Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικύρωσε ουσιαστικά τη θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας, αλλά και το πακέτο παροχών που ανακοίνωσε προ μηνός η κυβέρνηση, εκφράζοντας ικανοποίηση για κρίσιμους οικονομικούς δείκτες, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εξαμήνου.
Η Κομισιόν «διατήρησε αμετάβλητη την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αναμένοντας να διαμορφωθεί στο 2,3% φέτος και στο 2,2% το 2026 «σταθερά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης» όπως τονίζει. Δεδομένων των διεθνών συνθηκών, η διατήρηση των εκτιμήσεων εκλαμβάνεται ως θετική αξιολόγηση της τρέχουσας οικονομικής πορείας.
Επιπλέον, η Επιτροπή «εκφράζει ικανοποίηση για τη δημοσιονομική επίδοση της χώρας», υπογραμμίζοντας πως «η Ελλάδα πέτυχε σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2024, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί στον ορίζοντα των προβλέψεων». Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι το 2024 «το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ».
Οι Βρυξέλλες έλαβαν υπόψη και ουσιαστικά ενέκριναν τις νέες κοινωνικές παροχές που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση. Όπως αναφέρει η Κομισιόν, η αναμενόμενη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2025 «οφείλεται στα πρόσθετα μέτρα ύψους 1,1 δισ. που ανακοινώθηκαν πρόσφατα (επιστροφή ενός ενοικίου, επίδομα 150 ευρώ σε συνταξιούχους)».
Εξετάζοντας τις εκθέσεις προόδου που έχουν κατατεθεί από 18 κράτη-μέλη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε πως 12 από αυτές -συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- είναι προσαρμοσμένες στα όρια δαπανών που έχουν τεθεί. Δύο χώρες (Πορτογαλία και Ισπανία) κρίθηκε ότι είχαν μικρές αποκλίσεις και τέσσερις χώρας (Κύπρος, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) μπορεί να αποκλίνουν σημαντικά από την πορεία δαπανών.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα η Έκθεση για την Ελλάδα αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
· Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα συνεχίζει να ξεπερνά τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Ελλάδα διατήρησε την ισχυρή αναπτυξιακή της δυναμική το 2024, καταγράφοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3 %. Από την πανδημία COVID-19, η οικονομία αναπτύχθηκε πολύ πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, στην ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού και στην υψηλή αύξηση των επενδύσεων που υποστηρίζεται από την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP).
· Χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη και στις πολιτικές που εφαρμόζει, η Ελλάδα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά ορισμένες μακροχρόνιες ευπάθειες στα υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την ανεργία. Ωστόσο αλλά η διατήρηση των μεταρρυθμίσεων είναι το κλειδί.
· Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αύξησε την ανθεκτικότητα της οικονομίας της με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, αλλά και μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα.
· Οι δείκτες δημόσιου και εξωτερικού χρέους έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2020.
· Η ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων των τραπεζών βελτιώνεται από το 2016
· Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε σημαντικά από το υψηλό επίπεδο του περίπου 28 % στα μέσα του 2013 σε κάτω από 10 % το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Αυτή η πρόοδος αναγνωρίζεται από τις αγορές και τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
· Η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει την ανθεκτικότητά της. Οι αμερικανικοί εισαγωγικοί δασμοί αναμένεται να έχουν μόνο μια μέτρια επίδραση στην ελληνική οικονομία.
· Παρά την αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα, η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει ισχυρή

· Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να υποστηριχθεί περαιτέρω από την ισχυρή αύξηση των εισοδημάτων.
· Συνολικά, η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει πάνω από τη μακροπρόθεσμη δυναμική της Ελλάδας, με προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026
· Ο πληθωρισμός αναμένεται να αρχίσει να μειώνεται το 2025 και το 2026, αλλά η ισχυρή ζήτηση και η αύξηση των μισθών που τροφοδοτείται τόσο από τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού όσο και από μια στενή αγορά εργασίας θα περιορίσουν τον αποπληθωρισμό.
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, παραμένουν προκλήσεις:
· Ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδας μειώνεται αλλά παραμένει υψηλός. Μεταξύ 2023 και 2024, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά περισσότερο από 10 % του ΑΕΠ σε 153,6 % — αλλά παραμένει ο υψηλότερος στην ΕΕ. Το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο μετατράπηκε από έλλειμμα 1,4 % το 2023 σε πλεόνασμα 1,3 % του ΑΕΠ το 2024.
· Η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ και η ισχυρή δημοσιονομική θέση (δηλαδή το γεγονός ότι τα κρατικά έσοδα καλύπτουν τις δαπάνες, επομένως η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να αυξήσει τον δανεισμό) αναμένεται να εξασφαλίσουν περαιτέρω μείωση του δείκτη χρέους. Αλλά παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στη φορολογική συμμόρφωση από το 2018, το κενό συμμόρφωσης ΦΠΑ στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλό, παρέχοντας περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης.
· Η εξέλιξη των καθαρών δαπανών στην Ελλάδα αντανακλά μια στροφή από μέτρια ανάπτυξη το 2024 σε μια πιο έντονη αύξηση το 2025, ενώ παραμένει εντός των συνολικών δημοσιονομικών ορίων που συνιστά το Συμβούλιο.
· Το 2024, οι καθαρές δαπάνες στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 0,3 %. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στη συγκρατημένη αύξηση των δαπανών και στα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, των οποίων ο αντίκτυπος αφαιρείται από τις καθαρές δαπάνες.
· Το 2025, οι καθαρές δαπάνες προβλέπονται από την Επιτροπή να αυξηθούν κατά 4,2 %, που είναι πάνω από τον μέγιστο ρυθμό ανάπτυξης που συνιστά το Συμβούλιο. Η εξέλιξη οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, τις συντάξεις και τις δαπάνες για μισθούς του δημόσιου τομέα, μαζί με μια έντονη επιτάχυνση της ενδιάμεσης κατανάλωσης, η οποία αναμένεται να αυξηθεί ταχύτερα από ό,τι το 2024. Επιπλέον, η προγραμματισμένη μείωση του συντελεστή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα το 2025 προβλέπεται να συμβάλει σε αυτή την αύξηση, καθώς ο αντίκτυπος αυτού του μέτρου προστίθεται στις καθαρές δαπάνες. Ο σωρευτικός ρυθμός αύξησης των καθαρών δαπανών το 2024 και το 2025 μαζί προβλέπεται στο 3,9 %, που είναι κάτω από τον μέγιστο ρυθμό που συνιστά το Συμβούλιο.
· Τα επίμονα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δυσχεραίνουν τη μείωση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας. Η μείωση των καθαρών εξαγωγών οδήγησε σε μια μικρή διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (σε 6,4 % του ΑΕΠ) το 2024. Τα συνεχή εξωτερικά ελλείμματα αντανακλούν μια χαμηλή εξαγωγική βάση και μια υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές.
· Η χαμηλή και μειούμενη αποταμίευση των νοικοκυριών έχει αντισταθμιστεί μόνο εν μέρει από τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Χάρη στην ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και στις ευνοϊκές επιδράσεις αποτίμησης, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP) της Ελλάδας βελτιώθηκε περαιτέρω, σε -131,6 % του ΑΕΠ το 2024, αλλά παρέμεινε η πιο αρνητική στην ΕΕ. Λόγω της ισχυρής ζήτησης εισαγωγών που προκαλείται από το RRP, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει υψηλό και η NIIP να βελτιωθεί μόνο αργά το 2025-2026.
· Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) των ελληνικών τραπεζών έχει μειωθεί, αλλά το υψηλό απόθεμα δανείων που κατέχουν οι «διαχειριστές» επιβαρύνει την οικονομία. Ο δείκτης NPL των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε σε 3,4% τον Σεπτέμβριο του 2024, χάρη στις πωλήσεις χαρτοφυλακίων και τις τιτλοποιήσεις. Ωστόσο, το απόθεμα NPL που κατέχουν οι «διαχειριστές» (εταιρείες που διαχειρίζονται και επιβάλλουν το χρέος για λογαριασμό των πιστωτών) έχει αυξηθεί και ανήλθε σε 74,8 δισεκατομμύρια ευρώ (31,5 % του ΑΕΠ) στα τέλη του 2024 λόγω πρόσθετης τιτλοποίησης και αργής
· Η Ελλάδα έχει καλές επιδόσεις στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση και ορισμένους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά απομακρύνεται από τους στόχους για τον SDG που σχετίζεται με την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και τους ισχυρούς θεσμούς.
· Η Ελλάδα βελτιώνεται σχεδόν σε όλους τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που σχετίζονται με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, αν και χρειάζεται να καλύψει τη διαφορά με τον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς από αυτούς.
· Η Ελλάδα είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά καλύπτει τη διαφορά, όσον αφορά τη φτώχεια, τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που σχετίζονται με την παραγωγικότητα
· Η απασχόληση έχει αυξηθεί, αλλά τα αποθέματα ανεκμετάλλευτου εργατικού δυναμικού της Ελλάδας εξακολουθούν να είναι σημαντικά. Ο αριθμός των απασχολούμενων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά σχεδόν 2% το 2024, κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των μεταφορών και του τουρισμού, ενώ το ποσοστό συμμετοχής παρέμεινε χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
· Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 1 εκατοστιαία μονάδα σε ένα έτος σε 9,5 % το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό από το 2009, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ των 5,7 %. Οι γυναίκες και οι νέοι εξακολουθούν να πλήττονται δυσανάλογα από την ανεργία. Αντίθετα, αρκετοί τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, αναφέρουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
· Συνολικά, η ελληνική αγορά εργασίας συνεχίζει να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως: (i) ένα χάσμα δεξιοτήτων· (ii) βελτιωμένη αλλά ακόμη ανεπαρκής παιδική φροντίδα και φροντίδα ηλικιωμένων· και (iii) περιορισμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
· Οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών έχουν οδηγήσει σε επιδείνωση της οικονομικής προσιτότητας της στέγασης. Οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 9,3 % ετησίως την περίοδο 2020-2024 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ 4,9 %) και εκτιμάται ότι είναι υπερτιμημένες κατά περίπου 20%. Η αύξηση των τιμών οφείλεται σε ένα συνδυασμός αναζωπύρωσης της εγχώριας και ξένης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς λόγω ετών συγκρατημένων επενδύσεων στην κατασκευή. Παράλληλα, η επιτάχυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας (οι άδειες οικοδομής κατοικιών που μετρώνται σε τετραγωνικό μέτρο ωφέλιμης επιφάνειας αυξήθηκαν κατά 31,5 % το 2024) μπορεί να μετριάσει την αύξηση των τιμών των κατοικιών τα επόμενα χρόνια. Η ισχυρή αύξηση των τιμών των κατοικιών έχει επίσης προκαλέσει αυξήσεις των ενοικίων, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οικονομικά προσιτή στέγαση εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση.