακή και, όπως καταγγέλλουν οι απόγονοί του, στον θάνατο. Και την εταιρεία την κρατικοποίησε, οικειοποιούμενο τεράστια κέρδη με πενιχρή αποζημίωση στην οικογένειά του. Εμπλέκονται, λοιπόν, τεράστια χρηματικά ποσά που διεκδικούνται, οπότε η «αποκατάσταση» ή μη της φήμης του Λουί Ρενό είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη και χρονοβόρα.
Ο Λουί ήταν το τέταρτο από τα συνολικά έξι παιδιά της αστικής οικογένειας Ρενό, γεννήθηκε το 1877 και μεγάλωσε στο Παρίσι. Η οικογένειά του είχε την ευχέρεια να του παρέχει εκπαίδευση υψηλού επιπέδου στο περίφημο Lycée Condorcet, όμως ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μηχανική από πολύ μικρός. Ξημεροβραδιαζόταν, στην κυριολεξία, σ’ ένα συνεργείο ατμοκίνητων αυτοκινήτων που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του και είχε μετατρέψει το υπόγειο σε αυτοσχέδιο μηχανουργείο, όπου έπαιρνε όποιο χαλασμένο ανταλλακτικό μπορούσε.
Σε ηλικία μόλις 21 ετών, το 1898, ο Ρενό έφτιαξε το πρώτο του αυτοκίνητο, το οποίο ονόμαζε χαϊδευτικά Voiturette, δηλαδή… αυτοκινητάκι. Σ’ αυτό κατάφερε να ενσωματώσει νέα πράγματα, όπως για πρώτη φορά κιβώτιο ταχυτήτων με τρεις σχέσεις, αλλά και… όπισθεν ταχύτητα (η οποία εφαρμόστηκε πρώτα στα αυτοκίνητα Mercedes το 1904). Αυτό το αυτοκινητάκι παρουσιάστηκε πρώτη φορά σ’ έναν διαγωνισμό ταχύτητας, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1898, και κέρδισε την πρώτη θέση. Εκείνη την ημέρα ο Ρενό πήρε 13 παραγγελίες για τέτοια αυτοκίνητα και αποφάσισε ότι θα φτιάξει δική του εταιρεία.
Ζήτησε τη βοήθεια των δύο μεγαλύτερων αδελφών του, του Μαρσέλ και του Φερνάντ, οι οποίοι είχαν επιχειρηματική εμπειρία, αφού δούλευαν ήδη στο κλωστήριο του πατέρα τους. Μαζί έφτιαξαν τη Renault Frères (Αδελφοί Ρενό) το 1899, ο Λουί αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη μοντέλων και τα μεγαλύτερα αδέλφια στη διοίκηση. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, όμως, έμεινε μόνος του. Ο Μαρσέλ βρήκε τραγικό θάνατο το 1903 από δυστύχημα στο ράλι Παρίσι-Μαδρίτη και ο Φερνάντ, με επιβαρυμένη υγεία από νωρίς, πέθανε το 1909. Ετσι αποσύρθηκε σταδιακά από τη μηχανική κι ανέλαβε τη διοίκηση της φόρμας, που ολοένα και δυνάμωνε.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ο Ρενό διέθεσε το εργοστάσιό του για παραγωγή όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά και πυρομαχικών για τον γαλλικό στρατό (όπως έκανε και η μεγάλη ανταγωνίστρια εταιρεία, η Citroen). Τα βλήματα των 75 χιλιοστών που κατασκευάστηκαν είχαν ζητήματα (είχαν σημειωθεί πολλές θανατηφόρες εκρήξεις μέσα στα κανόνια) και η παραγωγή σταμάτησε, ωστόσο ο Ρενό έδωσε αποφασιστική ώθηση στη Γαλλία με την παραγωγή του FT, ενός μικρού και ευέλικτου τανκ που αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό σε δύσκολες συνθήκες και βοήθησε πολύ τις γαλλικές προελάσεις. Το τανκ το σχεδίασε ο ίδιος ο Ρενό, γι’ αυτό και μετά το τέλος του πολέμου τιμήθηκε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ενα ολότελα αντιφατικό προφίλ
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο Ρενό φάνηκε ιδιαίτερα προοδευτικός στις νέες ιδέες για τα αυτοκίνητά του και ορισμένες από τις εφευρέσεις που ενσωματώθηκαν σ’ αυτά υπάρχουν ακόμα και σήμερα, όπως τα υδραυλικά αμορτισέρ, το ταμπούρο και η ανάφλεξη με συμπιεσμένο αέριο. Από την άλλη, όμως, ο τρόπος που διοικούσε την μεγάλη του επιχείρηση ήταν ολοένα και πιο αυταρχικός. Ηταν φανατικός αντικομουνιστής, αρνήθηκε πεισματικά να συζητήσει με τις εργατικές ενώσεις για τα δικαιώματα των εργατών του κι έκανε συχνά αντισημιτικές δηλώσεις. Οι Γάλλοι κομουνιστές τον κατέταξαν στους σημαντικότερους εχθρούς τους και τον αποκαλούσαν «ο δράκος του Μπιλανκούρ», από το μέρος όπου λειτουργούσε το βασικό εργοστάσιο και «Ναπολέων των αυτοκινήτων» για το αυταρχικό του στυλ.
Ο Ρενό επισκέφθηκε τη Γερμανία το 1938 και είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Αδόλφο Χίτλερ. Παρ’ όλα αυτά, από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε ο κύριος προμηθευτής αυτοκινήτων του γαλλικού στρατού και η κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία στη Γαλλία τον βρήκε στις ΗΠΑ, απεσταλμένο της γαλλικής κυβέρνησης για να διαπραγματευθεί την αγορά τανκς. Ως εκείνο το σημείο ο πατριωτισμός του δεν αμφισβητείται. Τα ζητήματα άρχισαν αμέσως μετά την άμεση κατοχή από τους Γερμανούς όλου του βόρειου τμήματος της Γαλλίας. Τα εργοστάσια του Ρενό τέθηκαν υπό την διοίκηση Γερμανών στρατιωτικών και υπολογίζεται ότι από το 1940 ως το 1944 από τα εργοστάσιά του κατασκευάστηκαν 34.232 οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τη Βέρμαχτ.
Ήταν ηθελημένη αυτή η απόφαση ή αναγκαστική; Εδώ βρίσκεται η διαφωνία. Η γαλλική αντίσταση, αλλά και αμερικανικά έντυπα όπως το Life, τον αποκαλούσαν «δωσίλογο του Παρισιού». Ο ίδιος έλεγε ότι, ακόμα κι αν ο ίδιος αρνούνταν, οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να κατάσχουν όλα τα μηχανήματα των εργοστασίων του και να τα μεταφέρουν στη Γερμανία μαζί με τους εργάτες, οι οποίοι θα εργάζονταν υπό συνθήκες σκλαβιάς. Άρα, με την απόφασή του να επιτρέψει τη λειτουργία των εργοστασίων στη Γαλλία, έσωσε χιλιάδες ζωές. Του αποδίδεται, μάλιστα, και μια χαρακτηριστική φράση: «Είναι καλύτερα να τους δώσεις το βούτυρο, αντί να σου πάρουν τη αγελάδα». Επίσης έλεγε προς υπεράσπισή του, ότι τα εργοστάσια είχαν χαμηλώσει επίτηδες το ρυθμό παραγωγής τους, για να μην κατασκευάζουν πολλά οχήματα, και αρκετά απ’ αυτά παρουσίασαν πρόβλημα στην επιχείρηση εισβολής στην ΕΣΣΔ (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα) λόγω ηθελημένων λαθών. Οι εργάτες των εργοστασίων, βέβαια, είχαν άλλη άποψη, έλεγαν ότι η πρωτοβουλία για τον χαμηλό ρυθμό παραγωγής και τις δολιοφθορές υπήρξε δική τους, ενώ ο Ρενό τους πίεζε να δουλεύουν στο 100% με την απειλή της μεταφοράς τους στη Γερμανία.
Από το 1942 η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Το βασικό εργοστάσιο στην περιοχή Μπιλανκούρ ήταν από τους πρώτους στόχους των βρετανικών βομβαρδιστικών και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Το 1944, όταν ελευθερώθηκε η Γαλλία, υπήρξε κινητοποίηση για τη σύλληψη του Ρενό για τη συνεργασία με τον κατακτητή. Ο ίδιος δέχτηκε προτάσεις να εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά έλεγε ότι δεν έχει κάτι να φοβάται, αφού έκανε το καθήκον του, και παραδόθηκε με τον όρο να μην φυλακιστεί μέχρι να γίνει η δίκη του. Η βασική κατηγορία που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ότι δέχτηκε τεράστια ποσά (που έφταναν τα 120 εκατ. δολάρια) για τα αυτοκίνητα που κατασκεύαζε, σημάδι ότι η εταιρεία του δεν είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στο δικαστήριο. Ο Ρενό, παρά τη συμφωνία, κλείστηκε στη φυλακή Φρεσν παρά την κακή του υγεία. Εκεί πέθανε, στις 24 Οκτωβρίου 1944. Οι συνθήκες κράτησής του και η αιτία θανάτου του είναι ένα ακόμα ζήτημα. Υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, κυρίως από το περιβάλλον του, που ορκίζονται ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής του είχε χτυπηθεί βάναυσα από τους φρουρούς.
Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν «ουραιμία», χωρίς να υπάρξει ούτε υπογραφή γιατρού, ούτε φυσικά και νεκροψία και ιατροδικαστική εξέταση. Πριν περάσει μία εβδομάδα από το θάνατό του, ανακοινώθηκε από την προσωρινή γαλλική κυβέρνηση η κρατικοποίηση της Renault. Η κύρια αιτία ήταν ότι «το εργοστάσιο έπρεπε να λειτουργήσει γρήγορα», αλλά δεν υπήρξε καμία αποζημίωση για την οικογένειά του. Η κυβέρνηση του Ντε Γκωλ έφτιαξε μια καινούργια εταιρεία, (RNUR, Régie Nationale des Usines Renault) και ο Ρενό κατηγορήθηκε μετά θάνατον για «ένοχο πλουτισμό, που αποκτήθηκε από συνεργασία με τον εχθρό».
Η οικογένεια του Ρενό, κυρίως η χήρα του Κριστιάν και ο γιος του Ζαν Λουί δεν σταμάτησαν να φωνάζουν για την αθωότητα του Λουί. Αν, βέβαια, το γαλλικό κράτος αποκαθιστούσε τη φήμη του, θα έπρεπε να τους καταβάλλει τεράστιες αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, δεδομένου ότι η νέα εταιρεία Renault παρέμεινε εξ ολοκλήρου κρατική για τον επόμενο περίπου μισό αιώνα και απέφερε τεράστια κέρδη. Η οικογένεια εισέπραξε μια πενιχρή αποζημίωση το 1967, ούτε το 1% απ’ αυτά που διεκδικούσαν.
Μετά το 2000 έχουν αρχίσει να πυκνώνουν οι φωνές, από διάφορες μεριές, σχετικά με την «λανθασμένη απόδοση κατηγοριών» στον Ρενό, όπως χαρακτηριστικά (και προσεκτικά) διατυπώνεται από το γαλλικό κράτος. Δικαστικά δεν έχει προχωρήσει η υπόθεση, αλλά φαίνεται ότι και στην κοινή γνώμη της Γαλλίας το πράγμα αλλάζει. Ο Ρενό δεν θεωρείται πια απ’ όλους ως συνεργάτης των ναζί, αλλά ένας άνθρωπος που εξαναγκάστηκε λόγω των συνθηκών να αφήσει ανοιχτά τα εργοστάσιά του και έπεσε θύμα της κρατικής κερδοσκοπίας.