Τη μείωση των ωρών εργασίας σε 37,5 από 40 την εβδομάδα ανακοίνωσε η ισπανική κυβέρνηση, καθώς ο πρωθυπουργός Pedro Sanchez επιδιώξει να ενισχύσει τη θέση του με κοινωνικές πολιτικές.
Κυβέρνηση και σωματεία συμφώνησαν για τη μείωση των ωρών εργασίας, ενώ οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων αποχώρησαν από τις διαπραγματεύσεις. Πλέον, η πρόταση θα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση του κοινοβουλίου και αναμένεται να εφαρμοστεί από τις αρχές του επόμενου έτους.
Από τον νέο κανονισμό εκτιμάται ότι θα ωφεληθούν περίπου 13 εκατ. εργαζόμενοι στην Ισπανία. Ήδη, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι σε τομείς όπως η εκπαίδευση δουλεύουν 37,5 ώρες την εβδομάδα, ενώ ο μέσος όρος των ωρών εργασίας στη χώρα είναι, σύμφωνα με την Eurostat, στις 36,4 την εβδομάδα.
«Έχουν περάσει πάνω από 41 χρόνια από την τελευταία φορά που άλλαξαν οι ώρες εργασίας στη χώρα μας», είπε η υπουργός Εργασίας Yolanda Diaz. Η αλλαγή αυτή, πρόσθεσε, «δεν είναι απλά άλλος ένας οικονομικός ή εργασιακός δείκτης. Είναι ένα project για τη χώρα, ένα μέτρο που θα εκσυγχρονίσει την Ισπανία».
«Αυτό το μέτρο θα έχει μεγάλη επίδραση σε όλο τον επιχειρηματικό κόσμο, τόσο σε μεγάλες όσο και σε μικρές εταιρείες και πρόθεση είναι να διευκολυνθούν οι οικογένειες και η ισορροπία δουλειάς-προσωπικής ζωής, και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα», λέει στο Bloomberg η Blanca Mercado, εργατολόγος της KPMG Abogados.
Εάν το σχέδιο εξασφαλίσει την έγκριση του Κογκρέσου, η Ισπανία θα είναι μια από τις χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας στην Ευρώπη.
Για τον Sanchez, η «εργασιακή αξιοπρέπεια» είναι μια από τις προτεραιότητες τη κυβέρνησης, «ώστε όλοι οι Ισπανοί να δουλεύουν για να ζουν, όχι να ζουν για να δουλεύουν», όπως έχει πει.
Η κυβέρνηση συμφώνησε την περασμένη εβδομάδα να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 4,4% το 2025, ανεβάζοντας τη συνολική αύξησή του από τότε που ανέλαβε ο Sanchez πάνω από το 60%.
Με το ποσοστό της ανεργίας στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον 15 χρόνων και την οικονομία να εμφανίζει τις καλύτερες επιδόσεις ανάμεσα στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, ο Sanchez αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις επιδόσεις αυτές, καθώς δυσκολεύεται να περάσει σημαντικούς νόμους, ενώ το κοινοβούλιο δεν έχει εγκρίνει προϋπολογισμό από το 2023.