![DIVICO](https://flamis.gr/wp-content/uploads/2024/12/DIVICO.png)
Λίγο μετά την εισβολή της Γερμανίας στη Δανία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την 1η Μαΐου 1940, μέσω τηλεγραφήματος ενημέρωσε την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Κοπεγχάγη ότι επίκειται άμεσα η ίδρυση προσωρινού προξενείου στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας. Οι New York Times ανέφεραν την επόμενη μέρα ότι αυτή η εξέλιξη σηματοδοτούσε “το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία, ως περιοχή που εμπίπτει στο Δόγμα Μονρόε”, την πολιτική των ΗΠΑ σχετικά με τον αποικισμό που διατυπώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με το Δόγμα Μονρόε, προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών να αποικίσουν ή να αναμειχθούν στα πολιτικά πράγματα των κρατών της Βόρειας ή Νότιας Αμερικής θα μπορούσε να θεωρηθεί επιθετική ενέργεια, που απαιτεί παρέμβαση των ΗΠΑ.
Μερικούς μήνες μετά τη δημιουργία του αμερικανικού προξενείου, ο αντιπρόξενος Άρβιν Χολμ ανέφερε: “Οι ερωτήσεις που τέθηκαν περισσότερο στη Γροιλανδία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1940 έμοιαζαν να είναι “θα καταλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη Γροιλανδία” και “τι θα συμβεί αν το κάνουν”. Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μήνες αυτές οι υποψίες υποχώρησαν”.
Μία από τις σημαντικότερες αποστολές που έφερε σε πέρας το αμερικανικό προξενείο ήταν αυτή του “συνδέσμου” μεταξύ της Διοίκησης της Γροιλανδίας και των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων έτσι ώστε οι τελευταίες να καταλάβουν τον μετεωρολογικό σταθμό των Ναζί στη Βόρεια Γροιλανδία, με αποτέλεσμα να προκληθούν προβλήματα στις γερμανικές αεροπορικές επιχειρήσεις κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, οι ΗΠΑ πρότειναν υπό απόλυτη μυστικότητα στη Δανία το ενδεχόμενο εξαγοράς της Γροιλανδίας με αντάλλαγμα χρυσό αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα. Το αμερικανικό προξενείο συνέχισε να λειτουργεί μετά την αρνητική απάντηση για τουλάχιστον επτά χρόνια. Το πόστο καταργήθηκε το 1953, κυρίως λόγω των δύσκολων υποαρκτικών συνθηκών που επικρατούσαν σε συνδυασμό με την απουσία αεροδρομίου στην περιοχή και την έλλειψη εφοδιαστικής αλυσίδας και επικοινωνιών – η αλληλογραφία και μερικές φορές το φαγητό έφτανε με ρίψεις της πολεμικής αεροπορίας. Δύο χρόνια μετά, το 1955, οι συζητήσεις για την εξαγορά είχαν αναζωπυρωθεί.
Tο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Γροιλανδία ήταν έντονο και από κυβερνήσεις που προηγήθηκαν αυτών του Τραμπ, όπως αποκαλύπτεται από απόρρητα τηλεγραφήματα που διέρρευσαν και δημοσιεύθηκαν από το Wikileaks. Σε διπλωματικό σημείωμα τον Νοέμβριο του 2007, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δέχεται εισηγήσεις για την δημιουργία ενός νέου πόστου, για λόγους προάσπισης των αμερικανικών συμφερόντων. “Οι εμπορικές επενδύσεις, η συνεχιζόμενη στρατηγική στρατιωτική παρουσία μας και το νέο υψηλού επιπέδου επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον στη Γροιλανδία συνηγορούν υπέρ της ίδρυσης μιας μικρής και εποχιακής υπηρεσίας αμερικανικής παρουσίας στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας το συντομότερο δυνατό”, αναφέρεται στο σχετικό διπλωματικό έγγραφο. Οι ΗΠΑ, η Γροιλανδία και η Δανία είχαν υπογράψει το 2004 τις συμφωνίες Igaliku, για την επέκταση της διμερούς συνεργασίας μεταξύ των δύο πρώτων σε αμυντικούς και μη τομείς. Στον αμυντικό τομέα συνεργάζονταν στα πλαίσια της παραχώρησης που είχε γίνει από την Γροιλανδία για την εγκατάσταση αμερικανικής αεροπορικής βάσης Thule.
“Αν και είναι μέρος του Bασιλείου της Δανίας και παραδοσιακά προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, η Γροιλανδία έχει, ωστόσο, μια αυξανόμενη εκτίμηση για τη λογική της γεωγραφίας και τις δικές της δυνατότητες ως μέρος της Βόρειας Αμερικής(…). Η προσέγγισή μας προς τους Γροιλανδούς θα τους ενθαρρύνει να αντισταθούν σε κάθε λανθασμένη επιλογή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Θα ενισχύσει επίσης τη σχέση μας με τη Γροιλανδία έναντι των Κινέζων, οι οποίοι έχουν δείξει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους φυσικούς πόρους της”, επισημαίνεται στο τηλεγράφημα.
Εκείνη την περίοδο ήταν σε εξέλιξη η παραχώρηση μεγαλύτερης διοικητικής ανεξαρτησίας από τη Δανία στη Γροιλανδία, γεγονός που πυροδοτούσε και σενάρια για την ενδεχόμενη -μελλοντικά- πλήρη ανεξαρτητοποίησή της. “Οι περισσότεροι Δανοί πολιτικοί κατανοούν και αποδέχονται ότι η Γροιλανδία οδεύει σιγά σιγά προς την ανεξαρτησία. Κάποιοι ιδιωτικά αμφισβητούν εάν το η Δανία θα εγκαταλείψει εύκολα μια πρώην αποικία που έχει γίνει εδώ και καιρό μέρος της εθνικής ταυτότητας. Άλλοι θα ήταν πρόθυμοι να δουν ένα τέλος στην επιχορήγηση που δίνεται (στη Γροιλανδία), κεφάλαια που διαφορετικά θα δαπανούνταν στην ηπειρωτική Δανία”, σημειώνει ο τότε πρέσβευτής των ΗΠΑ στην Κοπεγχάγη.
Σε άλλο τηλεγράφημα, με ημερομηνία Μαϊου 2008, μνημονεύεται ο πολλά υποσχόμενος ορυκτός και ενεργειακός πλούτος της Γροιλανδίας και οι τεράστιες εμπορικές δυνατότητες που προκύπτουν. “Ο αμερικανικός γίγαντας αλουμινίου Alcoa υπέγραψε πέρυσι ένα μνημόνιο συνεργασίας με την “Εσωτερική” Κυβέρνηση της Γροιλανδίας για την κατασκευή ενός μεταλλουργείου αλουμινίου και μιας σχετικής εγκατάστασης παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας εκεί. Όταν ολοκληρωθεί, αυτή η επένδυση αναμένεται να ξεπεράσει τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια(…) Η Chevron και η ExxonMobil αποτελούν μέρος μιας διεθνούς κοινοπραξίας που εξερευνά τη δυτική ακτή της Γροιλανδίας και το Γεωλογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ ολοκληρώνει μια αξιολόγηση των πιθανών αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα αρχικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι η Γροιλανδία μπορεί να έχει αποθέματα που να “ανταγωνίζονται” αυτά της βόρειας περιοχής της Αλάσκας”, επισημαίνεται. Μάλιστα, ο τότε αμερικανός πρεσβευτής στην Κοπεγχάγη, σύμφωνα με όσα διαμήνυε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έφερε σε επαφή τον κυβερνήτη και την υπουργό Οικονομικών της Γροιλανδίας με μερικά από “τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη”, για να τους βοηθήσει να εξασφαλίσουν κεφάλαια για επενδύσεις που απαιτούνται σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Ωστόσο, παρά την καλή θέληση του πρεσβευτή, ούτε η επένδυση της Alcoa ούτε κάποια εξόρυξη πετρελαίου προχώρησε.
Όπως προκύπτει από τηλεγραφήματα που διέρευσαν στο Wikileaks, και η πλευρά της κυβέρνησης της Γροιλανδίας επεδίωκε στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ – τουλάχιστον την περίοδο του 2009. Σε συνάντησή του με αμερικανίδα διπλωμάτη, ο τότε κυβερνήτης Κούπικ Κλάιστ φέρεται να “τόνισε ότι επιθυμεί στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες” και από την πλευρά της η διπλωμάτις τον διαβεβαίωσε ότι οι ΗΠΑ παραμένουν δεσμευμένες με τη Γροιλανδία. “Παραθέτοντας γεωγραφία και μια κοινή ιστορία που χρονολογείται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κλάιστ σημείωσε ότι η Γροιλανδία είχε πάντα στενή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η σχέση είχε ξεκινήσει εκ νέου το 2004 όταν οι ΗΠΑ, η Γροιλανδία και η Δανία υπέγραψαν τις Συμφωνίες Igaliku(…) Ο Κλάιστ εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτοί οι δεσμοί θα μπορούσαν να ενισχυθούν και σημείωσε ότι “ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσουμε” ορισμένα ζητήματα”, αναφέρεται στο σχετικό τηλεγράφημα.
Την ίδια χρονιά, από στοιχεία που συγκέντρωναν οι αμερικανικές υπηρεσίες, φαίνεται ότι περισσότερες από 80 άδειες εξερεύνησης ορυκτών είχαν χορηγηθεί από τις Γροιλανδικές αρχές – αριθμός ιδιαίτερα υψηλός αν συγκριθεί με τις αντίστοιχες άδειες που είχαν εκδοθεί το 2003, οι οποίες ήταν λιγότερες από 20. Οι αμερικανοί μνημόνευαν τα ορυχεία χρυσού και ολιβίνη που λειτουργούσαν καθώς και τις άδειες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και μολυβδαινίου. “Άλλες δυνατότητες περιλαμβάνουν ζιρκόνιο, ρουμπίνια, σίδηρο και διαμάντια”, επισημαίνεται σε τηλεγράφημα του 2009.
Εντός του έτους οι αμερικανοί διπλωμάτες έδειχναν να ενδιαφέρονται έντονα και για ένα συνέδριο για την ασφάλεια της Αρκτικής που είχε διοργανωθεί από το Ινστιτούτο Στρατιωτικών Σπουδών της Δανίας. Εκεί παρουσιάστηκε από ειδικό σε θέματα άμυνας, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, μία εργασία με τίτλο: “Η 51η Πολιτεία; Η Γροιλανδία μεταξύ των φιλοδοξιών των ΗΠΑ και της Δανίας στην Αρκτική”. Σε αυτή αναλύονταν η πορεία της Γροιλανδίας προς την ανεξαρτησία και τρεις πιθανές κατευθύνσεις: πρώτη ήταν να αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική απόσταση με τη Δανία αλλά να διατηρήσει τη στρατηγική αμυντική συμμαχία.
Δεύτερη, να επιδιώξει άμεση στρατηγική αμυντική σχέση με τις ΗΠΑ. Και τρίτη, να προχωρήσει σε αυστηρά ουδέτερη κατεύθυνση και να βασιστεί στους φυσικούς πόρους της για να χρηματοδοτήσει την άμυνά της. Ο ακαδημαϊκός υποστήριξε ότι παρά τη γνήσια επιθυμία για πλήρη ανεξαρτησία από την πλευρά αυξανόμενου αριθμού Γροιλανδών, η πρώτη επιλογή θα ήταν και η πιθανή πορεία δράσης. Όσον αφορά τη δεύτερη, αμφέβαλλε αν οι ΗΠΑ θα ενδιαφέρονταν, και όσο για την τρίτη, ότι θα ήταν πολύ δύσκολα επιτεύξιμη.
“Οι έντονες αντιδράσεις και οι αιχμηρές ερωτήσεις από τους συμμετέχοντες στο συνέδριο, καθώς και μια σειρά από επακόλουθες συνομιλίες μετά την εκδήλωση, υποδεικνύουν ότι πολλοί θεωρούν ότι μεγάλο μέρος αυτής της ομιλίας για αυξημένη αυτονομία της Γροιλανδίας είναι αρκετά υψηλότερη από τις προσδοκίες. Αρκετοί συμμετέχοντες τόνισαν ότι η Γροιλανδία έχει απλώς πολύ λίγους ανθρώπους για να υποστηρίξει ένα βιώσιμο, ανεξάρτητο κράτος. Τούτου λεχθέντος, οι μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες ανεξαρτησίας της Γροιλανδίας εμφανίζονται αυθεντικές”, σημείωναν οι αμερικανοί διπλωμάτες.
Τον Μάιο του 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν τη μόνιμη παρουσία τους στη Γροιλανδία, έπειτα από 66 χρόνια διπλωματικής απουσίας στην περιοχή. Μέσα ενημέρωσης σε Δανία αμφισβητούσαν τα αμερικανικά κίνητρα για την επανίδρυση προξενείου στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας, κάνοντας λόγο για κίνηση που έχει να κάνει με την προσδωκόμενη ανεξαρτησία και την “ήπια” διπλωματική διείσδυση των ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο του 2019, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η Washington Post σε δημοσίευμά της ανέφερε τις συζητήσεις που είχε ο αμερικανός πρόεδρος με ειδικούς και αξιωματούχους για την εξαγορά της Γροιλανδίας, και αφού η πλευρά της Δανίας αποκάλεσε τις συζητήσεις αυτές “ανόητες”, ο Τραμπ ακύρωσε την επίσκεψή του στη χώρα. Η έγκριση για την επανίδρυση του αμερικανικού προξενείου δόθηκε τελικά από τη Δανία τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς και αυτό ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιούνιο του 2020.
![PhysioClinic](https://flamis.gr/wp-content/uploads/2025/01/physioclinic.jpg)