Σημαντικές συναλλαγές στον τομέα της ακίνητης περιουσίας σε ολόκληρη την Ελλάδα, με ιδιαίτερα υψηλές αξίες να σημειώνονται σε ακίνητα εντός αστικών κέντρων και τουριστικών περιοχών, καταγράφησαν το πρώτο τετράμηνο του έτους.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι πιο ακριβές αγοραπωλησίες αφορούσαν κυρίως επαγγελματικά ακίνητα, τουριστικές εγκαταστάσεις και πολυτελείς κατοικίες, οι οποίες μάλιστα ήταν πολλαπλάσιες της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων. Η εικόνα αυτή όμως αφορά συγκεκριμένες περιοχές και ακίνητα, και ενδεχομένως αγοραπωλησίες με αγοραστές ξένους επενδυτές και επιχειρήσεις.
Αντιθέτως, η γενική εικόνα δείχνει ότι οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται στα επίπεδα των αντικειμενικών αξιών. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι είναι και το τελικό τίμημα που καταβάλλεται. Μπορεί στο συμβόλαιο να αναγράφεται ως τίμημα η αντικειμενική αξία του ακινήτου και κάτω από το τραπέζι να δίνεται το υπόλοιπο ποσό. Η πρακτική αυτή έχει παρελθόν στη χώρα μας και δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον γενικό κανόνα στις αγοραπωλησίες ακινήτων. Και προφανώς, δείχνει ότι όσοι συστηματικά φοροδιαφεύγουν και υποδηλώνουν εισοδήματα, αναγκαστικά σχεδόν πρέπει να δώσουν τη διαφορά με «μαύρα», καθώς διαφορετικά θα «πιαστούν» από τις διασταυρώσεις των δηλωθέντων εισοδημάτων.
Με βάση τα στοιχεία των συναλλαγών που προαναφέρθηκαν, παρατηρείται ότι η αγορά ακινήτων καταγράφει σαφείς ενδείξεις στροφής επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ακίνητα υψηλής αξίας, κυρίως σε τουριστικά νησιά, περιοχές υψηλής ζήτησης στην Αττική και αστικά κέντρα με αναβαθμισμένο εμπορικό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του μητρώου μεταβιβάσεων αξιών ακινήτων:
• Η υψηλότερη συναλλαγή πραγματοποιήθηκε στον Δήμο Αθηναίων και αφορούσε επαγγελματικό ακίνητο επιφανείας 860,1 τ.μ., σε διατηρητέο κτίσμα, με τίμημα που ανήλθε σε 15.581.410 ευρώ, στις 10 Απριλίου 2025. Σημειώνεται ότι η τιμή ζώνης στην περιοχή ανέρχεται σε 4.500 ευρώ το τ.μ., ενώ η τιμή πώλησης ανήλθε σε 18.115 ευρώ το τ.μ.
• Στην ίδια περιοχή πραγματοποιήθηκε και δεύτερη σημαντική πώληση επαγγελματικής στέγης 226,76 τ.μ., με αξία 11.869.762 ευρώ. Και σε αυτή την περίπτωση η τιμή ζώνης είναι στα επίπεδα των 4.500 ευρώ το τ.μ., ενώ η τιμή πώλησης διαμορφώθηκε σε 52.345 ευρώ το τ.μ.
• Αξιοσημείωτη ήταν και η πώληση τουριστικής εγκατάστασης στη Ρόδο, συνολικής επιφανείας 7.823 τ.μ., η οποία άλλαξε χέρια έναντι 8.700.000 ευρώ στα τέλη Ιανουαρίου.
• Στον μητροπολιτικό πόλο του Ελληνικού – Αγίου Κοσμά, ημιτελής κατοικία 330,3 τ.μ., με τίμημα 3.769.000 ευρώ (Απρίλιος 2025). Η τιμή ζώνης ανέρχεται σε 6.850 ευρώ και η τιμή πώλησης διαμορφώθηκε σε 7.538 ευρώ το τ.μ., αν και ημιτελές.

• Στη Βάρη, μονοκατοικία 401,93 τ.μ. με βοηθητικούς χώρους 484,95 τ.μ., η οποία πωλήθηκε έναντι 3.300.000 ευρώ (Απρίλιος 2025). Στην περιοχή η τιμή ζώνης ανέρχεται στα 1.600 ευρώ το τ.μ. Η τιμή πώλησης διαμορφώθηκε σε 8.210 ευρώ το τ.μ.
• Στη Μύκονο, μονοκατοικία 359,6 τ.μ. πωλήθηκε προς 3.800.000 ευρώ (Ιανουάριος 2025). Η τιμή ζώνης στην περιοχή ανέρχεται στα 1.050 το τ.μ. Η τιμή πώλησης έφθασε σε 10.567 ευρώ.
«Καμπανάκι» από Κομισιόν
Με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 9,3% την πενταετία 2020-2024 κινήθηκαν οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα σε σύγκριση με 4,9% κατά μέσον όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι κατοικίες να θεωρούνται υπερτιμημένες κατά 20%, σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Κομισιόν επισημαίνει τη σοβαρότητα της στεγαστικής κρίσης, τονίζοντας ότι το υψηλό κόστος στέγασης πλήττει κυρίως τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, επηρεάζοντας αρνητικά το βιοτικό τους επίπεδο.
Η έκθεση της Κομισιόν αναφέρει ότι το 2023, το 27% των Ελλήνων δαπανούσε πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επιπλέον, το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων κατευθυνόταν σε έξοδα στέγασης, όπως ενοίκια, λογαριασμοί και δάνεια, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 19,7%. Η κατάσταση αυτή καθιστά τη στέγαση δυσπρόσιτη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Η Κομισιόν σημειώνει ακόμη ότι:
• Η ισχυρή αύξηση των τιμών των κατοικιών έχει επίσης προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις ενοικίων.
• Η αύξηση των τιμών οφείλεται στον συνδυασμό της αναζωογόνησης της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς λόγω χαμηλών επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα για πολλά χρόνια.
• Η επιτάχυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας ενδέχεται να μετριάσει την αύξηση των τιμών των κατοικιών τα επόμενα χρόνια.