Το ιστορικό καφέ της Τρίπολης συμπληρώνει 185 χρόνια λειτουργίας ? Από τις προθήκες με τα όπλα των αγωνιστών του Eικοσιένα μέχρι την πολυθρόνα του Καρυωτάκη και τις βραδιές με τανγκό και ποίηση

Η αγαπημένη πολυθρόνα του Καρυωτάκη βρίσκεται ακόμη εκεί. Και η εικόνα του έφηβου Μίκη, να γράφει σε ένα γωνιακό τραπεζάκι ένα από τα πρώτα ποιήματα της νιότης του. Τα θεατρικά μπουλούκια, με τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Ευτύχιο Βονασέρα, τον βιρτουόζο Νικόλαο Λεκατσά να ετοιμάζουν τον χώρο για να ξεκινήσει η παράσταση.
Και πλάι τους όλοι όσοι άφησαν το στίγμα τους εκεί τους τελευταίους δύο αιώνες: ένα από τα πιο ιστορικά καφενεία της Ευρώπης, το Μεγάλο Καφενείο της Τρίπολης, ένα σπάνιο κόσμημα που απέμεινε σχεδόν άθικτο, ετοιμάζεται να συμπληρώσει 185 χρόνια λειτουργίας.
Στέκι των αγωνιστών του Eικοσιένα και μετέπειτα καφέ της αριστοκρατίας αλλά και ανθρώπων των Τεχνών και των Γραμμάτων, το Μεγάλο Καφενείο θυμίζει μουσείο, παρότι είναι ακόμη εν λειτουργία, και είναι έτοιμο να διηγηθεί στις νεότερες γενιές μερικές από τις σαγηνευτικές ιστορίες του.
Οι τεράστιοι σκαλιστοί καθρέφτες του και οι βαριές βελούδινες κουρτίνες, τα ψηφιδωτά του πατώματα, καλλωπισμένα από την πατίνα του χρόνου, τα βιεννέζικα έπιπλά του που κατασκευάστηκαν ειδικά για το Μεγάλο Καφέ στο εργοστάσιο του Michael Tonet στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και οι γκραβούρες του, όλα μέσα σε αυτόν τον χώρο είναι ποτισμένα με Ιστορία. Και βέβαια, τα ανεκτίμητης αξίας κειμήλια, όπλα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση, τα οποία βρίσκονται σε ειδική προθήκη στον χώρο.
Σημείο συνάντησης
Ολα αυτά με θέα την πλατεία του Αγίου Βασίλειου, ένα μέρος που κατά την Τουρκοκρατία αποτελούσε σημείο συνάντησης πραγματευτάδων και εμπόρων, πλάι στους αμαξάδες που πότιζαν τα άλογά τους στα δύο ανοιχτά πηγάδια της πλατείας, κάτω από τον πλάτανο όπου κατά την παράδοση κρεμάστηκε για παραδειγματισμό το κεφάλι του Κίτσου του Ληστή, διάσημου λήσταρχου από την Αργολίδα.
Εκεί άπλωνε τις καρέκλες του το Μεγάλο Καφενείο. Καθισμένος σε μία από αυτές, με φόντο τη ζωή της Τρίπολης κατά τον Μεσοπόλεμο, «έστησε» ο Καζαντζάκης τον αλληγορικό διάλογό του με τον Κολοκοτρώνη κατά την επίσκεψή του στην πόλη, ένα κείμενο που περιλαμβάνεται στο έργο του «Ταξιδεύοντας».
«Το Μεγάλο Καφενείο ξεκίνησε να λειτουργεί πριν από το 1853, οι περισσότεροι τοποθετούν την ίδρυσή του γύρω στο 1840», λέει στα «ΝΕΑ» ο σημερινός ιδιοκτήτης του Μεγάλου Καφενείου, Παρασκευάς Κατσικερός. «Στο καφενείο αυτό σύχναζαν μόνο αστοί και μόνο άνδρες – η είσοδος στις λαϊκές τάξεις απαγορευόταν – ενώ υπήρχε και ηλικιακό όριο για να εισέλθει κάποιος, έπρεπε να είναι τουλάχιστον 40 ετών. Γυναίκες μπήκαν για πρώτη φορά το 1940», λέει.
«Από εδώ πέρασαν ηθοποιοί, φιλόσοφοι, συγγραφείς, πολιτικοί, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, μεγαλέμποροι, δικαστές, θίασοι που ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις στο Καφενείο πριν ακόμη φτιαχτεί το Μαλλιαροπούλειο, ενώ εδώ έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα και η πρώτη προβολή ταινίας βωβού κινηματογράφου», συνεχίζει ο Π. Κατσικερός. Επίσης, το Καφενείο υπήρξε στέκι για βέλγους και γάλλους μηχανικούς την εποχή που φτιαχνόταν η σιδηροδρομική γραμμή Μύλοι – Τρίπολη, τη δεκαετία του 1880.
Στα οβάλ τραπεζάκια του σερβιρίζονταν ελληνικός καφές, αναψυκτικά και γλυκά του κουταλιού, ενώ υπήρχαν και ναργιλέδες. Τάβλι, μπριτζ, σκάκι περιλαμβάνονταν στις συνήθειες των θαμώνων του, ενώ το πιάνο του χρησιμοποιείται ακόμη στις βραδιές τανγκό ή ποίησης και σε άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις που φιλοξενούνται στον χώρο. Και βέβαια, το Καφενείο ήταν τόπος όπου ανθούσαν οι συζητήσεις, γίνονταν συμφωνίες, ζυμώσεις, χαράσσονταν πολιτικές.
«Το κοινοβούλιο της Τρίπολης»
Γράφει ο εκδότης της εφημερίδας «Οδός Αρκαδίας», Νίκος Γαργαλιώνης: «Στην καρδιά της Τρίπολης, από το 1840, ιδρύθηκε το Μεγάλο Καφενείο που έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς όχι μόνο για την Τρίπολη αλλά για όλη την πολιτική και κοινωνική ζωή της εποχής. Εδώ δεν πίνονταν απλώς καφέδες – συζητούνταν σχέδια, εκπονούνταν πολιτικές στρατηγικές και ξεκινούσαν ζυμώσεις.
Σύχναζαν γιατροί, δικηγόροι και μεγαλέμποροι, αλλά και άτομα κάθε κοινωνικής τάξης. Οι τοίχοι του έχουν απορροφήσει τις φωνές δεκάδων δημάρχων, βουλευτών, δημοσιογράφων και απλών πολιτών. Ηταν σαν “το κοινοβούλιο της Τρίπολης”, ένας χώρος όπου η πολιτική ζυμωνόταν με την τέχνη και τον λαϊκό πολιτισμό» και το συγκρίνει με το Καφέ Γκρέκο στη Ρώμη σημειώνοντας πως «από το Caffè Greco με τους καλλιτέχνες-θαμώνες, μέχρι το Μεγάλο Καφενείο με τους αγωνιστές της καθημερινότητας, η κοινή ιστορική ρίζα είναι μία: ο χώρος της σύνθεσης. Και η πρόκληση του παρόντος είναι να μην αφήσουμε αυτούς τους χώρους να γίνουν μουσεία χωρίς ζωή. Να συνεχίσουν να είναι ζωντανά κύτταρα, έστω και αν το WiFi έχει αντικαταστήσει την πρέφα. Οσο υπάρχουν άνθρωποι που συζητούν, διαφωνούν, οραματίζονται με φόντο έναν καφέ, αυτά τα καφενεία θα είναι ζωντανά. Οπως τότε».
Κινδύνευσε με κατεδάφιση
Το κτίριο του Μεγάλου Καφενείου ανήκε πριν από την Απελευθέρωση στον αγωνιστή Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο ο οποίος απαγχονίστηκε από τον Αλή Τσεκούρα και τότε περιήλθε στην ιδιοκτησία του εγγονού του, γιατρού, Ιωάννη Πύρλα. Γνώρισε μεγάλες δόξες όταν πέρασε στα χέρια του Μίμη Αθανασιάδη (1876-1965), δημοσιογράφου και ευεργέτη της Τρίπολης, ο οποίος παρέλαβε το Καφενείο από τον πατέρα του και το ανακαίνισε το 1898.
Το Μεγάλο Καφενείο άλλαξε πολλές φορές ιδιοκτήτες και έκλεισε μόνο δύο φορές κατά τη διάρκεια σχεδόν δύο αιώνων, η μία εκ των οποίων ήταν κατά την πανδημία Covid-19. Κινδύνευσε μία φορά με κατεδάφιση, όμως σώθηκε έπειτα από παρέμβαση της δημοτικής Αρχής της πόλης. Σήμερα είναι ένα από τα 53 Ιστορικά Καφέ της Ευρώπης και αποτελεί μέλος του ομώνυμου συνδέσμου. Επίσης, είναι ενταγμένο στη λίστα της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Αποτελεί, άλλωστε, χωρίς αμφιβολία, έναν ιδανικό τόπο συνάντησης του χθες και του σήμερα – και η επίσκεψη σε αυτό είναι μια εμπειρία και φόρος τιμής σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Η μύγα και η μπεκάτσα
«Στο Μεγάλο Καφενείο ο καφές κόστιζε μιάμιση πεντάρα, ενώ σε όλα τα άλλα καφενεία της πόλης οι θαμώνες πλήρωναν μία πεντάρα», έχει διηγηθεί ο Χρήστος Η. Μήτσιας, συγγραφέας του βιβλίου «Τρίπολη 1830-2000. Μια νοσταλγική αναδρομή», αναφερόμενος σε ένα εύθυμο περιστατικό που έμεινε στην ιστορία του Μεγάλου Καφενείου. «Ενα ωραίο πρωινό, λοιπόν, του 1914 οι θαμώνες του Μεγάλου Καφενείου γέλασαν με την ψυχή τους με ένα συμβάν που έγινε από τα ανέκδοτα της πόλης μας.
Εκείνο το πρωί, ο μεγαλοδικηγόρος Ιωάννης Καλούτσης παρήγγειλε όπως κάθε μέρα τον καφέ του – βαρύ γλυκό – στο Μεγάλο Καφενείο. Οπως έπαιρνε τον καφέ του, παρατήρησε ότι στο φλιτζάνι του μέσα υπήρχε μία μύγα. Αμέσως φώναξε τον σερβιτόρο και του ζήτησε να καλέσει το αφεντικό. Ιδιοκτήτης του καφενείου τότε ήταν ο Ηλίας Μπερνορίτης.
Ο δικηγόρος τον επέπληξε και με αυστηρό ύφος του είπε: “Ερχόμαστε εδώ να πάρουμε τον καφέ μας, τον πληρώνουμε μια πεντάρα παραπάνω και βρίσκουμε μύγες μέσα;”. Τότε ο Ηλίας Μπερνορίτης, που ήταν αστείος τύπος, του λέει: “Με μια πεντάρα παραπάνω που δίνεις τι ήθελες, κύριε Γιάννη, να βρεις καμία μπεκάτσα;”.
Ο αυστηρός δικηγόρος ηρέμησε με το αστείο του ιδιοκτήτη και όλοι γέλασαν με την καρδιά τους».
Τα δερμάτινα γάντια από το 1850
Ενα από τα ιδιαίτερα αντικείμενα που φιλοξενούνται στο Μεγάλο Καφενείο και ανήκουν στον ιδιοκτήτη του, Παρασκευά Κατσικερό, είναι ένα… ζευγάρι γάντια. Ενα ζευγάρι γάντια που φτιάχτηκαν στο Παρίσι το 1850 και διηγούνται μια εντυπωσιακή ιστορία.
Αναφορά σε αυτήν είχε κάνει η συγγραφέας Μαρία Γιαννάτου σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Δερμάτινα, αγορασμένα στο Παρίσι το 1850 από τον Γεώργιο Παπαγεωργόπουλο, γιατρό στη Βυτίνα και φαρμακοποιό. Καθότι εξασκούσε και την ξυλουργική από χόμπι, έφτιαξε κάποτε το φέρετρό του. Εχει καταγραφεί ότι τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα το στύλωνε έξω από το φαρμακείο και κούρνιαζε μέσα για να λουστεί. Ο φαρμακοποιός εκτέλεσε μαεστρικά την ύστατη συνταγή». Η κληρονόμος του γιατρού δώρισε τα γάντια στον ιδιοκτήτη του Μεγάλου Καφενείου.